Μου επιτρέπεις να σε ξενερώσω λίγο, ε?
Να έχεις σκαρφαλώσει, λέει, στον Άρειο Πάγο. Ζεστό απογευματάκι, καθαρός ουρανός, ο ορίζοντας προς τα δυτικά να γεμίζει με τις πιο γλυκιές αποχρώσεις της ροδαλότητας κι εσύ, σιγοπίνοντας το ουζάκι σου να θαυμάζεις τα χρώματα του αττικού δειλινού, αυτή την ολόγλυκη γαλήνη της ομορφιάς και να λες στην παρέα σου πόσο τυχεροί και πόσο ευνοημένοι ήταν οι Αθηναίοι της εποχής του χρυσού αιώνα που είχαν τη δυνατότητα, το προνόμιο, να βιώνουν αυτή τη γλυκιά γαλήνη του ηλιοβασιέματος δίχως ανάμεσα σ' αυτούς και το ηλιοβασίλεμα να μεσολαβεί όλο αυτό το άχαρο σύμπλεγμα του μπετόν...
Ω, ναι, και η παρέα σου να συμφωνεί και να επαυξάνει πως οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν ευνοημένοι που μπορούσαν ν' απολαύσουν όλη την εντυπωσιακή ροδαλότητα του αττικού ηλιοβασιλέματος, αυτή τη γαλήνη, αυτόν τον ρεμβασμό του σούρουπου...
Και ξαφνικά ένας απ' όλους, ένας μαλάκας σαν εμένα, ας πούμε, να πετάγεται και να σε ξενερώνει λέγοντας:
Χμμμ... Παιδιά, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι... Για τους Αθηναίους της κλασικής εποχής το απόγευμα, πιθανότατα, δεν ήταν και τόσο ρομαντικό όσο νομίζετε. Πιο πολύ το έβλεπαν σαν προμήνυμα του επερχόμενου σκοταδιού, και πιστέψτε με, η ανθρώπινη φύση το φοβάται το σκοτάδι. Έτσι και για τους Αθηναίους, φαίνεται πως το σούρουπο ήταν περισσότερο πηγή μιας αδιόρατης ανησυχίας. Υποβλητική ώρα, αναμφίβολα, αλλά μάλλον με την αρνητική έννοια.
ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς στάντες κατηράσαντο πρὸς ἑσπέραν καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον, αναφέρει κάπου ο μαστρο-Λυσίας.
Οι ιερείς και οι ιέρειες της Αθήνας όταν αποφασιζόταν από τον δήμο πως έπρεπε να καταραστούν κάποιον -τον Αλκιβιάδη, τον Ανδοκίδη και την παρέα τους εν προκειμένω- βάζανε τις πορφυροκόκκινες σχολές τους, ίσως παίρνανε και τίποτα πορφυροκόκκινες σημαίες, και περίμεναν να φτάσει η ώρα του πορφυρού ηλιοβασιλέματος, που είπαμε ότι, πιθανότατα, για τους Αθηναίους έτσι κι αλλιώς ήταν μια ώρα αδιόρατης ανησυχίας... κι εκείνη την ώρα, "κατά το νόμιμον το παλαιόν και αρχαίον", στραμμένοι προς τη δύση άρχιζαν να φωνάζουν πιθανότατα κάτι σε στυλ "κατάρα στους ιερόσυλους!" με τις κραυγές τους να γεμίζουν με ιερό τρόμο τα σουρουπωμένα στενά της πόλης...
Πίστεψέ με, δεν επέλεγαν αυτή την ώρα "προς εσπέραν" εξαιτίας της γλύκας και του ρομαντισμού της αλλά εξαιτίας του δέους και της ανησυχίας που -από τη φύση της- η ώρα αυτή σκόρπιζε στις καρδιές των Αθηναίων.
Και ξέρεις ποιό θα ήταν το πιο παράξενο όλων? Ότι το άκουσμα όλων αυτών των ξενερωτικών που θα σας έλεγε ένας μαλάκας σαν εμένα χαλώντας σας τη μαγεία του αττικού δειλινού, παραδόξως και από σπόντα, θα είχατε επιτέλους αισθανθεί ένα αμυδρό, ελάχιστο αλλά αληθές κομματάκι του τρόπου με τον οποίο οι αρχαίοι Αθηναίοι προσέγγιζαν το ηλιοβασίλεμα. Θα είχατε μπει, έστω και αμυδρότατα, στη θέση τους και στην ψυχοσύνθεσή τους. Πάντα κάνουν καλό τέτοιες προσεγγίσεις.
Οπότε, σόρρυ αν σε ξενερώνω καμιά φορά, αλλά το κάνω για καλό... και δε φταίω εγώ που ενώ μερικά πράγματα παραμένουν αιωνίως ίδια, η συνείδηση των ανθρώπων αλλάζει και με το πέρασμα των αιώνων τα εκλαμβάνει διαφορετικά...
Τέλος, να πούμε ότι ο Πλούταρχος, πιθανότατα περιγράφοντας το ίδιο σκηνικό αναφέρει την τιμητική εξαίρεση μιας ιέρειας που λεγόταν Θεανώ, η οποία μπροστά στην πιεστική απόφαση του δήμου να καταραστούν οι ιερείς τον Αλκιβιάδη και την παρέα του, εξέφρασε μια άποψη πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου: "Παιδιά σόρρυ, αλλά εγώ έγινα ιέρεια για να δίνω ευχές, όχι για να δίνω κατάρες".
Να έχεις σκαρφαλώσει, λέει, στον Άρειο Πάγο. Ζεστό απογευματάκι, καθαρός ουρανός, ο ορίζοντας προς τα δυτικά να γεμίζει με τις πιο γλυκιές αποχρώσεις της ροδαλότητας κι εσύ, σιγοπίνοντας το ουζάκι σου να θαυμάζεις τα χρώματα του αττικού δειλινού, αυτή την ολόγλυκη γαλήνη της ομορφιάς και να λες στην παρέα σου πόσο τυχεροί και πόσο ευνοημένοι ήταν οι Αθηναίοι της εποχής του χρυσού αιώνα που είχαν τη δυνατότητα, το προνόμιο, να βιώνουν αυτή τη γλυκιά γαλήνη του ηλιοβασιέματος δίχως ανάμεσα σ' αυτούς και το ηλιοβασίλεμα να μεσολαβεί όλο αυτό το άχαρο σύμπλεγμα του μπετόν...
Ω, ναι, και η παρέα σου να συμφωνεί και να επαυξάνει πως οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν ευνοημένοι που μπορούσαν ν' απολαύσουν όλη την εντυπωσιακή ροδαλότητα του αττικού ηλιοβασιλέματος, αυτή τη γαλήνη, αυτόν τον ρεμβασμό του σούρουπου...
Και ξαφνικά ένας απ' όλους, ένας μαλάκας σαν εμένα, ας πούμε, να πετάγεται και να σε ξενερώνει λέγοντας:
Χμμμ... Παιδιά, τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι... Για τους Αθηναίους της κλασικής εποχής το απόγευμα, πιθανότατα, δεν ήταν και τόσο ρομαντικό όσο νομίζετε. Πιο πολύ το έβλεπαν σαν προμήνυμα του επερχόμενου σκοταδιού, και πιστέψτε με, η ανθρώπινη φύση το φοβάται το σκοτάδι. Έτσι και για τους Αθηναίους, φαίνεται πως το σούρουπο ήταν περισσότερο πηγή μιας αδιόρατης ανησυχίας. Υποβλητική ώρα, αναμφίβολα, αλλά μάλλον με την αρνητική έννοια.
ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς στάντες κατηράσαντο πρὸς ἑσπέραν καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον, αναφέρει κάπου ο μαστρο-Λυσίας.
Οι ιερείς και οι ιέρειες της Αθήνας όταν αποφασιζόταν από τον δήμο πως έπρεπε να καταραστούν κάποιον -τον Αλκιβιάδη, τον Ανδοκίδη και την παρέα τους εν προκειμένω- βάζανε τις πορφυροκόκκινες σχολές τους, ίσως παίρνανε και τίποτα πορφυροκόκκινες σημαίες, και περίμεναν να φτάσει η ώρα του πορφυρού ηλιοβασιλέματος, που είπαμε ότι, πιθανότατα, για τους Αθηναίους έτσι κι αλλιώς ήταν μια ώρα αδιόρατης ανησυχίας... κι εκείνη την ώρα, "κατά το νόμιμον το παλαιόν και αρχαίον", στραμμένοι προς τη δύση άρχιζαν να φωνάζουν πιθανότατα κάτι σε στυλ "κατάρα στους ιερόσυλους!" με τις κραυγές τους να γεμίζουν με ιερό τρόμο τα σουρουπωμένα στενά της πόλης...
Πίστεψέ με, δεν επέλεγαν αυτή την ώρα "προς εσπέραν" εξαιτίας της γλύκας και του ρομαντισμού της αλλά εξαιτίας του δέους και της ανησυχίας που -από τη φύση της- η ώρα αυτή σκόρπιζε στις καρδιές των Αθηναίων.
Και ξέρεις ποιό θα ήταν το πιο παράξενο όλων? Ότι το άκουσμα όλων αυτών των ξενερωτικών που θα σας έλεγε ένας μαλάκας σαν εμένα χαλώντας σας τη μαγεία του αττικού δειλινού, παραδόξως και από σπόντα, θα είχατε επιτέλους αισθανθεί ένα αμυδρό, ελάχιστο αλλά αληθές κομματάκι του τρόπου με τον οποίο οι αρχαίοι Αθηναίοι προσέγγιζαν το ηλιοβασίλεμα. Θα είχατε μπει, έστω και αμυδρότατα, στη θέση τους και στην ψυχοσύνθεσή τους. Πάντα κάνουν καλό τέτοιες προσεγγίσεις.
Οπότε, σόρρυ αν σε ξενερώνω καμιά φορά, αλλά το κάνω για καλό... και δε φταίω εγώ που ενώ μερικά πράγματα παραμένουν αιωνίως ίδια, η συνείδηση των ανθρώπων αλλάζει και με το πέρασμα των αιώνων τα εκλαμβάνει διαφορετικά...
------------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η φράση "ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς στάντες κατηράσαντο πρὸς ἑσπέραν καὶ φοινικίδας ἀνέσεισαν, κατὰ τὸ νόμιμον τὸ παλαιὸν καὶ ἀρχαῖον", είναι από τον Κατά Ανδοκίδου Ασεβείας λόγο που ο Λυσίας έγραψε για λογαριασμό ενός... χμ... έως και θεοκράτη μπορώ να σου πω, της εποχής του.
Σε μερικές μεταφράσεις-αποδόσεις, το "προς εσπέραν" αποδίδεται ως "στραμμένοι προς τα δυτικά", μάλιστα μερικοί τολμηροί το συνέδεσαν με το δίπολο που έχουν μέσα στο μυαλό τους, όπου "Ανατολή = Ήλιος = Φως και Ουρανός = Ουράνιες θεότητες και τέτοια" ενώ "Δύση = Σκοτάδι = Χθόνιες θεότητες και τέτοια" και πρότειναν την εκδοχή ότι οι ιερείς ζητούσαν από κάποιες χθόνιες θεότητες να τιμωρήσουν τους ιερόσυλους. Όμως, η κύρια έννοια του "προς εσπέραν" μέσα στην ελληνική γραμματεία είναι απλώς "περίπου την ώρα που δύει ο ήλιος". Βέβαια, την ώρα που δύει ο ήλιος, το λογικό είναι οι ιερείς να είναι στραμμένοι προς τον ήλιο που δύει προς τα δυτικά.
Τέλος, να πούμε ότι ο Πλούταρχος, πιθανότατα περιγράφοντας το ίδιο σκηνικό αναφέρει την τιμητική εξαίρεση μιας ιέρειας που λεγόταν Θεανώ, η οποία μπροστά στην πιεστική απόφαση του δήμου να καταραστούν οι ιερείς τον Αλκιβιάδη και την παρέα του, εξέφρασε μια άποψη πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου: "Παιδιά σόρρυ, αλλά εγώ έγινα ιέρεια για να δίνω ευχές, όχι για να δίνω κατάρες".
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si