Και τώρα ένα ποίημα που όλους μας ενώνει:
"Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει"
Ήτον νύχτα, εις την στέγη εβογκούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε μάτι.
Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο,
κι ένα μόνον της έμεινεν, ένα
και στον τάφο κοντά ήτον κι εκείνο.
Το παιδί της με κλάμα εβογκούσε
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κι΄ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.
Τα γογγύσματα εκείνα κι΄ οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον παιδί μου.
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν
φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγι΄ απ΄ το στόμα της βγαίναν.
Ω! κακό που μ΄ εβρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα το ΄χω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου.
Κι΄ ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων -αχ, λόγια, χαμένα,
μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα.
Κι΄ εκαμώθη πως θέλει να σκύψει
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ επροσπάθαε να κρύψει
που κατέβ΄ εις τ΄ ωχρό πρόσωπό του.
Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.
"Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει"
Ήτον νύχτα, εις την στέγη εβογκούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει;
Μες στο σπίτι μια χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε μάτι.
Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον κρίνο,
κι ένα μόνον της έμεινεν, ένα
και στον τάφο κοντά ήτον κι εκείνο.
Το παιδί της με κλάμα εβογκούσε
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια,
κι΄ η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια.
Τα γογγύσματα εκείνα κι΄ οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον παιδί μου.
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου εμηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν
φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγι΄ απ΄ το στόμα της βγαίναν.
Ω! κακό που μ΄ εβρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου...
Ένα το ΄χω, δεν μ΄ έμεινεν άλλο
σώσε μου το και πάρ΄ την ψυχή μου.
Κι΄ ο γιατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων -αχ, λόγια, χαμένα,
μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα.
Κι΄ εκαμώθη πως θέλει να σκύψει
στο παιδί, και να ιδή το σφυγμό του.
Ένα δάκρυ επροσπάθαε να κρύψει
που κατέβ΄ εις τ΄ ωχρό πρόσωπό του.
Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογκούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ΄ αρνάκια παγώνει.
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.
Πρόκειται για μεγαλειώδες ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα (1805-1858)...
...το οποίο, βεβαίως, μέρες που'ναι, απαραιτήτως πάει σετάκι με το γνωστό (εις τους μυημένους) τραγούδι σε στίχους και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη:
Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
εκεί που φυσάει ο βοριάς
το ξανθό γένος να 'ρθει αιώνια
προσμένει ο δόλιος ο ραγιάς...
Όπου βέβαια πρόκειται για έμπνευση βασισμένη στο γνωστό πανάρχαιο
"Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια
που πάντα φυσάει ο βοριάς
τα σύννεφα διώχνει τα αιώνια
και σπάει τα δεσμά της σκλαβιάς"...
Δηλαδή το "Φύσα αγέρα του βοριά". Όπως και το προηγούμενο, το ακούμε με τον Πέτρο Πανδή: