Στον Λόγο του Λυσία "Προς Σίμωνα Απολογία", η υπόθεση είναι η εξής:
Ο Σίμων είχε ως ερωμένο ένα νεαρό (πιθανότατα πολύ νεαρό) αγόρι. Τον Θεόδοτο. Ο Θεόδοτος ήταν από τις Πλαταιές της Βοιωτίας. Με βάση το εδάφιο 33 του λόγου, μερικοί μελετητές πιθανολογούν ότι ο Θεόδοτος ήταν δούλος (στην Αθήνα μόνο οι δούλοι επιτρεπόταν να υποστούν βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ανάκρισης σχετικής με ιδιωτικές υποθέσεις. Άλλοι όμως μελετητές αντιτείνουν ότι η έννοια του βασανισμού είναι σχετική, επομένως ίσως ο Θεόδοτος δεν ήταν δούλος. Το πράγμα είναι ασαφές). Όπως και να 'χει, ο Αθηναίος Σίμων είχε ως ερωμένο τον νεαρό Θεόδοτο από τις Πλαταιές.
Κάποια στιγμή, το "μειράκιον", δηλαδή ο νεαρός Θεόδοτος παράτησε τον Σίμωνα και επέλεξε ως νέο του ερωμένο έναν άλλο Αθηναίο, πιο εύπορο από τον Σίμωνα. (Το όνομα του άλλου Αθηναίου μας είναι άγνωστο, παρ' όλο που αυτός ο άλλος Αθηναίος είναι το πρόσωπο γι το οποίο γράφτηκε ο λόγος και το οποίο εκφωνεί τον λόγο στο δικαστήριο).
Ο Σίμων, λυσσάει που βλέπει τον Θεόδοτο στα χέρια (και όχι μόνο στα χέρια) του άλλου Αθηναίου. Μαζί με κάτι φίλους του πάνε και μεθάνε και όλοι μαζί επιτίθενται στον άλλο Αθηναίο προσπαθώντας ν' αρπάξουν διά της βίας τον νεαρό Θεόδοτο. Γίνεται συμπλοκή και ο Σίμων τραυματίζεται μάλλον σοβαρά. Ο άλλος Αθηναίος θα είχε κάθε λόγο να κάνει μήνυση στον Σίμωνα: υπήρχαν μάρτυρες στο επεισόδιο (το οποίο λογικά -βάσει των εδαφίων 11-13 του λόγου, πρέπει να έγινε κάπου κοντά στη σημερινή οδό Πειραιώς προς το Γκάζι) οι οποίοι θα μπορούσαν να περιγράψουν ότι ο μεθυσμένος Σίμων και η μεθυσμένη παρέα του ήταν οι επιτιθέμενοι, ενώ ο Θεόδοτος και ο άλλος Αθηναίος ήταν οι αμυνόμενοι. Όμως ο "άλλος Αθηναίος" ήταν, όπως είπαμε, αρκετά εύπορος, μέλος της καλής κοινωνίας των Αθηνών και φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο (βλέπε εδάφιο 3 του λόγου) που θα υφίστατο εάν δημοσιοποιούντο οι λεπτομέρειες σχετικά με τη μάχη που έδωσε για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου.
Πέρασαν 4 χρόνια και ο "άλλος Αθηναίος" έμπλεξε σε κάτι δίκες για οικονομικά ζητήματα, δίκες τις οποίες πιθανότατα έχασε. Και όπως πάντα, όταν κάποιος χάνει σε οικονομικές δίκες, αφ' ενός υποβιβάζεται στα μάτια της κοινωνίας και αφ' ετέρου, βέβαια. αποδυναμώνεται οικονομικά.
Ο Σίμων λοιπόν, βλέποντας σε δυσχερή θέση τον ερωτικό του αντίπαλο, αποφάσισε να τον αποτελειώσει: Με αφορμή τον σοβαρό τραυματισμό του κατά τον προ τετραετίας τσαμπουκά για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, καταγγέλλει τον "άλλο Αθηναίο" ότι ήταν αυτός που επιτεθηκε στον Σίμωνα και μάλιστα επιτέθηκε με σκοπό να τον σκοτώσει για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και κατά ττη διάρκεια αυτής της επίθεσης ο "άλλος Αθηναίος" τραυμάτισε "εκ προνοίας", δηλαδή εκ προμελέτης, τον Σίμωνα. Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης που θα λέγαμε σήμερα. Σε τέτοιες δίκες στην Αθήνα, αν καταδικαζόσουν σε εξόριζαν απ' την Αθήνα και σου δήμευαν την περιουσία (τη μισή την έπαιρνε το δημόσιο και την άλλη μισή την έπαιρνε το παρ' ολίγον θύμα σου).
Ο κατηγορούμενος "άλλος Αθηναίος", λοιπόν, ανέθεσε στον Λυσία να γράψει έναν λόγο με επιχειρήματα τέτοια που θα έπειθαν το δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης αλλά επρόκειτο για άμυνα απέναντι στην επίθεση μιας ομάδας σουρωμένων φίλων ενός ερωτικά πληγωμένου ανθρώπου.
Ο λόγος ξεκινά με τον "άλλο Αθηναίο" να δηλώνει ότι είναι ψεύτικη η καταγγελία του Σίμωνα (εδ. 1), και να δηλώνει επίσης ότι απέφυγε να κάνει μήνυση επειδή το αρμόδιο δικαστήριο θα ήταν η Ηλιαία (που είχε αρμοδιότητα για να δικάζει τσακωμούς στο δρόμο) και δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στην κρίση της Ηλιαίας. Όμως τώρα που βρίσκεται να δικάζεται από τον Άρειο Πάγο νιώθει βέβαιος για την ορθή κρίση του δικαστηρίου. Καλοπιάνει το δικαστήριο, δηλαδή. (Αυτό είναι, ουσιαστικά, το νόημα του εδαφίου 2).
Στα εδάφια 3 και 4 δηλώνει ότι ντρέπεται για τον γεροντοέρωτά του ("παρὰ τὴν ἡλικίαν τὴν ἐμαυτοῦ" λέει χαρακτηριστικά) και το πάθος του προς τον νεαρό Θεόδοτο, όμως καλεί το δικαστήριο να αναλογιστεί λίγο-πολύ όλοι επιθυμούν νεαρούς Θεόδοτους... ολοι έχουν τα πάθη τους... όμως το βασικό είναι κάποιος, παρ' όλο το πάθος του να μη δώσει δικαιώματα να τον κράξει η πόλη ("ἐπιθυμῆσαι μὲν ἅπασιν ἀνθρώποις ἔνεστιν, οὗτος δὲ βέλτιστος ἂν εἴη καὶ σωφρονέστατος, ὅστις κοσμιώτατα τὰς συμφορὰς φέρειν δύναται", λέει χαρακτηριστικά).
Στα εδάφια 6-9 περιγράφει μια παλιότερη σκηνή, όπου κάποιο βράδυ ο -πάλι μεθυσμένος- Σίμων με μερικούς φίλους του, έκανε ντου στο σπίτι του "άλλου Αθηναίου" σπάζοντας την πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας μέσα όπου βρήκε μόνο την αδερφή κι τις ανηψιές του "άλλου Αθηναίου" να κοιμούνται (μέγα σκάνδαλο το να δεις γυναίκα με το νυχτικό της εκείνη την εποχή, άρα πολύ επιβαρυντικό για την κρίση των δικαστών) και στη συνέχεια ο Σίμων αφού έμαθε σε ποιό μαγαζί ξενυχτούσαν ο "άλλος Αθηναίος" και ο Θεόδοτος, πήγε εκεί και είπε στον άλλο Αθηναίο "έβγα έξω ρε αν είσαι μάγκας", ο "άλλος Αθηναίος" βγήκε, έπαιξαν ξύλο για τα όμορφα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, στον καυγά πάντοτε ηττάται ο περισσότερο μεθυσμένος και εν προκειμένω περισσότερο μεθυσμένος ήταν ο Σίμων, ο οποίος αναγκάστηκε να παει πιο πέρα και να αρχίσει να πετάει πέτρες προς τον άλλο Αθηναίο, ωστόσο είναι κανόνας πως ο μεθυσμένος δεν σημαδεύει σωστά, εν προκειμένω ο Σίμων πετώντας μια πέτρα έσπασε το κεφάλι ενός φίλου του, του Αριστόκριτου. Ο νυν κατηγορούμενος λεει στο δικαστήριο πως και γι' αυτή την υπόθεση θα μπορούσε να έχει μηνύσει τον Σίμωνα, όμως και τότε, επίσης, φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο ("ἠνειχόμην, καὶ μᾶλλον ᾑρούμην μὴ λαβεῖν τούτων τῶν ἁμαρτημάτων δίκην ἢ δόξαι τοῖς πολίταις ἀνόητος εἶναι... ἐμοῦ δὲ πολλοὶ καταγελάσονται τοιαῦτα πάσχοντος τῶν φθονεῖν εἰθισμένων, ἐάν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστὸς εἶναι" λέει χαρακτηριστικά).
Στα εδάφια 10-14 περιγράφει τον τσακωμό για τον οποίο βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος:
Ο "άλλος Αθηναίος" είχε έναν φίλο που λεγόταν Λυσίμαχος. Με την ελπίδα πως ο πανδαμάτωρ χρόνος θα γιατρέψει τις ερωτικές πληγές του Σίμωνα, ο "άλλος Αθηναίος" μαζι με τον νεαρό Θεόδοτο φεύγουν απ' την Αθήνα με πλοίο και πάνε διακοπές (ίσως στις Κυκλάδες) να περάσουν όμορφα. Επιστρέφοντας, ο μεν Θεόδοτος φιλοξενείται στο σπίτι του προαναφερθέντος φίλου Λυσίμαχου, ενώ ο "άλλος Αθηναίος" για καλό και για κακό δεν έρχεται στην πόλη αλλά μένει στον Πειραιά και στην πόλη έρχεται κρυφά, μόνο στο σπίτι του Λυσίμαχου για να συναντά τον νεαρό Θεόδοτο.
Όμως ο Σίμων γνωρίζει πως ο Λυσίμαχος είναι φίλος του "άλλου Αθηναίου", υποψιάζεται πως αργά η γρήγορα τα δυο πιτσουνάκια θα πάνε στο σπίτι του Λυσίμαχου, και κάνει το εξής: Νοικιάζει σπίτι με θέα στη γειτονιά του Λυσίμαχου και εγκαθίσταται εκεί με κάτι φίλους του, όπου απ' την ταράτσα παρακολουθούν το σπίτι του Λυσίμαχου.
Κάποια στιγμή ο "άλλος Αθηναίος" εμφανίζεται, μπαίνει στο σπίτι του Λυσίμαχου, κάνουν ό,τι κάνουν και σε λίγο βγαίνει με τον νεαρό Θεόδοτο να πάνε μια βόλτα. Με το που τους βλέπουν και όντες δυο έναντι πολλών και σουρωμένων, το βάζουν στα πόδια, ο μεν "άλλος Αθηναίος" φορώντας το ιμάτιό του, ο δε Θεόδοτος χωρίς ιμάτιο (εδω που τα λέμε το ιμάτιο δυσκολεύει το τρέξιμο).
Και φέρνει μάρτυρες ο "άλλος Αθηναίος" που πιστοποιούν ότι τα πράγματα έγιναν έτσι.
Στα εδάφια 15-20 ο κατηγορούμενος συνεχίζει λέγοντας πως ο νεαρός Θεόδοτος (δίχως ιμάτιο) κατέφυγε σε ένα "γναφείο" (κάτι σαν βυρσοδεψείο, δηλαδή) μπας και βρει κανένα ρούχο να φορέσει, ενδεχομένως, όμως οι διώκτες του μπούκαραν στο γναφείο και τράβηξαν έξω τον Θεόδοτο, μαζεύτηκε κόσμος, άρχισε να πέφτει ξύλο, ξαφνικά εμφανίζεται ο "άλλος Αθηναίος", γενικεύεται ο καυγάς, ο Θεόδοτος ως πιο νέος και αδύναμος παει πιο κει κι αρχίζει να πετάει πέτρες, το αίμα τρέχει, "ἐν τούτῳ τῷ θορύβῳ συντριβόμεθα τὰς κεφαλὰς ἅπαντες" λεει χαρακτηριστικά ο "άλλος Αθηναίος", κι από τότε έχουν περάσει 4 χρονια, καταλήγει, οι σουρωμένοι φίλοι του Σίμωνα μου ζήτησαν συγγνώμη αλλά ο Σίμων μου την είχε φυλαγμένη.
Και φέρνει νέους μάρτυρες να πιστοποιήσουν ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι ακριβώς.
Στα εδάφια 21-46 αντικρούει μεθοδικά τα επιχειρήματα του Σίμωνα. Π.χ, καταρρίπτει το επιχείρημα πως ο Σίμων εξαγόρασε με 300 δραχμές τις υπηρεσίες του Θεόδοτου ("εδω δεν έχει να φάει ο Σίμων, σιγά μην έδωσε 300 δραχμές στον Θεόδοτο", λέει χαρακτηριστικά: "τὴν γὰρ οὐσίαν τὴν ἑαυτοῦ ἅπασαν πεντήκοντα καὶ διακοσίων δραχμῶν ἐτιμήσατο. καίτοι θαυμαστὸν εἰ τὸν ἑταιρήσοντα πλειόνων ἐμισθώσατο ὧν αὐτὸς τυγχάνει κεκτημένος").Και γενικά χρησιμοποιεί λογικα επιχειρήματα προκειμένου να αναδείξει και αποδείξει τον παλιο-χαρακτήρα του Σίμωνα.
Μάλιστα, στο εδ. 45 φτάνει να αναφέρει ότι ο Σίμων όταν είχε παει φαντάρος το 394 π.Χ. ήταν τόσο απείθαρχος ώστε ο στρατός τον έδιωξε δίνοντάς του το Ι5 της εποχής.
Κλείνοντας, στα εδ. 46 έως 48 ζητάει την επιείκεια του δικαστηρίου, υπενθυμίζοντας ότι, στο κάτω-κάτω, σε αντίθεση με τον Σίμωνα, ο ίδιος υπήρξε καλός φαντάρος άρα προσέφερε περισσότερα στην πατρίδα (συν τους περισσότερους φόρους που πλήρωσε ως πλουσιότερος που ηταν απ' τον Σίμωνα) και κλείνει ξανα-δηλωνοντας ότι ντρέπεται που αναγκάστηκε να πάει στο δικαστήριο για τέτοιες υποθέσεις ("ἠναγκάσθην ἐκ τοιούτων πραγμάτων εἰς τοιούτους ἀγῶνας καταστῆναι" είναι η τελευταία του φράση).
Ο Κ.Θ. Αραπόπουλος αναλύοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία συμπεραίνει: "Αν τώρα αποβλέψωμεν εις τα επιχειρήματα του λόγου και τον χρόνον που επέρασε και την δικαίαν και αμερόληπτον κρίσιν των Αεροπαγιτών, δεν θα έχωμεν αμφιβολίαν ότι ο κατηγορούμενος ηθωώθη..."
Πιο πριν, βέβαια, ο Κ.Θ.Αραπόπουλος έχει συμπεράνει πως ο εν λόγω λόγος του Λυσία "...μας διδάσκει και περί της τότε ηθικής καταστάσεως εν Αθήναις. Γνωρίζομεν ότι εις τας Αθήνας έκαστος νέος εξέλεγε κάποιον σπουδαίον άνδρα, προς τον οποίον ήθελε εξομοιωθή, και η σχέσις του ανδρός προς τον νέον δεν ήτο αξιόμεμπτος. Αλλ' ο νέος περι του οποίου πρόκειται ητο ξένος, Πλαταιεύς, και αι προς αυτόν ερωτικαί σχέσεις ουδεμώς διέφερον των προς εταίρας, διότι ουδένα υψηλόν σκοπόν επεδίωκον, αλλ' απέβλεπον μόνον εις αισχράν σαρκικήν ηδονήν".
Εγώ, καλέ μου αναγνώστη, δεν έχω άποψη. Απλώς, διαβάζοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία, μου ήρθε στο νου ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει μια από τις εμβληματικότερες μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Κώστας Ψυχογιός.
Ο Σίμων είχε ως ερωμένο ένα νεαρό (πιθανότατα πολύ νεαρό) αγόρι. Τον Θεόδοτο. Ο Θεόδοτος ήταν από τις Πλαταιές της Βοιωτίας. Με βάση το εδάφιο 33 του λόγου, μερικοί μελετητές πιθανολογούν ότι ο Θεόδοτος ήταν δούλος (στην Αθήνα μόνο οι δούλοι επιτρεπόταν να υποστούν βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ανάκρισης σχετικής με ιδιωτικές υποθέσεις. Άλλοι όμως μελετητές αντιτείνουν ότι η έννοια του βασανισμού είναι σχετική, επομένως ίσως ο Θεόδοτος δεν ήταν δούλος. Το πράγμα είναι ασαφές). Όπως και να 'χει, ο Αθηναίος Σίμων είχε ως ερωμένο τον νεαρό Θεόδοτο από τις Πλαταιές.
Κάποια στιγμή, το "μειράκιον", δηλαδή ο νεαρός Θεόδοτος παράτησε τον Σίμωνα και επέλεξε ως νέο του ερωμένο έναν άλλο Αθηναίο, πιο εύπορο από τον Σίμωνα. (Το όνομα του άλλου Αθηναίου μας είναι άγνωστο, παρ' όλο που αυτός ο άλλος Αθηναίος είναι το πρόσωπο γι το οποίο γράφτηκε ο λόγος και το οποίο εκφωνεί τον λόγο στο δικαστήριο).
Ο Σίμων, λυσσάει που βλέπει τον Θεόδοτο στα χέρια (και όχι μόνο στα χέρια) του άλλου Αθηναίου. Μαζί με κάτι φίλους του πάνε και μεθάνε και όλοι μαζί επιτίθενται στον άλλο Αθηναίο προσπαθώντας ν' αρπάξουν διά της βίας τον νεαρό Θεόδοτο. Γίνεται συμπλοκή και ο Σίμων τραυματίζεται μάλλον σοβαρά. Ο άλλος Αθηναίος θα είχε κάθε λόγο να κάνει μήνυση στον Σίμωνα: υπήρχαν μάρτυρες στο επεισόδιο (το οποίο λογικά -βάσει των εδαφίων 11-13 του λόγου, πρέπει να έγινε κάπου κοντά στη σημερινή οδό Πειραιώς προς το Γκάζι) οι οποίοι θα μπορούσαν να περιγράψουν ότι ο μεθυσμένος Σίμων και η μεθυσμένη παρέα του ήταν οι επιτιθέμενοι, ενώ ο Θεόδοτος και ο άλλος Αθηναίος ήταν οι αμυνόμενοι. Όμως ο "άλλος Αθηναίος" ήταν, όπως είπαμε, αρκετά εύπορος, μέλος της καλής κοινωνίας των Αθηνών και φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο (βλέπε εδάφιο 3 του λόγου) που θα υφίστατο εάν δημοσιοποιούντο οι λεπτομέρειες σχετικά με τη μάχη που έδωσε για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου.
Πέρασαν 4 χρόνια και ο "άλλος Αθηναίος" έμπλεξε σε κάτι δίκες για οικονομικά ζητήματα, δίκες τις οποίες πιθανότατα έχασε. Και όπως πάντα, όταν κάποιος χάνει σε οικονομικές δίκες, αφ' ενός υποβιβάζεται στα μάτια της κοινωνίας και αφ' ετέρου, βέβαια. αποδυναμώνεται οικονομικά.
Ο Σίμων λοιπόν, βλέποντας σε δυσχερή θέση τον ερωτικό του αντίπαλο, αποφάσισε να τον αποτελειώσει: Με αφορμή τον σοβαρό τραυματισμό του κατά τον προ τετραετίας τσαμπουκά για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, καταγγέλλει τον "άλλο Αθηναίο" ότι ήταν αυτός που επιτεθηκε στον Σίμωνα και μάλιστα επιτέθηκε με σκοπό να τον σκοτώσει για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και κατά ττη διάρκεια αυτής της επίθεσης ο "άλλος Αθηναίος" τραυμάτισε "εκ προνοίας", δηλαδή εκ προμελέτης, τον Σίμωνα. Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης που θα λέγαμε σήμερα. Σε τέτοιες δίκες στην Αθήνα, αν καταδικαζόσουν σε εξόριζαν απ' την Αθήνα και σου δήμευαν την περιουσία (τη μισή την έπαιρνε το δημόσιο και την άλλη μισή την έπαιρνε το παρ' ολίγον θύμα σου).
Ο κατηγορούμενος "άλλος Αθηναίος", λοιπόν, ανέθεσε στον Λυσία να γράψει έναν λόγο με επιχειρήματα τέτοια που θα έπειθαν το δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης αλλά επρόκειτο για άμυνα απέναντι στην επίθεση μιας ομάδας σουρωμένων φίλων ενός ερωτικά πληγωμένου ανθρώπου.
Ο λόγος ξεκινά με τον "άλλο Αθηναίο" να δηλώνει ότι είναι ψεύτικη η καταγγελία του Σίμωνα (εδ. 1), και να δηλώνει επίσης ότι απέφυγε να κάνει μήνυση επειδή το αρμόδιο δικαστήριο θα ήταν η Ηλιαία (που είχε αρμοδιότητα για να δικάζει τσακωμούς στο δρόμο) και δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στην κρίση της Ηλιαίας. Όμως τώρα που βρίσκεται να δικάζεται από τον Άρειο Πάγο νιώθει βέβαιος για την ορθή κρίση του δικαστηρίου. Καλοπιάνει το δικαστήριο, δηλαδή. (Αυτό είναι, ουσιαστικά, το νόημα του εδαφίου 2).
Στα εδάφια 3 και 4 δηλώνει ότι ντρέπεται για τον γεροντοέρωτά του ("παρὰ τὴν ἡλικίαν τὴν ἐμαυτοῦ" λέει χαρακτηριστικά) και το πάθος του προς τον νεαρό Θεόδοτο, όμως καλεί το δικαστήριο να αναλογιστεί λίγο-πολύ όλοι επιθυμούν νεαρούς Θεόδοτους... ολοι έχουν τα πάθη τους... όμως το βασικό είναι κάποιος, παρ' όλο το πάθος του να μη δώσει δικαιώματα να τον κράξει η πόλη ("ἐπιθυμῆσαι μὲν ἅπασιν ἀνθρώποις ἔνεστιν, οὗτος δὲ βέλτιστος ἂν εἴη καὶ σωφρονέστατος, ὅστις κοσμιώτατα τὰς συμφορὰς φέρειν δύναται", λέει χαρακτηριστικά).
Στα εδάφια 6-9 περιγράφει μια παλιότερη σκηνή, όπου κάποιο βράδυ ο -πάλι μεθυσμένος- Σίμων με μερικούς φίλους του, έκανε ντου στο σπίτι του "άλλου Αθηναίου" σπάζοντας την πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας μέσα όπου βρήκε μόνο την αδερφή κι τις ανηψιές του "άλλου Αθηναίου" να κοιμούνται (μέγα σκάνδαλο το να δεις γυναίκα με το νυχτικό της εκείνη την εποχή, άρα πολύ επιβαρυντικό για την κρίση των δικαστών) και στη συνέχεια ο Σίμων αφού έμαθε σε ποιό μαγαζί ξενυχτούσαν ο "άλλος Αθηναίος" και ο Θεόδοτος, πήγε εκεί και είπε στον άλλο Αθηναίο "έβγα έξω ρε αν είσαι μάγκας", ο "άλλος Αθηναίος" βγήκε, έπαιξαν ξύλο για τα όμορφα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, στον καυγά πάντοτε ηττάται ο περισσότερο μεθυσμένος και εν προκειμένω περισσότερο μεθυσμένος ήταν ο Σίμων, ο οποίος αναγκάστηκε να παει πιο πέρα και να αρχίσει να πετάει πέτρες προς τον άλλο Αθηναίο, ωστόσο είναι κανόνας πως ο μεθυσμένος δεν σημαδεύει σωστά, εν προκειμένω ο Σίμων πετώντας μια πέτρα έσπασε το κεφάλι ενός φίλου του, του Αριστόκριτου. Ο νυν κατηγορούμενος λεει στο δικαστήριο πως και γι' αυτή την υπόθεση θα μπορούσε να έχει μηνύσει τον Σίμωνα, όμως και τότε, επίσης, φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο ("ἠνειχόμην, καὶ μᾶλλον ᾑρούμην μὴ λαβεῖν τούτων τῶν ἁμαρτημάτων δίκην ἢ δόξαι τοῖς πολίταις ἀνόητος εἶναι... ἐμοῦ δὲ πολλοὶ καταγελάσονται τοιαῦτα πάσχοντος τῶν φθονεῖν εἰθισμένων, ἐάν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστὸς εἶναι" λέει χαρακτηριστικά).
Στα εδάφια 10-14 περιγράφει τον τσακωμό για τον οποίο βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος:
Ο "άλλος Αθηναίος" είχε έναν φίλο που λεγόταν Λυσίμαχος. Με την ελπίδα πως ο πανδαμάτωρ χρόνος θα γιατρέψει τις ερωτικές πληγές του Σίμωνα, ο "άλλος Αθηναίος" μαζι με τον νεαρό Θεόδοτο φεύγουν απ' την Αθήνα με πλοίο και πάνε διακοπές (ίσως στις Κυκλάδες) να περάσουν όμορφα. Επιστρέφοντας, ο μεν Θεόδοτος φιλοξενείται στο σπίτι του προαναφερθέντος φίλου Λυσίμαχου, ενώ ο "άλλος Αθηναίος" για καλό και για κακό δεν έρχεται στην πόλη αλλά μένει στον Πειραιά και στην πόλη έρχεται κρυφά, μόνο στο σπίτι του Λυσίμαχου για να συναντά τον νεαρό Θεόδοτο.
Όμως ο Σίμων γνωρίζει πως ο Λυσίμαχος είναι φίλος του "άλλου Αθηναίου", υποψιάζεται πως αργά η γρήγορα τα δυο πιτσουνάκια θα πάνε στο σπίτι του Λυσίμαχου, και κάνει το εξής: Νοικιάζει σπίτι με θέα στη γειτονιά του Λυσίμαχου και εγκαθίσταται εκεί με κάτι φίλους του, όπου απ' την ταράτσα παρακολουθούν το σπίτι του Λυσίμαχου.
Κάποια στιγμή ο "άλλος Αθηναίος" εμφανίζεται, μπαίνει στο σπίτι του Λυσίμαχου, κάνουν ό,τι κάνουν και σε λίγο βγαίνει με τον νεαρό Θεόδοτο να πάνε μια βόλτα. Με το που τους βλέπουν και όντες δυο έναντι πολλών και σουρωμένων, το βάζουν στα πόδια, ο μεν "άλλος Αθηναίος" φορώντας το ιμάτιό του, ο δε Θεόδοτος χωρίς ιμάτιο (εδω που τα λέμε το ιμάτιο δυσκολεύει το τρέξιμο).
Και φέρνει μάρτυρες ο "άλλος Αθηναίος" που πιστοποιούν ότι τα πράγματα έγιναν έτσι.
Στα εδάφια 15-20 ο κατηγορούμενος συνεχίζει λέγοντας πως ο νεαρός Θεόδοτος (δίχως ιμάτιο) κατέφυγε σε ένα "γναφείο" (κάτι σαν βυρσοδεψείο, δηλαδή) μπας και βρει κανένα ρούχο να φορέσει, ενδεχομένως, όμως οι διώκτες του μπούκαραν στο γναφείο και τράβηξαν έξω τον Θεόδοτο, μαζεύτηκε κόσμος, άρχισε να πέφτει ξύλο, ξαφνικά εμφανίζεται ο "άλλος Αθηναίος", γενικεύεται ο καυγάς, ο Θεόδοτος ως πιο νέος και αδύναμος παει πιο κει κι αρχίζει να πετάει πέτρες, το αίμα τρέχει, "ἐν τούτῳ τῷ θορύβῳ συντριβόμεθα τὰς κεφαλὰς ἅπαντες" λεει χαρακτηριστικά ο "άλλος Αθηναίος", κι από τότε έχουν περάσει 4 χρονια, καταλήγει, οι σουρωμένοι φίλοι του Σίμωνα μου ζήτησαν συγγνώμη αλλά ο Σίμων μου την είχε φυλαγμένη.
Και φέρνει νέους μάρτυρες να πιστοποιήσουν ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι ακριβώς.
Στα εδάφια 21-46 αντικρούει μεθοδικά τα επιχειρήματα του Σίμωνα. Π.χ, καταρρίπτει το επιχείρημα πως ο Σίμων εξαγόρασε με 300 δραχμές τις υπηρεσίες του Θεόδοτου ("εδω δεν έχει να φάει ο Σίμων, σιγά μην έδωσε 300 δραχμές στον Θεόδοτο", λέει χαρακτηριστικά: "τὴν γὰρ οὐσίαν τὴν ἑαυτοῦ ἅπασαν πεντήκοντα καὶ διακοσίων δραχμῶν ἐτιμήσατο. καίτοι θαυμαστὸν εἰ τὸν ἑταιρήσοντα πλειόνων ἐμισθώσατο ὧν αὐτὸς τυγχάνει κεκτημένος").Και γενικά χρησιμοποιεί λογικα επιχειρήματα προκειμένου να αναδείξει και αποδείξει τον παλιο-χαρακτήρα του Σίμωνα.
Μάλιστα, στο εδ. 45 φτάνει να αναφέρει ότι ο Σίμων όταν είχε παει φαντάρος το 394 π.Χ. ήταν τόσο απείθαρχος ώστε ο στρατός τον έδιωξε δίνοντάς του το Ι5 της εποχής.
Κλείνοντας, στα εδ. 46 έως 48 ζητάει την επιείκεια του δικαστηρίου, υπενθυμίζοντας ότι, στο κάτω-κάτω, σε αντίθεση με τον Σίμωνα, ο ίδιος υπήρξε καλός φαντάρος άρα προσέφερε περισσότερα στην πατρίδα (συν τους περισσότερους φόρους που πλήρωσε ως πλουσιότερος που ηταν απ' τον Σίμωνα) και κλείνει ξανα-δηλωνοντας ότι ντρέπεται που αναγκάστηκε να πάει στο δικαστήριο για τέτοιες υποθέσεις ("ἠναγκάσθην ἐκ τοιούτων πραγμάτων εἰς τοιούτους ἀγῶνας καταστῆναι" είναι η τελευταία του φράση).
Ο Κ.Θ. Αραπόπουλος αναλύοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία συμπεραίνει: "Αν τώρα αποβλέψωμεν εις τα επιχειρήματα του λόγου και τον χρόνον που επέρασε και την δικαίαν και αμερόληπτον κρίσιν των Αεροπαγιτών, δεν θα έχωμεν αμφιβολίαν ότι ο κατηγορούμενος ηθωώθη..."
Πιο πριν, βέβαια, ο Κ.Θ.Αραπόπουλος έχει συμπεράνει πως ο εν λόγω λόγος του Λυσία "...μας διδάσκει και περί της τότε ηθικής καταστάσεως εν Αθήναις. Γνωρίζομεν ότι εις τας Αθήνας έκαστος νέος εξέλεγε κάποιον σπουδαίον άνδρα, προς τον οποίον ήθελε εξομοιωθή, και η σχέσις του ανδρός προς τον νέον δεν ήτο αξιόμεμπτος. Αλλ' ο νέος περι του οποίου πρόκειται ητο ξένος, Πλαταιεύς, και αι προς αυτόν ερωτικαί σχέσεις ουδεμώς διέφερον των προς εταίρας, διότι ουδένα υψηλόν σκοπόν επεδίωκον, αλλ' απέβλεπον μόνον εις αισχράν σαρκικήν ηδονήν".
Εγώ, καλέ μου αναγνώστη, δεν έχω άποψη. Απλώς, διαβάζοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία, μου ήρθε στο νου ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει μια από τις εμβληματικότερες μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Κώστας Ψυχογιός.
Τα μονοπάτια μου και τα περάσματά μου
με ποιο δικαίωμα εσύ τα περπατάς?
Σήκω και φύγε στα γρήγορα, ρε φίλε!
Είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς!
Μη μου κουράζεις το παιδί, τον άνθρωπό μου,
άλλαξε πόρτα γιατί άδικα χτυπάς,
δε θα σ’ αφήσω δηλαδή να μου χαλάσεις τη ζωή,
είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς.
Το `χω στα χέρια μου μη βρέξει και μη στάξει,
τρέμει η καρδιά μου μην τυχόν μου πικραθεί,
και δε θ’ αφήσω κανείς να μου πειράξει
τον άνθρωπό μου, το δικό μου το παιδί.
Μη μου κουράζεις το παιδί, τον άνθρωπό μου,
άλλαξε πόρτα γιατί άδικα χτυπάς,
δε θα σ’ αφήσω δηλαδή να του χαλάσεις τη ζωή,
είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς.
Διαχρονικές αξίες...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si