Έχοντας ασχοληθεί με τον λόγο του Λυσία "Προς Σίμωνα Απολογία" όπου το θέμα είναι οι (κυριολεκτικά) μέχρις εσχάτων άγριοι ερωτικοί καυγάδες ανάμεσα σε δυό αρχαίους Αθηναίους με αντικείμενο το λάγνο κορμί ενός πιτσιρικά, είναι πια καιρός να περάσουμε στην εξέταση των αρχαιελληνικών ριζών του άσματος "Αχ βρε παλιομισοφόρια".
Συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με τον λόγο του Λυσία "Περί Τραύματος Εκ Προνοίας", όπου το θέμα είναι οι (κυριολεκτικά) μέχρις εσχάτων άγριοι ερωτικοί καυγάδες ανάμεσα σε δυό αρχαίους Αθηναίους με αντικείμενο το λάγνο κορμί μιας γυναίκας.
Η πρώτη εκτέλεση του έπους,
με ερμηνευτή τον Βασίλη Αυλωνίτη
Δυστυχώς, όπως και η Προς Σίμωνα Απολογία έτσι κι αυτός ο λόγος δεν σώθηκε ολόκληρος. Ωστόσο, κανένας σοβαρός μελετητής δεν αμφιβάλλει για τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου λόγου· κι αυτό γιατί (όπως και η Προς Σίμωνα Απολογία, βεβαίως, που γράφτηκε κι αυτή πάνω στην ακμή του Χρυσού Αιώνα), ο συγκεκριμένος λόγος, που κι αυτός γράφτηκε στην καρδιά του Χρυσού Αιώνα, με το περιεχόμενό του μας διδάσκει ότι αν θέλουμε κι εμείς σήμερα να ζήσουμε το μεγαλείο ενός σύγχρονου Χρυσού Αιώνα, θα πρέπει πρωτίστως να πλησιάσουμε τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που μεγαλούργησαν τότε!
Δύο άγαμοι νέοι αγοράζουν μισή-μισή μια γυναίκα, παίζουν ξύλο, ο ένας καταγγέλλει τον άλλον ότι προσπάθησε να τον δολοφονήσει εκ προμελέτης, πάνε στο δικαστήριο, και το δικαστήριο κρίνει το ζήτημα της απόπειρας δολοφονίας. Το ζήτημα της από κοινού κατοχής μιας γυναίκας, δεν υφίσταται για το δικαστήριο. Το δικαστήριο θεωρεί φυσιολογικό δύο άγαμοι άνδρες να αποφεύγουν τα βάσανα του γάμου αρκούμενοι στην από κοινού αγορά μιας γυναίκας· ήταν κάτι συνηθισμένο.
Άλλοι δυο άγαμοι άνδρες, λογομαχούν για την καρδιά και για το σώμα ενός (ενδεχομένως ανήλικου) πιτσιρικά, πιάνονται στα χέρια, ο ένας κατηγορεί τον άλλο για απόπειρα φόνου εκ προμελέτης. Πάνε στο δικαστήριο και το δικαστήριο κρίνει το ζήτημα της απόπειρας δολοφονίας. Τα υπόλοιπα μέρη του ζητήματος αποτελούσαν καθημερινότητα (σκανδαλιστική καθημερινότητα αλλά καθημερινότητα) και το δικαστήριο δεν είχε λόγο να αναμιχθεί σε αυτά. Γούστα, σου λέει.
Έτσι φτιάχνονται οι Χρυσοί Αιώνες, αναγνώστη μου. Τέτοιες κοινωνίες είναι που βγάζουν Σωκράτηδες και Περικλήδες και Αισχύλους και Πλάτωνες και Ευριπίδηδες και Αριστοφάνηδες και Σοφοκλήδες. Αν πιστεύεις πως γίνεται αλλιώς, τι να σου πω, μπορεί και να 'χεις δίκιο. Στάθμισέ το μόνος σου, δεν ξέρω, αλλά η ιστορία λέει πως μόλις τα σταματήσεις αυτά, φεύγει ο Χρυσός Αιώνας και επέρχεται μεσαίωνας.
Το έπος ερμηνευμένο από τον Μπιθικώτση.
Σαφώς ανώτερη εκτέλεση.
Εδάφια 1-4.
Ο κατηγορούμενος αρχίζει να εξιστορεί την ιστορία μιας αντιδόσεως.
(Περί του τι ήταν η αντίδοσις, κλικ εδώ).
Προφανώς ο κατήγορος είχε οριστεί να είναι χορηγός στα Διονύσια. (Για τη λειτουργία των χορηγών στην αρχαία Αθήνα, κλικ εδώ). Εξίσου προφανώς, δήλωσε φτωχαδάκι και αντιπρότεινε ως χορηγό τον κατηγορούμενο. Σε αυτά τα πλαίσια ο κατηγορούμενος προέβη στην αντίδοση ("καὶ τὸ μὲν ζεῦγος καὶ τὰ ἀνδράποδα, καὶ ὅσα ἐξ ἀγροῦ κατὰ τὴν ἀντίδοσιν ἔλαβε" λέει ο κατηγορούμενος, κι εμείς μαθαίνουμε έτσι πως η συγκεκριμένη αντίδοσις αποτελείτο από δυό βόδια, μερικούς δούλους και ένα μέρος της σοδειάς του κατηγορουμένου).
Γαλαντόμος και κιμπάρης λοιπόν ο κατηγορούμενος.
Όμως φαίνεται πως και ο κατήγορος ήταν υπεράνω χρημάτων. Δεν ήθελε λεφτά. Το μόνο που ήθελε ήταν μια μαμζελίτσα την οποία (τις υπηρεσίες της οποίας, δηλαδή) είχε αγοράσει ο κατηγορούμενος ("τὴν μὲν ἀντίδοσιν δι᾽ ἐκείνην φανερός ἐστι ποιησάμενος, τὴν δ᾽ αἰτίαν δι᾽ ἣν ἀπέδωκεν ἃ ἔλαβεν, οὐκ ἂν ἄλλην ἔχοι εἰπεῖν", λέει χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, που τονίζει ότι η συμφωνία τους ήταν "κοινῇ ἡμᾶς χρῆσθαι" τη συγκεκριμένη μαμζελίτσα).
Η συμφωνία έκλεισε ενώπιον μαρτύρων, κατήγορος και κατηγορούμενος έγιναν φίλοι και όλα καλά.
Μάλιστα, ως απόδειξη της φιλίας τους, ο κατηγορούμενος υπενθυμίζει στο δικαστήριο όσα έγιναν στα Διονύσια:
Έφτασαν τα Διονύσια, όπου ο κατηγορούμενος ήταν χορηγός. Ο κατηγορούμενος και οι φίλοι του, λοιπόν, πρότειναν τον κατήγορο ως κριτή των Διονυσίων.
Πρόσεξε τώρα:
Κατήγορος και κατηγορούμενος ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. (Για τις φυλές στην αρχαία Αθήνα, κλικ εδώ).
Ο κατήγορος λοιπόν, που είχε αρνηθεί την τιμή να είναι χορηγός στα Διονύσια, θα είχε τώρα την τιμή να είναι κριτής στα Διονύσια. Θα καθόταν στην εξέδρα των επισήμων, ας πούμε. Στις θέσεις των κριτών. Όλη η πόλη θα τον κοιτούσε με θαυμασμό.
Λέει λοιπόν ο κατηγορούμενος: Αν δεν ήμασταν φίλοι με τον κατήγορο, θα του έκανα τέτοια τιμή να τον υποδείξω ως κριτή στα Διονύσια στα οποία εγώ ήμουν χορηγός? Τι άλλη απόδειξη θέλετε για να πειστείτε ότι ήμασταν φίλοι?
Βέβαια, λέει και το άλλο: Ότι ο φίλος του ο κατήγορος, προκειμένου να προταθεί ως κριτής, είχε αναλάβει μια υποχρέωση: Να ψηφίσει ως νικήτρια των Διονυσίων τη φυλή του κατηγορουμένου και των φίλων του. (Είπαμε, κατήγορος και κατηγορούμενος ανήκαν σε διαφορετικές φυλές). Με λίγα λόγια, πήγαν να στήσουν το αποτέλεσμα... όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο κατηγορούμενος και οι φίλοι του, λοιπόν, προκειμένου να προτείνουν ως κριτή τον κατήγορο, τον υποχρέωσαν να γράψει εκ των προτέρων το όνομα της φυλής τους στην πινακίδα που θα έριχνε στην "κάλπη", και μόνο όταν είδαν το σημαδεμένο ψηφοδέλτιο τον πρότειναν ως κριτή. (Και για να το λέει έτσι φόρα-παρτίδα ο κατηγορούμενος, αυτό σημαίνει ότι ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Είπαμε: Έτσι χτίζονται Χρυσοί Αιώνες... Κι αν θέλουμε κι εμείς να χτίσουμε Χρυσούς Αιώνες ίσως πρέπει ν' αρχίσουμε να στήνουμε τα αποτελέσματα στα Διονύσια).
Όμως στην Αθήνα δεν ήταν εύκολο να στήσεις ένα αποτέλεσμα. Κι αυτό επειδή, δυστυχώς για τους τζαναμπέτηδες, πάντοτε μεσολαβούσε μια κλήρωση. Στα Διονύσια, ας πούμε, οι κριτές ήταν 10. Από τα 10 ψηφοδέλτια, λοιπόν, που έπεφταν στην "κάλπη", με κλήρωση ακυρωνόντουσαν τα 5 και έμεναν μόνο 5 βάσει των οποίων έβγαινε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας των κριτών.
Εν προκειμένω, ο κατήγορος ναι μεν έγινε κριτής στα Διονύσια και έκατσε στις θέσεις των κριτών και ψήφισε την φυλή του κατηγορουμένου, όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος για τον κατήγορο: "ἐβουλόμην δ᾽ ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτὴν Διονυσίοις, ἵν᾽ ὑμῖν φανερὸς ἐγένετο ἐμοὶ διηλλαγμένος, κρίνας τὴν εμὴν φυλὴν νικᾶν: νῦν δὲ ἔγραψε μὲν ταῦτα εἰς τὸ γραμματεῖον, ἀπέλαχε δέ". Με λίγα λόγια, η ψήφος του κατήγορου δεν ανήκε σε αυτές που κληρώθηκαν ως έγκυρες. Τζάμπα πήγε το στήσιμο του αποτελέσματος των Διονυσίων. (Και ναι, έτσι χτίζονται Χρυσοί Αιώνες: Πρωτίστως μέσω της κλήρωσης -που προφυλάσσει από τους τζαναμπέτηδες).
(Περισσότερα για τα Διονύσια, κλικ εδώ).
Ο κατηγορούμενος αρχίζει να εξιστορεί την ιστορία μιας αντιδόσεως.
(Περί του τι ήταν η αντίδοσις, κλικ εδώ).
Προφανώς ο κατήγορος είχε οριστεί να είναι χορηγός στα Διονύσια. (Για τη λειτουργία των χορηγών στην αρχαία Αθήνα, κλικ εδώ). Εξίσου προφανώς, δήλωσε φτωχαδάκι και αντιπρότεινε ως χορηγό τον κατηγορούμενο. Σε αυτά τα πλαίσια ο κατηγορούμενος προέβη στην αντίδοση ("καὶ τὸ μὲν ζεῦγος καὶ τὰ ἀνδράποδα, καὶ ὅσα ἐξ ἀγροῦ κατὰ τὴν ἀντίδοσιν ἔλαβε" λέει ο κατηγορούμενος, κι εμείς μαθαίνουμε έτσι πως η συγκεκριμένη αντίδοσις αποτελείτο από δυό βόδια, μερικούς δούλους και ένα μέρος της σοδειάς του κατηγορουμένου).
Γαλαντόμος και κιμπάρης λοιπόν ο κατηγορούμενος.
Όμως φαίνεται πως και ο κατήγορος ήταν υπεράνω χρημάτων. Δεν ήθελε λεφτά. Το μόνο που ήθελε ήταν μια μαμζελίτσα την οποία (τις υπηρεσίες της οποίας, δηλαδή) είχε αγοράσει ο κατηγορούμενος ("τὴν μὲν ἀντίδοσιν δι᾽ ἐκείνην φανερός ἐστι ποιησάμενος, τὴν δ᾽ αἰτίαν δι᾽ ἣν ἀπέδωκεν ἃ ἔλαβεν, οὐκ ἂν ἄλλην ἔχοι εἰπεῖν", λέει χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, που τονίζει ότι η συμφωνία τους ήταν "κοινῇ ἡμᾶς χρῆσθαι" τη συγκεκριμένη μαμζελίτσα).
Η συμφωνία έκλεισε ενώπιον μαρτύρων, κατήγορος και κατηγορούμενος έγιναν φίλοι και όλα καλά.
Μάλιστα, ως απόδειξη της φιλίας τους, ο κατηγορούμενος υπενθυμίζει στο δικαστήριο όσα έγιναν στα Διονύσια:
Έφτασαν τα Διονύσια, όπου ο κατηγορούμενος ήταν χορηγός. Ο κατηγορούμενος και οι φίλοι του, λοιπόν, πρότειναν τον κατήγορο ως κριτή των Διονυσίων.
Πρόσεξε τώρα:
Κατήγορος και κατηγορούμενος ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. (Για τις φυλές στην αρχαία Αθήνα, κλικ εδώ).
Ο κατήγορος λοιπόν, που είχε αρνηθεί την τιμή να είναι χορηγός στα Διονύσια, θα είχε τώρα την τιμή να είναι κριτής στα Διονύσια. Θα καθόταν στην εξέδρα των επισήμων, ας πούμε. Στις θέσεις των κριτών. Όλη η πόλη θα τον κοιτούσε με θαυμασμό.
Λέει λοιπόν ο κατηγορούμενος: Αν δεν ήμασταν φίλοι με τον κατήγορο, θα του έκανα τέτοια τιμή να τον υποδείξω ως κριτή στα Διονύσια στα οποία εγώ ήμουν χορηγός? Τι άλλη απόδειξη θέλετε για να πειστείτε ότι ήμασταν φίλοι?
Βέβαια, λέει και το άλλο: Ότι ο φίλος του ο κατήγορος, προκειμένου να προταθεί ως κριτής, είχε αναλάβει μια υποχρέωση: Να ψηφίσει ως νικήτρια των Διονυσίων τη φυλή του κατηγορουμένου και των φίλων του. (Είπαμε, κατήγορος και κατηγορούμενος ανήκαν σε διαφορετικές φυλές). Με λίγα λόγια, πήγαν να στήσουν το αποτέλεσμα... όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο κατηγορούμενος και οι φίλοι του, λοιπόν, προκειμένου να προτείνουν ως κριτή τον κατήγορο, τον υποχρέωσαν να γράψει εκ των προτέρων το όνομα της φυλής τους στην πινακίδα που θα έριχνε στην "κάλπη", και μόνο όταν είδαν το σημαδεμένο ψηφοδέλτιο τον πρότειναν ως κριτή. (Και για να το λέει έτσι φόρα-παρτίδα ο κατηγορούμενος, αυτό σημαίνει ότι ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Είπαμε: Έτσι χτίζονται Χρυσοί Αιώνες... Κι αν θέλουμε κι εμείς να χτίσουμε Χρυσούς Αιώνες ίσως πρέπει ν' αρχίσουμε να στήνουμε τα αποτελέσματα στα Διονύσια).
Όμως στην Αθήνα δεν ήταν εύκολο να στήσεις ένα αποτέλεσμα. Κι αυτό επειδή, δυστυχώς για τους τζαναμπέτηδες, πάντοτε μεσολαβούσε μια κλήρωση. Στα Διονύσια, ας πούμε, οι κριτές ήταν 10. Από τα 10 ψηφοδέλτια, λοιπόν, που έπεφταν στην "κάλπη", με κλήρωση ακυρωνόντουσαν τα 5 και έμεναν μόνο 5 βάσει των οποίων έβγαινε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας των κριτών.
Εν προκειμένω, ο κατήγορος ναι μεν έγινε κριτής στα Διονύσια και έκατσε στις θέσεις των κριτών και ψήφισε την φυλή του κατηγορουμένου, όμως, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος για τον κατήγορο: "ἐβουλόμην δ᾽ ἂν μὴ ἀπολαχεῖν αὐτὸν κριτὴν Διονυσίοις, ἵν᾽ ὑμῖν φανερὸς ἐγένετο ἐμοὶ διηλλαγμένος, κρίνας τὴν εμὴν φυλὴν νικᾶν: νῦν δὲ ἔγραψε μὲν ταῦτα εἰς τὸ γραμματεῖον, ἀπέλαχε δέ". Με λίγα λόγια, η ψήφος του κατήγορου δεν ανήκε σε αυτές που κληρώθηκαν ως έγκυρες. Τζάμπα πήγε το στήσιμο του αποτελέσματος των Διονυσίων. (Και ναι, έτσι χτίζονται Χρυσοί Αιώνες: Πρωτίστως μέσω της κλήρωσης -που προφυλάσσει από τους τζαναμπέτηδες).
(Περισσότερα για τα Διονύσια, κλικ εδώ).
Μια φάλτσα εκδοχή του έπους
από το Σαββόπουλο
Εδάφια 5-7
Εδώ ο κατηγορούμενος μπαίνει στην ουσία της κατηγορίας. Λέει κάτι απλό: Αν είχα πάει στο σπίτι του κατηγόρου για να τον σκοτώσω, δεν θα είχα πάρει μαζί μου κανένα σουγιά ή κάποιο άλλο φονικό όπλο? Ενώ τώρα τι με κατηγορεί? Ότι πήγα να τον σκοτώσω με μπουνιές? Κι ότι κάποια στιγμή βρήκα στην αυλή του ένα κεραμίδι και τον χτύπησα στο κεφάλι? Ε, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά! Τουλάχιστον δεν είναι σοβαρά όσον αφορά την κατηγορία πως ενήργησα "εκ προνοίας". Εκ προμελέτης. Τι προμελέτησα δηλαδή? Προμελέτησα να υπάρχει ένα κεραμίδι στην αυλή του για να το πάρω να τον χτυπήσω? Ας σοβαρευτούμε!Και συνεχίζει: "Νῦν δὲ ὁμολογούμεθα πρὸς παῖδας καὶ αὐλητρίδας καὶ μετ᾽ οἴνου ἐλθόντες", λέει. Όπου το "νυν δε ομολογούμεθα" υπονοεί ότι προ ολίγου κάποιοι μάρτυρες κατέθεσαν πως ο κατηγορούμενος με μερικούς φίλους του, τύφλα στο μεθύσι, παρέα με κάτι σουρλουλούδες αυλητρίδες, πήγαν νυχτιάτικα στο σπίτι του κατήγορου όχι βέβαια για να τον σκοτώσουν αλλά -ενδεχομένως- για να γλεντήσουν όλοι μαζί, ο κατήγορος, ο κατηγορούμενος, οι φίλοι, οι αυλητρίδες και -προφανώς- και η επίμαχη γυναίκα για την οποία έγιναν όλα. Δεν θέλω να επεκταθώ, είναι προφανές το υπονοούμενο είδος της διασκέδασης.
Εδάφια 8-9
Εδώ ο κατηγορούμενος ανεβάζει στροφές. Εκεί που ως τώρα περιέγραφε τον κατήγορο ως φίλο του, ξαφνικά τον ονομάζει "ὑπὸ τῆς ἀνθρώπου παρωξυμμένο, ὀξύχειρα λίαν καὶ πάροινο": Τρελαμένο από τη μαμζελίτσα, τσαμπουκά και μπεκρή, δηλαδή.
Αλλά τον λέει και καραγκιόζη που "οὐκ αἰσχύνεται τραύματ᾽ ὀνομάζων τὰ ὑπώπια καὶ ἐν κλίνῃ περιφερόμενος καὶ δεινῶς προσποιούμενος": κάτι μώλωπες από τις μπουνιές που έφαγε τους ονομάζει τραύματα και γυρνάει με το φορείο παριστάνοντας τον ετοιμοθάνατο, προκειμένου να πείσει τον κόσμο ότι ο κατηγορούμενος πήγε να τον σκοτώσει. Κι όλα αυτά "ἕνεκα πόρνης ἀνθρώπου, ἣν ἔξεστιν αὐτῷ ἀναμφισβητήτως ἔχειν ἐμοὶ ἀποδόντι τἀργύριον". Εξαιτίας εκείνης της πουτάνας, που αν τη θέλει είναι όλη δική του, αρκεί να μου δώσει τα μισά από τα λεφτά που είχα δώσει για να αγοράσω τις υπηρεσίες της. Η οποία, μας δουλεύει κιόλας: "ἡ δὲ τοτὲ μὲν ἐμὲ περὶ πολλοῦ τοτὲ δὲ τοῦτόν φησι ποιεῖσθαι, βουλομένη ὑπ᾽ ἀμφοτέρων ἐρᾶσθαι", λέει χαρακτηριστικά, εμπνέοντας τον λαϊκό βάρδο να φτιάξει το γνωστό άσμα "Μια γυναίκα δύο άντρες, κομπολόι δίχως χάντρες".
Εδάφια 10-17
Εδώ ο κατηγορούμενος περνάει σε μια άλλη πτυχή του ζητήματος.
Όπως έχουμε ήδη γράψει στην "Προς Σίμωνα Απολογία", στην Αθήνα μόνο οι δούλοι επιτρεπόταν να υποστούν βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ανάκρισης σχετικής με ιδιωτικές υποθέσεις. Μόνο οι δούλοι. Όχι οι ελεύθεροι.
Φαίνεται λοιπόν πως ο κατήγορος, πιθανότατα επειδή ήταν σφόδρα ερωτευμένος με τη μαμζελίτσα, δήλωσε πως η περίοδος της δουλείας της τελείωσε και ήταν πλέον ελεύθερη και όχι δούλη. Λέει σχετικά ο κατηγορούμενος αναφερόμενος στον κατήγορο: "οὗτος οὐκ ἠθέλησεν ἐκ τῆς ἀνθρώπου ποιήσασθαι τὸν ἔλεγχον, καὶ μὴ τοσοῦτον ἰσχῦσαι τοὺς τούτου λόγους, ὅτι φησὶν αὐτὴν ἐλευθέραν εἶναι".
Ουσιαστικά λέει στους δικαστές "εγώ ένα πράγμα ξέρω: Τη μαμζελίτσα την πλήρωσα για να μου κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά. Κι εφ' όσον όποιος πληρώνεται για να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά είναι δούλος, άρα κι αυτή είναι δούλη. Και ως δούλη θα έπρεπε να βασανιστεί για να πει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, την έχουμε μισή-μισή εγώ και ο κατήγορος. Κι αν αυτός της έδωσε την ελευθερία της, εγώ δεν της έδωσα καμιά ελευθερία και θέλω να τη βασανίσω για να πει την αλήθεια".
Είναι εμφανές ότι ο κατηγορούμενος την μισεί. Προφανώς τη μισεί επειδή εκείνη τον έφτυσε κατάμουτρα και προτίμησε τον κατήγορο. Με συνέπεια τον καυγά, εξ αιτίας του οποίου καυγά βρίσκεται τώρα κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Ω, ναι, πόσο την μισεί... Ζει για να την βασανίσει.
Εδάφια 18-20
Επίλογος. Ο κατηγορούμενος ξέρει πως όσα είπε δεν είναι και πολύ πειστικά. Λέει χαρακτηριστικά: "μὴ ζητεῖτε τούτων ἔτι μείζους πίστεις: οὐ γὰρ ἂν ἔχοιμι εἰπεῖν ἀλλ᾽ ἢ ταύτας". Μη μου ζητάτε περισσότερες αποδείξεις. Δεν έχω. Αν είχα, θα τις έφερνα, βέβαια.
Ξέρει όμως ότι αν χάσει τη δίκη, θα χάσει την περιουσία του και θα εξοριστεί. Αν οι δικαστές τον καταδικάσουν, την έβαψε. Πρέπει να κλείσει την αγόρευσή του όσο πιο εντυπωσιακά γίνεται.
Μη έχοντας κάτι καλύτερο για να κλείσει τον λόγο, ο λογογράφος Λυσίας καταφεύγει στο έσχατο καταφύγιο: "πρὸς οὖν παίδων καὶ γυναικῶν καὶ θεῶν τῶν τόδε τὸ χωρίον ἐχόντων ἱκετεύω ὑμᾶς καὶ ἀντιβολῶ, ἐλεήσατέ με". Ο άνθρωπος πρέπει να εμφανιστεί ως εμφανέστατα θεοσεβής, ως κάποιος που πιστεύει στις αξίες της οικογένειας.
Με αυτή την επίδειξη θεοσέβειας, τελειώνει ο λόγος.
Αφήνοντάς μας με την απορία: Ποιά να ήταν άραγε η απόφαση του δικαστηρίου?
Ο Κ.Θ. Αραπόπουλος που είναι πιο αρμόδιος από εμένα, συμπεραίνει πως
"Ο λόγος είναι διδακτικότατος διά την ηθικήν κατάστασιν των Αθηνών κατά την εποχήν εκείνην, διότι δύο άνδρες διατηρούν κοινήν γυναίκα. Είναι δε και οι δύο διάδικοι άγαμοι και διά τοιούτων μέσων ήθελον να αποφεύγουν τους οικογενειακούς κόπους. (...) Επειδή πρόκειται περί δίκης ένεκα εταίρας και ο οίνος συνέβαλεν όχι ολίγον εις τα τραύματα και η αιτία ήτο δυσανάλογος προς την ποινήν, δύναταί τις να συμπεράνη, ότι και προς τούτον ο Άρειος Πάγος συμπεριεφέρθη μετ' επιεικίας".
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si