Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

"ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΣΥΝΗΘΕΙΑΝ"...

Και όμως, την εποχή της τουρκοκρατίας, γινόντουσαν εκλογές για τοπική αυτοδιοίκηση! Και μάλιστα επρόκειτο για εκλογές υπεύθυνες, χωρίς "μυστική ψήφο" και άλλες τέτοιες μεσοβέζικες γυφτιές. Επρόκειτο για υπεύθυνες εκλογές, στις οποίες ψήφιζαν υπεύθυνα άτομα, με το θάρρος της γνώμης τους. Στην Αθήνα, τουλάχιστον.

Αργότερα, βέβαια, στο καθεστώς του "Τρίτου ελληνικού πολιτισμού" του Μεταξά, ας πούμε, και ακόμα πιο μετά, στο καθεστώς της 21ης Απριλίου όπου θριάμβευε η μπότα του "Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών", παραδόξως εκλογές δεν υφίσταντο.
Αν το σκεφτεί και το συγκρίνει κανείς, ενδέχεται να το βρει απογοητευτικό. Και όντως είναι απογοητευτικό. Αλλά δεν είναι και τόσο παράξενο. Φυσιολογικό είναι. Έτσι νομίζω...

Ο μικρός μου βοηθός Δημ. Καμπούρογλου, στον "Αναδρομάρη", δίνει την εξής περιγραφή για την εκλογική διαδικασία στην Αθήνα της τουρκοκρατίας:
"Μετά προηγουμένην συνεννόησιν της εκλεξίμου τάξεως μεταξύ των μελών της και μετά των ηγουμένων της Αττικής, των καλυτέρων νοικοκυρέων και παζαριτών και των προϊσταμένων των συντεχνιών, κατηρτίζετο ο κατάλογος των υποψηφίων Δημογερόντων δι' έν έτος, ως και των επιτρόπων της Πολιτείας -ούτοι διετέλουν υπό τας διαταγάς των Δημογερόντων.
Η εκλογή ενηργείτο κατ' αυτόν τον τρόπον:
Την τελευταίαν Κυριακήν του Φεβρουαρίου (το έτος ήρχιζεν από τον Μάρτιον) εγίνετο "μονοκλησιά". Δηλαδή όλαι αι άλλαι εκκλησίαι ήργουν και συνέρρεεν ο κόσμος εις τον καθεδρικόν ναόν, τον λεγόμενον "καθολικόν".
Η αυλή του ναού και τα πέριξ επλημμύριζαν. Μετά την λειτουργίαν εξερχόμενος ο Μητροπολίτης ηυλόγει τα πλήθη και απεσύρετο.
Τότε οι εκλογείς συνεκεντρούντο διηρημένοι κατά τάξεις και συντεχνίας.
Ο προϊστάμενος των δημογερόντων, συνήθως ο γεροντότερος, εκήρυττε την έναρξιν της ψηφοφορίας, δηλαδή της ανακοινώσεως των γνωμών.
Προσήρχοντο πρώτοι οι Άρχοντες, κατόπιν οι κληρικοί, οι νοικοκυρέοι (ανακοινούντες την γνώμην τών περί την πόλιν αγροτικών συνοικισμών, των "ξωτάρηδων"), οι παζαρίται, ανακοινούντες και την γνώμην των ανθρώπων των, και οι πρόεδροι των συντεχνιών, ανακοινούντες και την γνώμην των συντεχνιτών αυτών.
Περατουμένης ούτω της εκλογής, ανηγγέλλετο το αποτέλεσμα και υπεγράφετο το πρακτικόν, εν διαδηλώσει δε ωδηγούντο οι εκλεγέντες, ως και οι παλαιοί, εις τας οικίας των.
Την πρώτην Μαρτίου οι παλαιοί παρέδιδον την υπηρεσίαν εις τους νέους και εδίδετο εις αυτούς το "απολυτικόν έγγραφον".
Η Τουρκική εξουσία τότε κατήρτιζε και παρέδιδε προς τους εκλεγέντας το επικυρωτικόν της εκλογής έγγραφον.... "


Στη συνέχεια ο Καμπούρογλου αναφέρει αποσπάσματα από τα -ελάχιστα- πρακτικά εκλογής που κατάφερε να βρει.
Ενδεικτικόν δείγμα :
"Ημείς οι κατοικούντες τας Αθήνας, συνελθόντες όλοι ομού, διηρημένοι εις τάξεις και συνάφια, επροβάλαμεν αναμεταξύ μας την συνήθη εις τον τόπον εκλογήν δημογερόντων και προεστώτων της Πατρίδος ταύτης, κατά τους Βασιλικούς νόμους και την παλαιάν της Πατρίδος συνήθειαν, και εξελέξαμεν τους τιμιωτάτους Άρχοντας..." (1819)
ή το
"Συνελθόντες όλοι εις το κοινόν ημών Βουλευτήριον, όλος ο Δήμος των Αθηναίων..." (1820)

Βέβαια, τα δύο αποσπάσματα χρονικά τοποθετούνται 1-2 χρόνια πριν το 1821. Είχαν αρχίσει δηλαδή οι ζόρικες ζυμώσεις που τελικά οδήγησαν στην επανάσταση.

Έναν από τους ζυμωτές των εν λόγω ζυμώσεων, ο Καμπούρογλου τον αναφέρει 1-2 σελίδες μετά: "Αρχιμανδρίτης Διονύσιος ο Πύρρος ο Θετταλός" λεγόταν ο εν λόγω ζυμωτής.
Όχι μόνο Διονύσιος, αλλά και Πύρρος, δηλαδή.
Κουρελιάζοντας τις ιστορίες με "κρυφά σχολειά" και τα ρέστα, ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος ο Πύρρος ο Θετταλός, εμφανίστηκε στην Αθήνα και άρχισε να διδάσκει μαθηματικά, φυσικές επιστήμες, ιατρική και φιλοσοφία.

Ο ίδιος ο Διονύσιος, γράφει στην αυτοβιογραφία του, σχετικά με την περίοδο που δίδασκε στην Αθήνα (το 1813 περίπου) :
"Οι μαθηταί εσυνάχθησαν έως πεντήκοντα, ηκολούθουν τας μαθήσεις των με προθυμίαν. Δια τούτο και εγώ, παρατηρήσας τα πνεύματα αυτών, μετά δέκα ή είκοσιν ημέρας, ήλλαξα τα ονόματα όλων εκείνων των μαθητών μου, διά να γίνωσι πλέον επιμελείς εις τας σπουδάς των.
Εν μια των ημερών έκαμα εις την σχολήν μου μίαν Ακαδημίαν, όπου ήλθον όλοι οι μαθηταί και οι άρχοντες της πόλεως (σημ.τ.Πρκλς: οι οποίοι άρχοντες, είπαμε πως ήταν εκλεγμένοι, μονοετούς θητείας).
Τότε είς γραμματεύς επροσεκάλει τον μαθητήν κατ' όνομα, και αυτός επαρισταίνετο ευθύς. Εγώ δε, λαβών ένα κλάδον της δάφνης και ελαίας, τον έδιδον εις τον μαθητήν. Εν ταυτώ τω έδιδον εγγράφως και τω έλεγον:
"Ιδού τώρα δεν είναι το όνομά σου πλέον Ιωάννης ή Παύλος κλπ, αλλ' είσαι Περικλής, Θεμιστοκλής, ή και Ξενοφών κλπ. Λοιπόν φοβού τον θεόν, βοήθησον την Πατρίδαν σου, αγάπα και την φιλοσοφίαν".
Και ούτως αναχωρούντος του μαθητού, όλοι επευφήμουν αυτόν λέγοντες: Ζήτω ο Περικλής (ή ο Θεμιστοκλής) και εχειροκρότουν και τας χείρας αυτών..."


Ωραίος ο αρχιμανδρίτης!
Τα χαίρομαι κάτι τέτοια άτομα!

Βέβαια, κάποιος θα παρατηρήσει (εντελώς δικαιολογημένα) ότι πέρα από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ας πούμε, ελάχιστους ήρωες του '21 ξέρουμε που να είχαν ονόματα σαν τα παραπάνω. Είναι κι αυτό ένα ζήτημα.
Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι τα ονόματα του στυλ "Περικλής, Θεμιστοκλής, ή και Ξενοφών κλπ" οι κάτοχοι αυτών τα χρησιμοποιούσαν ως επαναστατικά nickname. Ειλικρινώς, αν και το έχω ψάξει, απλώς σηκώνω τα χέρια ψηλά. Θα ήθελα να ήταν έτσι το πράγμα, αλλά μάλλον δεν ήταν.

Το ενθαρρυντικό πάντως είναι ότι στις μέρες μας (Διακόσια χρόνια μετά από την εποχή όπου ο Διονύσιος ο Πύρρος δίδασκε στην Αθήνα), διαπιστώνω με χαρά ότι όλο και περισσότεροι "Ιωάννηδες ή Παύλοι κλπ" αποκτούν ένα Περικλοειδές ή Θεμιστόκλειον nickname ως ιντερνετικό προσωνύμιο.
Το καλοκαιράκι, επαραβρέθηκα σε μια (σχετική με τα λεγόμενα του αρχιμανδρίτου) δημόσια τελετή επίσημης υιοθετήσεως νέου ονόματος από μερικούς που δεν γούσταραν πλέον να λέγονται "Ιωάννης ή Παύλος κλπ". (Δεν θυμάμαι κάποιον που να επέλεξε το όνομα "Περικλής", αλλά δεν πειράζει).

Βρίσκω το γεγονός ποικιλοτρόπως παρήγορον και ελπιδοφόρον για το μέλλον...

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2007

ΟΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΣΑΚΙΤΖΗ ΜΕΧΜΕΤ ΕΦΕ


İzmir'in kavakları (Οι σμυρνέικες οι λεύκες)
Dökülür yaprakları (φύλλα ρίχνουνε σωρό)
Bize de derler Çakıcı (Με λένε μένα Τσακιτζή)
Yar fidan boylum (λυγερόκορμο δεντρί)
Yıkarız konakları (και κονάκια πυρπολώ)

Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές γεννήθηκε στο χωριό Αγιά Σουλούκ, κοντά στο Αϊδίνι, ήταν καπετάνιος των Ζεϊμπέκων και φορούσε την περήφανη χαρακτηριστική στολή τους.

Ο Τσακιτζής βγήκε στην παρανομία και σχημάτισε ένοπλη ομάδα με σκοπό να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του, που ήταν κι εκείνος παράνομος και τον σκότωσαν με δόλο οι ζαπτιέδες, κατά διαταγή του βαλή της Σμύρνης και του ίδιου του Σουλτάνου. Με αυτό ως αφορμή, ο Τσακιτζής γενίκευσε τη θεώρησή του, θεώρησε σαν εχθρό του ολόκληρη την κρατική εξουσία και τους εκπροσώπους της: τους ζαπτιέδες, τους τζανταρμάδες, τους μισθοφόρους τουφεξήδες και τους αξιωματικούς τους, κι εξόντωσε πολλούς από αυτούς.

Όλα αυτά γινόντουσαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ένοπλη δράση του Τσακιτζή, του πατέρα του, όπως και των άλλων εφέδων της φυλής τους, ίσως να σχετίζεται με τις μεγάλες εξεγέρσεις των Ζεϊμπέκων του 19ου αι. εναντίον του τουρκικού κράτους που κατέστρεφε τον τρόπο ζωής τους και τους καταπίεζε.
Βλέποντας ότι το κράτος τους καταπίεζε, ο Τσακιτζής παρακίνησε τους φτωχούς αγρότες να μην πληρώνουν φόρους, κι απαγόρεψε στους φοροεισπράκτορες, με ποινή θανάτου, να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του.

Ξεκινώντας με την πρόθεση να αποδώσει μόνος του δικαιοσύνη σε μια προσωπική αδικία που του κάνανε, ο Τσακιτζής έφτασε στην ιδέα να απονείμει, γενικότερα, δικαιοσύνη στην περιοχή του και μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του. Έτσι, άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ' τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες, έφτιαχνε κοινωφελή έργα. Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι, διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωση του Τσακιτζή. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του πλέκανε τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα.

Η φήμη του είχε φτάσει στην Ελλάδα απ' τον καιρό που ζούσε ακόμα ο θρυλικός εφές, πολύ πριν φτάσουν εδώ οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Το σχετικό ελλαδίτικο, όπως φαίνεται κι από τους στίχους, τραγούδι, εύχεται μέσα στην αφέλειά του να μπορούσε να έρθει ο Τσακιτζής και στην Ελλάδα, για να απονείμει κι εδώ την κονωνική του δικαιοσύνη:
"Τσακιτζή, δεν εβαρέθης στα σμυρνέικα χωριά?
Δεν περνάς και στην Ελλάδα, να παντρέψεις ορφανά?
"

Βεβαίως, αν το δούμε αντικειμενικά, ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής με τη νομική έννοια του όρου, δηλαδή ήταν κάποιος που ιδιοποιείται ξένα πράγματα με τη βία ή την απειλή βίας. Όμως οι αγρότες κι η φτωχολογιά των πόλεων δεν τον θεωρούσαν κακούργο. Ενδεικτική η μαρτυρία που διασώζει ο Νέαρχος Γεωργιάδης:
"Τον λέγανε ληστή! Εγώ δεν τον εθεωρούσα για κακούργο αυτόν τον άνθρωπο. Όταν τόσους ανθρώπους που δεν είχανε βόδια να ζευγαρώσουνε τους αγόραζε βόδια, όταν πάντρεψε τόσα κορίτσια, όταν εχάλανε ενούς το σπίτι, επήγαινε και του'δινε να χτίσει καινούργιο... Ε, λοιπόν αυτός ο άνθρωπος θα τον πω ότι ήτανε κακούργος? Αυτός ήτανε σωτήρας του κοσμάκη!"

Έχει παρατηρηθεί ότι οι ληστές, κοινωνικοί και μη, είναι άνθρωποι της δράσης μάλλον παρά της θεωρίας. Ο Τσακιτζή Μεχμέτ εφές δεν είχε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Όμως από τη δράση του πηγάζουν μερικές πολιτικές έννοιες που θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
*Αντιεξουσιαστική στάση, εχθρότητα προς ένα απολυταρχικό και καταπιεστικό κράτος και τα όργανά του και σύγκρουση μαζί τους.
*Ταξικά συναισθήματα που μοιράζονται σε δύο πόλους: συμπάθεια για τη φτωχή αγροτιά και τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και έχθρα εναντίον των πλουσίων.
*Πράξεις κοινωνικής δικαιοσύνης για την οικονομική ανακούφιση των φτωχών, με ανάλογη επιβάρυνση στην περιουσία των πλουσίων.
*Έλλειψη εθνικών ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, τόσο απέναντι στους αδύνατους, όσο κι απέναντι στους οικονομικά ισχυρούς.

Η μάζα των Σμυρνιών και των άλλων μικρασιατών Ελλήνων, που ανήκαν στις λαϊκές τάξεις, με το να αγαπά, να θαυμάζει και να υποστηρίζει τον εφέ του Αϊδινίου, με το να εξυμνεί τα χαρίσματά του και να λέει τα τραγούδια του, με το να καλλιεργεί το θρύλο του για μια σειρά ετών, ακόμα κι όταν αυτός είχε πια σκοτωθεί, έδειχνε πως αποδεχόταν αυτές τις αρχές του Τσακιτζή ως ένα είδος κώδικα λαϊκής ιδεολογίας.

Βέβαια, η άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συνέβαλε αρκετά στο να ξεχάσουν προσωρινά οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τον Τσακιτζή. Μπροστά τους είχαν πλέον το εθνικό όραμα της ενώσεως με την μητέρα πατρίδα και τέτοια πράγματα.
Αργότερα, οι Έλληνες της Μικρασίας, πρόσφυγες πια εκεί που τους πέταξε το φουσκωμένο κύμα, δοκίμαζαν στο πετσί τους την κοινωνική αδικία και την οικονομική ανισότητα στον υπέρτατο βαθμό. Όλα αυτά, στα εδάφη της μητέρας πατρίδας, πλέον.
Έτσι, τα τραγούδια του Τσακιτζή ξανάρχισαν να αντηχούν στις προσφυγικές συνοικίες, παίρνοντας τη σημασία επαναβεβαίωσης αυτού του παλιού κώδικα λαϊκής ιδεολογίας...

Μπορούμε να θεωρήσουμε ως κύριο τραγούδι για τον Τσακιτζή, εκείνη τη μελωδία με τούρκικα λόγια και ρυθμό ζεϊμπέκικο, που περιείχε σε κάθε στροφή της το στερεότυπο στίχο
"μπαναντα Τσακιτζή ντερλέρ" (δηλαδή "με λέν εμένα Τσακιτζή")
ή το στίχο "γιαρ φιντάν μποϊλού" (δηλαδή "λυγερόκορμο δεντρί").
Δεν ξέρουμε αν ο αρχικός δημιουργός του ήταν Τούρκος ή Ζεϊμπέκος ή αν ανήκε σε κάποια άλλη εθνότητα. Όσον αφορά τους στίχους, φαίνεται πως ο αριθμός τους είναι μεγάλος κι απροσδιόριστος. Στην πραγματικότητα, πολλοί προσέθεταν κατά καιρούς, ανάλογα με την έμπνευσή τους και την περίσταση, καινούργιες αυτοτελείς στροφές, τις οποίες μπορούμε να ονομάζουμε παραλλαγές. Αυτό λοιπόν το "κύριο" τραγούδι του Τσακιτζή το πήρανε από τους πρόσφυγες και οι άλλοι Έλληνες και το τραγουδήσανε κι αυτοί. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μάρκου Βαμβακάρη: "Το "Τσακιτζής" είναι ζεμπέκικο τούρκικο βαρύ, ωραίο... ωραίο! Δε θυμάμαι ακριβώς από που το έμαθα, όμως ήτανε πολλοί, πολλοί από τη Μικρά Ασία που το τραγουδούσανε".

Γύρω στα 1930 γραμμοφωνήθηκε μια αμιγώς ελληνόφωνη παραλλαγή:

Μες της Σμύρνης τα βουνά
και τα κρύα τα νερά
μες της Σμύρνης τα βουνά
σαν λιοντάρι τριγυρνά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου, παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά

Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παρηγοριά.
Καθεμιά του ντουφεκιά
είναι και παληκαριά.
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
-Γειά σου παληκάρι μου,
λεοντάρι στην καρδιά

Τη θρησκεία δεν κοιτά
Τούρκα αν είσαι για Ρωμιά
-Με λεν εμένα Τσακιτζή
Τάμα τό'χει στο θεό
να παντρεύει ορφανά.

Ο θρύλος του Τσακιτζή επιβίωσε και μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Γύρω στα 1960, το όνομά του ήταν αρκετό για να κάνει εμπορική επιτυχία ένα μέτριο κατά τα άλλα, λαϊκό τραγουδάκι του Μπ. Μπακάλη με το Στράτο Διονυσίου.
Αργότερα κυκλοφόρησε σε δίσκο μια ακόμα σημαντική παραλλαγή του "κύριου" τραγουδιού του Τσακιτζή στα ελληνικά. Σ' αυτήν παραμένει ο στερεότυπος στίχος "γιαρ φιντάν μποϊλού", που επανέρχεται σε κάθε στροφή, σαν κατάλοιπο της γλώσσας του πρωτότυπου:

Τσακιτζή, παληκαρά,
πέρασε κι απ' τα Βουρλά,
πέρασε κι από τη Σμύρνη
γιαρ φινταν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά.

Τσακιτζή, κατέβα πια
απ' της Ασίας τα βουνά,
πήγαινε και στ' Οδεμήσι
γιαρ φιντάν μποϊλού
να παντρέψεις ορφανά

Δεν είν' αυγή να σηκωθώ
και να μη συλλογιστώ,
Τσακιτζή μου, να μην κλάψω
γιαρ φιντάν μποϊλού
τον άδικό σου το χαμό

Είναι σωστή η διαπίστωση ότι ο μύθος των λαϊκών ληστών μένει ζωντανός μόνο μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής αγροτικής κοινωνίας που τον γέννησε, κι έξω απ' αυτή δε μπορεί να κατανοηθεί και να συγκινήσει.
Αντίθετα όμως με αυτό τον κανόνα, ο Τσακιτζής δρασκέλισε τις βουνοπλαγιές και τα χωράφια και μπήκε θριαμβευτικά στις πόλεις. Το γεγονός ότι ο μύθος του από αγροτικός έγινε αστικός, και μ' αυτή την έννοια ενσωματώθηκε στο ελληνικό τραγούδι των πόλεων, δείχνει τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα των μηνυμάτων του.

(Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου (σχεδόν όλο, δηλαδή), είναι από το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ρεμπέτικο και πολιτική" των εκδόσεων "Σύγχρονη Εποχή").

Το λινκ του δίπλα παρατιθέμενου τραγουδακίου, υπάρχει πατώντας εδώ.
Δεν τη θεωρώ και την καλύτερη εκτέλεση
(κάπου έχω και μια καλύτερη, αλλά δεν μπορώ να την βρω. Φαντάζομαι πως η καλύτερη όλων, υπάρχει στο δίσκο "Ελληνική απόλαυσις". Άμα το έχει κάποιος ευγενής επισκέπτης... Ας το στείλει να το βάλωμεν και δίπλα, να ολοκληρωθεί η ηχητική μας απόλαυσις).

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

ΝΟΕΜΒΡΙΑΝΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ, ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Μεταφερόμαστε νοερά στις αρχές Νοεμβρίου του 1901.
72 χρόνια πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Η βασίλισσα Όλγα ήδη έχει τυπώσει και διανείμει το ευαγγέλιο σε δημοτική μετάφραση. Πρόκειται για μια έκδοση 500 αντιτύπων, επομένως πολύ περιορισμένης επιρροής. Οι γλωσσαμύντορες, όπως και οι εκκλησιαστικοί ταγοί, βλέπουν την ενέργεια της βασίλισσας Όλγας με επιφύλαξη. Στους πνευματικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, επικρατεί κλίμα ζυμώσεων σχετικά με τα κίνητρα της βασίλισσας.
Μερικοί θεωρούν εντελώς αυτονόητη την ενέργειά της να μεταφράσει τα ευαγγέλια στη γλώσσα του λαού. Άλλοι, πιστεύουν πως η βασίλισσα έχει ένα σκοτεινό σχέδιο: Να αλλοιώσει τη γλώσσα του έθνους, και εν τέλει να αλώσει την ψυχή του έθνους, και τέτοια.
Αρχές Νοεμβρίου του 1901, η εφημερίδα "Ακρόπολις" αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες μια άλλη μετάφραση των ευαγγελίων. Το γλωσσικό ιδίωμα αυτής της μεταφράσεως, θεωρείται εντελώς εξτρεμιστική δημοτική (Υποτίθεται πως ο "Μυστικός δείπνος" αποδιδόταν ως "κρυφό τσιμπούσι").
Αυτό ήταν, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.
Οι γλωσσαμύντορες, με επικεφαλής τον Μιστριώτη, βγάζουν αφρούς. Μαζί τους, παραδόξως, συμμαχούν και τα πλέον ριζοσπαστικά - αντιβασιλικά στοιχεία της κοινωνίας, με πρωτοπόρους τους φοιτητές.
Οργανώνονται συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πέφτει ξύλο, υπάρχουν καμιά δεκαριά νεκροί... Τα επεισόδια μένουν γνωστά ως "Ευαγγελικά".
Κάποια στιγμή, υπό την πίεση των εξεγερσιακών γεγονότων, η "Ακρόπολις" σταματάει τη συνέχεια της δημοσίευσης του μεταφρασμένου ευαγγελίου.
Τα πράγματα ηρεμούν.

Δυο χρόνια μετά, ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος, ο καθηγητής πανεπιστημίου Γεώργιος Σωτηριάδης, πλησιάζει στην επίτευξη αυτού που αποτελούσε για εκείνον, όνειρο ολόκληρης της ζωής του: Να ανεβάσει την τριλογία του Αισχύλου "Ορέστεια", μεταφρασμένη σε μια απολύτως ήπια δημοτικοκαθαρεύουσα, ώστε να είναι κατανοητή στο ευρύ κοινό.
Ο άνθρωπος ο Σωτηριάδης, είχε διασχίσει την Ευρώπη προκειμένου να φέρει ανθρώπους και υλικά, ιδέες και σκηνοθεσίες και σκηνικά, προκειμένου η παράσταση να είναι τέλεια.
Και ξαφνικά, του προέκυψε ξανά ο γλωσσαμύντωρ Μιστριώτης.
Ο Μιστριώτης, είχε ήδη ανεβάσει πολλά από τα έργα του αρχαίου δράματος, κρατώντας αναλλοίωτη τη γλώσσα του πρωτοτύπου κειμένου. Το αποτέλεσμα, ήταν παταγώδης αποτυχία, εφόσον κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα από τα λεγόμενα επί σκηνής.
Πείτε το ζήλια, πείτε το απόλυτη γλωσσαμυντική συνέπεια του Μιστριώτη, το γεγονός είναι πως όταν ο Μιστριώτης είδε πως η κατά Σωτηριάδην "Ορέστεια" γνώριζε πρωτοφανή επιτυχία, πήρε ανάποδες.
Άρχισε πάλι τα φλογερά κηρύγματα και τα συνωμοσιολογικά σενάρια πως δήθεν κάποια σκοτεινά κέντρα απεργάζονται την καταστροφή της γλώσσας μας.
Νέες διαδηλώσεις, νέα επεισόδια, νέες ταραχές, υπάρχουν νεκροί, τραυματίες, πυροβολισμοί, συλλήψεις...
Τα επεισόδια μένουν γνωστά με το όνομα "Ορεστειακά".

Ταραχοποιόν στοιχείο αυτός ο γλωσσαμύντωρ Μιστριώτης...
Και μια από τις αξιολογότερες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, βέβαια.

Μια άλλη δυνατή μορφή των ελληνικών γραμμάτων εκείνης της εποχής, ήταν ο Νικόλαος Ποριώτης. Μόνο που αυτός ήταν δημοτικιστής.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα γλωσσικού πολέμου, ο Ν. Ποριώτης κάθεται και σκαρώνει ένα φο-βε-ρό ποιηματάκιον, με το οποίο υμνεί την γλωσσική προσφορά του γλωσσαμύντορος Μιστριώτη!
Παραδίδει το ποιηματάκιον στα χέρια του Κωστή Παλαμά (γραμματέας τότε του Πανεπιστημίου), ο Παλαμάς το διαβάζει, το βρίσκει εξαίσιο και θεσπέσιο, και το φέρνει στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και ανεγνώσθη από τον καθηγητή Νικόλαο Πολίτη, ενώπιον της Συγκλήτου, παρουσία του υμνούμενου Μιστριώτη.

Το ποίημα, το εξαίσιο αυτό ποίημα, είχε ως εξής:

"Γεωργίω τω Μιστριώτη
ανδρί φρενήρει και ευήθει
την τε ιδέαν αστείω
και την πνοήν βρομείω
κολερών ακέστορι
και λασίων πύκτη
ανθ’ ών
της γλωττικής κατοργάδος
τους κατώρυχας εξεκαύλωσε
και της ποιητικής οινάδος
τα καυλία και τα βλαστήματα έκλασε
δια ξοάνων δε και κουράδων
τους πολυψόφους
των λόγων κολοσυρτούς
ψολόεις κατουρίσας
και πάντας κατακυλήσας
κατ’ αξίαν, ή και αϊδώς, φυσά,
ανάθεμα!"


Εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει να είναι και τόσο υμνητικό προς τον Μιστριώτη.
Ίσως θα το καταλαβαίναμε καλύτερα, αν διαβάζαμε τη μετάφραση στη δημοτική:

"Στον Γεώργιο Μιστριώτη
άντρα συνετό και αγαθό
στην όψη ωραίο
και στη φωνή βροντερό
τον προστάτη των κουρεμένων
και γρονθοκόπο των μαλλιαρών
επειδή
της γλωσικής καλλιεργήσιμης γης
τα φυντάνια ξεβλαστάρωσε
και του ποιητικού αμπελώνα
τους βλαστούς και τις παραφυάδες έσπασε
και αφού με ξόανα και τοιχογραφίες
τους πολυθόρυβους
των λόγων όχλους
τους οδήγησε σαν κεραυνός σε ούριο άνεμο
και τους πάντες κατέθελξε
κατ’ αξίαν, αν και μετριοφρόνως, κορδώνεται,
αφιέρωμα!"


Θεωρώ αρκετά πιθανό, ύστερα από το άκουσμα αυτού του ύμνου προς το πρόσωπό του, να έβαλε κάποιο (έστω λίγο) νερό στο κρασί του ο Μιστριώτης, συνειδητοποιώντας ότι "επαρήλθον οι χρόνοι εκείνοι", και ότι η ελληνική γλώσσα έχει, εν πολλοίς, εξελιχτεί κάπως...