Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

ΝΟΕΜΒΡΙΑΝΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ, ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Μεταφερόμαστε νοερά στις αρχές Νοεμβρίου του 1901.
72 χρόνια πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Η βασίλισσα Όλγα ήδη έχει τυπώσει και διανείμει το ευαγγέλιο σε δημοτική μετάφραση. Πρόκειται για μια έκδοση 500 αντιτύπων, επομένως πολύ περιορισμένης επιρροής. Οι γλωσσαμύντορες, όπως και οι εκκλησιαστικοί ταγοί, βλέπουν την ενέργεια της βασίλισσας Όλγας με επιφύλαξη. Στους πνευματικούς και πανεπιστημιακούς κύκλους, επικρατεί κλίμα ζυμώσεων σχετικά με τα κίνητρα της βασίλισσας.
Μερικοί θεωρούν εντελώς αυτονόητη την ενέργειά της να μεταφράσει τα ευαγγέλια στη γλώσσα του λαού. Άλλοι, πιστεύουν πως η βασίλισσα έχει ένα σκοτεινό σχέδιο: Να αλλοιώσει τη γλώσσα του έθνους, και εν τέλει να αλώσει την ψυχή του έθνους, και τέτοια.
Αρχές Νοεμβρίου του 1901, η εφημερίδα "Ακρόπολις" αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες μια άλλη μετάφραση των ευαγγελίων. Το γλωσσικό ιδίωμα αυτής της μεταφράσεως, θεωρείται εντελώς εξτρεμιστική δημοτική (Υποτίθεται πως ο "Μυστικός δείπνος" αποδιδόταν ως "κρυφό τσιμπούσι").
Αυτό ήταν, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.
Οι γλωσσαμύντορες, με επικεφαλής τον Μιστριώτη, βγάζουν αφρούς. Μαζί τους, παραδόξως, συμμαχούν και τα πλέον ριζοσπαστικά - αντιβασιλικά στοιχεία της κοινωνίας, με πρωτοπόρους τους φοιτητές.
Οργανώνονται συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πέφτει ξύλο, υπάρχουν καμιά δεκαριά νεκροί... Τα επεισόδια μένουν γνωστά ως "Ευαγγελικά".
Κάποια στιγμή, υπό την πίεση των εξεγερσιακών γεγονότων, η "Ακρόπολις" σταματάει τη συνέχεια της δημοσίευσης του μεταφρασμένου ευαγγελίου.
Τα πράγματα ηρεμούν.

Δυο χρόνια μετά, ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος, ο καθηγητής πανεπιστημίου Γεώργιος Σωτηριάδης, πλησιάζει στην επίτευξη αυτού που αποτελούσε για εκείνον, όνειρο ολόκληρης της ζωής του: Να ανεβάσει την τριλογία του Αισχύλου "Ορέστεια", μεταφρασμένη σε μια απολύτως ήπια δημοτικοκαθαρεύουσα, ώστε να είναι κατανοητή στο ευρύ κοινό.
Ο άνθρωπος ο Σωτηριάδης, είχε διασχίσει την Ευρώπη προκειμένου να φέρει ανθρώπους και υλικά, ιδέες και σκηνοθεσίες και σκηνικά, προκειμένου η παράσταση να είναι τέλεια.
Και ξαφνικά, του προέκυψε ξανά ο γλωσσαμύντωρ Μιστριώτης.
Ο Μιστριώτης, είχε ήδη ανεβάσει πολλά από τα έργα του αρχαίου δράματος, κρατώντας αναλλοίωτη τη γλώσσα του πρωτοτύπου κειμένου. Το αποτέλεσμα, ήταν παταγώδης αποτυχία, εφόσον κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα από τα λεγόμενα επί σκηνής.
Πείτε το ζήλια, πείτε το απόλυτη γλωσσαμυντική συνέπεια του Μιστριώτη, το γεγονός είναι πως όταν ο Μιστριώτης είδε πως η κατά Σωτηριάδην "Ορέστεια" γνώριζε πρωτοφανή επιτυχία, πήρε ανάποδες.
Άρχισε πάλι τα φλογερά κηρύγματα και τα συνωμοσιολογικά σενάρια πως δήθεν κάποια σκοτεινά κέντρα απεργάζονται την καταστροφή της γλώσσας μας.
Νέες διαδηλώσεις, νέα επεισόδια, νέες ταραχές, υπάρχουν νεκροί, τραυματίες, πυροβολισμοί, συλλήψεις...
Τα επεισόδια μένουν γνωστά με το όνομα "Ορεστειακά".

Ταραχοποιόν στοιχείο αυτός ο γλωσσαμύντωρ Μιστριώτης...
Και μια από τις αξιολογότερες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, βέβαια.

Μια άλλη δυνατή μορφή των ελληνικών γραμμάτων εκείνης της εποχής, ήταν ο Νικόλαος Ποριώτης. Μόνο που αυτός ήταν δημοτικιστής.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα γλωσσικού πολέμου, ο Ν. Ποριώτης κάθεται και σκαρώνει ένα φο-βε-ρό ποιηματάκιον, με το οποίο υμνεί την γλωσσική προσφορά του γλωσσαμύντορος Μιστριώτη!
Παραδίδει το ποιηματάκιον στα χέρια του Κωστή Παλαμά (γραμματέας τότε του Πανεπιστημίου), ο Παλαμάς το διαβάζει, το βρίσκει εξαίσιο και θεσπέσιο, και το φέρνει στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου και ανεγνώσθη από τον καθηγητή Νικόλαο Πολίτη, ενώπιον της Συγκλήτου, παρουσία του υμνούμενου Μιστριώτη.

Το ποίημα, το εξαίσιο αυτό ποίημα, είχε ως εξής:

"Γεωργίω τω Μιστριώτη
ανδρί φρενήρει και ευήθει
την τε ιδέαν αστείω
και την πνοήν βρομείω
κολερών ακέστορι
και λασίων πύκτη
ανθ’ ών
της γλωττικής κατοργάδος
τους κατώρυχας εξεκαύλωσε
και της ποιητικής οινάδος
τα καυλία και τα βλαστήματα έκλασε
δια ξοάνων δε και κουράδων
τους πολυψόφους
των λόγων κολοσυρτούς
ψολόεις κατουρίσας
και πάντας κατακυλήσας
κατ’ αξίαν, ή και αϊδώς, φυσά,
ανάθεμα!"


Εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει να είναι και τόσο υμνητικό προς τον Μιστριώτη.
Ίσως θα το καταλαβαίναμε καλύτερα, αν διαβάζαμε τη μετάφραση στη δημοτική:

"Στον Γεώργιο Μιστριώτη
άντρα συνετό και αγαθό
στην όψη ωραίο
και στη φωνή βροντερό
τον προστάτη των κουρεμένων
και γρονθοκόπο των μαλλιαρών
επειδή
της γλωσικής καλλιεργήσιμης γης
τα φυντάνια ξεβλαστάρωσε
και του ποιητικού αμπελώνα
τους βλαστούς και τις παραφυάδες έσπασε
και αφού με ξόανα και τοιχογραφίες
τους πολυθόρυβους
των λόγων όχλους
τους οδήγησε σαν κεραυνός σε ούριο άνεμο
και τους πάντες κατέθελξε
κατ’ αξίαν, αν και μετριοφρόνως, κορδώνεται,
αφιέρωμα!"


Θεωρώ αρκετά πιθανό, ύστερα από το άκουσμα αυτού του ύμνου προς το πρόσωπό του, να έβαλε κάποιο (έστω λίγο) νερό στο κρασί του ο Μιστριώτης, συνειδητοποιώντας ότι "επαρήλθον οι χρόνοι εκείνοι", και ότι η ελληνική γλώσσα έχει, εν πολλοίς, εξελιχτεί κάπως...

2 σχόλια :

  1. Ειδικά το "τα καυλία και τα βλαστήματα έκλασε" δλδ "τους βλαστούς και τις παραφυάδες έσπασε" θα πρέπει να έκανε την εξέδρα, συγγνώμην, το ακροατήριον να ξεσπάσει σε τρελό χειροκρότημα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Mi-la-re,
mi-la-re-si