Παρασκευή, Δεκεμβρίου 18, 2015

Στ' Αναβρυτά τα μέρη

Πόσες και πόσες φορές τα τελευταία λίγα χρόνια έχω περάσει μπροστά του (κανα-δυο φορές έχω μπει και μέσα για κάτι χαρτιά εδώ που τα λέμε) και δεν ήξερα ότι είναι της Ντιάνας το καστέλο. 

(Ξέρεις ποιάς Ντιάνας, έτσι και το δεις από κοντα και το φανταστείς πως ήταν πριν καμιά πενηνταριά χρόνια δε θα χρειαστεί και πολύ μυαλό).

Αλλά που μυαλό... Μας το έχουν αλλοτριώσει και απαλλοτριώσει οι ορθολογιστές.

Έχει πήξει ο τόπος με δαύτους ρε φίλε. Γεμίσαμε ορθολογικούς ορθολογιστές που μας έχουνε χαλάσει το παραμύθι. Και όχι μόνο μας το έχουνε χαλάσει το παραμύθι αλλά -πράγμα χειρότερο- μας εμποδίζουν έστω και μόνο να το μάθουμε το καημένο το παραμύθι. Να το πληροφορηθούμε ρε φίλε, να πάρουμε χαμπάρι έστω και μόνο την ύπαρξη του παραμυθιού. Θαρρείς και φοβούνται οι ορθολογιστές ότι αν πληροφορηθούμε την ύπαρξη του παραμυθιού θα δούμε με άλλα μάτια τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Στη σημερινό φύλλο της Αμαρυσίας ο Δημητρης Μασούρης δημοσίευσε κι εγώ διάβασα αυτό το όμορφο χριστουγεννιάτικο κατά τα άλλα παραμύθι που στην επόμενη οδοιπορική βόλτα μου, θα μου χαρίσει μια νέα οπτική γωνία για να βλέπω τα πράγματα:

Στο ύψος πέρα του Κουφού 
ο Αυγερινός πετιέται 
κι η Πούλια η πεντάμορφη
στ’ Αναβρυτά τα μέρη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, μεροκαματιάρης εργάτης. Δούλευε στα χωράφια του χωριού. Χρήματα δεν του έδωναν, γιατί δεν είχαν οι χωριανοί του. Πληρωνόταν μονάχα σε είδος από ό,τι έβγαζε το χωράφι. Μικροπράματα. Λίγα κολοκύθια, λίγες μελτζάνες, λίγες πατάτες. Έτσι για την πόρεψή του. Ζούσε σ’ ένα όμορφο ασβεστωμένο σπιτάκι μέσα στο δάσος, εδώ να! με τη γυναίκα του και τα δυο όμορφα παιδιά τους. Το Γιάννο και τη Μάρω, που μεγάλωναν καλά και αγαπημένα. Όμως μια μέρα η γυναίκα του εργάτη αρρώστησε και πέθανε και αυτός ξαναπαντρεύτηκε μια πολύ κακιά γυναίκα.

Αυτή η δεύτερη γυναίκα, η μητρυιά, ζήλευε πολύ τα παιδιά, γιατί ’τονε και όμορφα και έξυπνα. Δεν τα ήθελε γιατί ’τονε και ξένη γέννα όπως έλεγε. Μια μέρα το λοιπόν, της μπήκε στο μυαλό να πουλήσει στους γύφτους τη Μάρω, γιατί παραπονιόταν στον άντρα της πως δεν είχαν να τα ζήσουν και τα δύο παιδιά. Ο Γιάννος έβαλε φυτί (=αυτί) και άκουσε τη μητρυιά του παρακαλετά να λέει στον πατέρα του, πως έπρεπε να την πουλήσουν στους γύφτους. Τρέχει και το μηνάει στην αδερφή του.  
– Μάρω αδερφή μου, η μητρυιά μας θέλει να σε πουλήσει στους γύφτους. Μόνε σκέψου τι θα κάνουμε.

Τότενες τα δυο παιδιά που πολύ αγαπιόντουσαν μεταξύ τους πάνε σε μια γειτόνισσά τους, γριά που ήξερε πολλά μαντζούνια και τέτοια μαγικά πράγματα, να τα συμβουλέψει, τι να κάνουν. Και η γριά τούς είπε:

- Παιδιά μου, πρέπει να λακίσετε, να φύγετε από κοντά της, όσο είναι καιρός. Το λοιπόν ακούστε για˙ την ώρα, που σε χτενίζει,  Μάρω, και πάει να πάρει την κοκκάλινη στέκα να κρατήσει τα μαλλιά σου, ο Γιάννος ν’ αρπάξει για χωρατό τάχα τη στέκα και να βγει όξω από το σπίτι. Ξοπίσω του να τρέξεις και συ τάχα μου για να πάρεις τη στέκα. Η μητρυιά σας θα τρέξει κι αυτή να σας προφτάξει. Τότενες θα της πετάξεις αυτό το κουβάρι, Μάρω μου, θα μπερδευτούν τα πόδια της και θα πέσει χάμω, έτσι δα θα κερδίσετε χρόνο στο φευγιό. Και ως, ότου σηκωθεί και αρχίσει πάλε το τρέξιμο, πάρε αυτή την τουλούπα με το μαλλί και πέταξέ την στα πόδια της. Τότενες θα γίνει ένα μεγάλο δάσος από δέντρα πυκνά, που θα αργήσει να το περάσει, αλλά θα σας φτάξει. Αμέσως σκόρπα αυτή τη χούφτα το αλεύρι και θα γίνει ένας μεγάλος ποταμός. Ε! αυτό τον ποταμό δε θα μπορέσει να τον διαβεί, γιατί δεν υπάρχει πέρασμα και θα ξεμείνει ρέστη. 

Η γριά γειτόνισσα έδωκε στα παιδιά το κουβάρι, την τουλούπα και το αλεύρι, να πράξουν, όπως τα δασκάλεψε.

Σα γύρισαν τα παιδιά στο σπίτι φώναξε η μητρυιά τη Μάρω να τη χτενίσει. Κι άρχισε τις ψεύτικες μαλαγανιές της και τις γαλιφιές της. Τότενες ο Γιάννος αρπά τη στέκα και τρέχει όξω από το σπίτι. Ξοπίσω του και η Μάρω, πίσω απ’ αυτήν και η μητρυιά. Αμέσως η Μάρω ρίχνει το κουβάρι, μπερδεύτηκαν τα πόδια της μητρυιάς και πέφτει. Όμως μετά από λίγο σηκώνεται κι αρχίζει πάλε το τρέξιμο. Να! Φτάνει τα παιδιά. Τότενες η Μάρω ρίχνει την τουλούπα με το μαλλί και γίνεται ένα μεγάλο δάσος από δέντρα απέραστο. Η μητρυιά της όμως το διαβαίνει και η Μάρω ρίχνει το αλεύρι και γένηκε ένας μεγάλος ποταμός. Ε, αυτόν η μητρυιά δεν μπόρεσε να τον περάσει, διάβα δε βρήκε.
Έτσι δα, η μητρυιά στάθηκε όρθια έβγαλε τη μαντίλα της, ξέπλεξε τα μαλλιά της και καταράστηκε τα παιδιά. 

- Ευτού που θα πάτε, δίψα να σας κόψει και να πιείτε νερό απ' τις πορπατησιές, όποιου ζώου βρείτε κι όμοιο ζώο να γίνετε. Σκυλολόι, μορταρία, αχάριστα χαμίνια, ού να μου χαθείτε. Απαλλάχτηκα. Έφτυσε χάμω και ξανάβαλε τη μαντίλα της.

Έφυγαν τα δύο παιδιά μακριά κι ο Γιάννος λέει στη Μάρω: 
- Διψάω θέλω να πιω νερό!
- Πορπάτα, του λέει αυτή, σε λίγο φτάνουμε στην πηγή στα Ράθια και θα πιείς. Έκαναν κάμποσο δρόμο. Κι ο Γιάννος λέει στη Μάρω. 
– Δε μπορώ να πορπατήξω, λίγο νεράκι θέλω. Κι εκεί στο δρόμο, που είχε χαραγιές απ’ τους τροχούς του κάρου του λατομείου του Λέκκα από μια πατούσα αλόγου με πέταλο –σε μιαν οπλειά– είχε ξεμείνει λίγο, νερό, σκύβει και πίνει. Κι αμέσως ο Γιάννος έγινε άλογο, ένα όμορφο καφετί άλογο με άσπρη βούλα σαν άστρο στο κούτελο.

Μπρος η Μάρω πίσω τ’ άλογο φτάσανε στις πέντε καμάρες του γιοφυριού της Ντουκέσσας. Η Μάρω κουράστηκε. Τότε το άλογο γονάτισε και την πήρε στην πλάτη του.

Προχώρησαν, προχώρησαν, προχώρησαν φτάσανε στο Πάτημα. Και πριν περάσουν τη ρεματιά του Κορού κοντά στο λόφο του Κουφού, τους έπιασε μια βροχή, μα τι βροχή. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Αέρας, αστραπόβροντα, χαλασμός. Ποτάμι πήγε το νερό απ’ τη ρεματιά, φούσκωσε και η Μάρω πιάστηκε απ’ τον κορμό ενός κυπαρισσιού για να μην πνιγεί και όσο το νερό ανέβαινε τόσο κι αυτή ανέβαινε στην κορφή του κυπαρισσιού. Όμως ο Γιάννος παρασύρθηκε από το νερό, και μέσα στ’ αστραπόβροντα δύο φωνές ακούγονταν. 

- Γιάννο, Γιάννο, πού ’σαι αδερφέ μου; 
- Μάρω καλή μου αδερφή κρατήσου καλά. Κι εγώ κρατιέμαι από τη ρίζα χιλιόχρονης ελιάς μα η ορμή του ποταμιού είναι πολύ μεγάλη:
Σωθήκαμ’ απ’ την άγρια, 
ματιά της μητρυιάς μας
Πνιγόμαστε στη ρεματιά 
άμοιροι, ατυχιά μας.
Μάρω μου τι’ναι ο χαλασμός, 
γιατί η καταιγίδα 
Απ’την οπλειά (το κοίλωμα 
απ' την οπλή τ’ αλόγου πάνω στο χώμα) 
εχάθηκε η πάσα μας ελπίδα.

Ξάφνου νέο αστραπόβροντο έφερε ρούφουλα ψηλά στον ουρανό κι άρπαξε απ' το κυπαρίσσι τη Μάρω και το Γιάννο άλογο, που ’χε φρακάρει στη ρίζα της ελιάς, υψώνοντάς τους πάνω στα νέφη. 

Η Μάρω έβγαλε μια φωνή πλανταχτερή:

Έχετε γεια λεβέντες γυιοί 
της παντρειάς κοπέλες
απ’ τσι ουρανούς σας χαιρετώ 
με έξε κατσιβέλες (=νεράιδες)

Κι ο Γιάννος:

 - Καλή αντάμωση, αδερφή,
όποτε τούτο γίνει
τ’ άστρο τ’ αλόγου μου φορώ 
να διώχνω το μπουρίνι
οι δρόμοι μας αταίριαστοι
στα Ράθια ’γω ανατέλλω
και σύ ψηλά στ’ Ανάβρυτα
στης Ντιάνας το καστέλο.

Από τότες τα δυο αδέρφια δε ξανασυναντήθηκαν. Μακριά ξέχωρα ψηλά στον ουρανό σαν άστρα λάμπουν. Ο Γιάννος πουρνό – πουρνό (πρωί) πριν ανατείλει ο ήλιος την αυγή, προμηνάει τη μέρα στην Ανατολή, για τούτο και Αυγερινό τον ονοματίζουν και αποσπερού (=την εσπέρα) σαν ο ήλιος πέσει ολόλαμπρος στη Δύση θα φανεί σαν Αποσπερίτης. Κι η Μάρω, Πούλια σταθερή οπλειά (οπλιά, πλειάδα) τη λένε), απ’την οπλή – πατημασιά του άλογου, που ’πιε νερό ο Γιάννος, χαρωπή σέρνει μαζί της κι άλλα έξε (=έξι) αστέρια και κείνη εφτά φέγγει στην άλλη άκρια τ’ ουρανού. Χαιρετιούνται και σαν αδέρφια αγαπιούνται. Τέτοιαν αγάπη παιδιά μου, και σεις να έχετε και ο ένας τον άλλο να βοηθάει στους δύσκολους καιρούς μας, και αυτό ο Χριστός ζητάει από μας, που γεννιέται απόψε:
Παιδιά μου τώρα θε να πώ
σ’ όλους καληνύχτα
Και λευτερώστε το σκυλί,
το βράδυ ψες αλύχτα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραμύθι αυτό με τις γλωσσικές ιδιοτυπίες το διηγήθηκε ο Μιχαήλ Μίμηνας ετών 72 (1953) από τα Αλάτσατα, βοσκός στο επάγγελμα, που μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και δούλευε ως εργάτης στα χωράφια και στο χτήμα του Συγγρού. Στο παραμύθι διακρίνεται η μικρασιατική προέλευση του παραμυθιού από τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του και, όπως απέδειξε ο καθηγητής μου της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αείμνηστος Γεώργιος Μέγας, η υπόθεσή του επιχωρίαζε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με πολλές παραλλαγές. Στο Μαρούσι ο απέραντης μνήμης στα πάτρια και ποιητάρης Μίμηνας το προσάρμοσε γεωγραφικά στις περιοχές της πόλης μας και τις παραδόσεις της, όπως π.χ. της Ντιάνας το καστέλο = το παλάτι του Συγγρού που λέγαν μερικοί πως εκεί κατοικούσε μια πλούσια αρχόντισσα, που έβγαινε το δειλινό με την άμαξά της στο δάσος περίπατο και άλλοι πως ήταν η θεά Άρτεμη (=Ντιάνα), που έβγαινε για να κυνηγήσει… ή κατσιβέλες, όπως ονομάτιζε τις νεράιδες με σεβασμό ο Μίμηνας...


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Mi-la-re,
mi-la-re-si