Τρίτη, Μαρτίου 14, 2017

Το ναυάγιο της Χρυσής Αυγής

Στις 23 Φεβρουαρίου πέρασε απαρατήρητη η μαύρη επέτειος της Χρυσής Αυγής.
Ραφήνα. Το μνημείο του ναυαγίου.

Ως φόρο τιμής σε όσους χάθηκαν τότε, δημοσιεύω τη μαρτυρία του Σίμου Λάβδα, που είχε την ατυχία να ζήσει τα μαύρα γεγονότα από κοντά...
Τη μαρτυρία τη βρήκα εδώ.

Είχα ξεμπαρκάρει από ένα πλοίο-αυτοκινητάδικο στα τέλη του Σεπτέμβρη 1982. Βρισκόμουν στην Άνδρο. Στα τέλη του Οκτώβρη με πήρε τηλέφωνο ο καπετάν-Αυγουστής Πολέμης, ιδιοκτήτης του ΧΡΥΣΗ ΑΜΜΟΣ και του ΗΠΕΙΡΟΣ. Κάθε χρόνο τα δύο μεγάλα πλοία πήγαιναν για επισκευή και άφηνε στη γραμμή το ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Τότε με την κρίση ήταν υποχρεωτικό όλοι οι αξιωματικοί να έχουν ανάλογα διπλώματα. Επειδή δεν είχε διπλωματούχο Β΄ μηχανικό με παρακάλεσε να πάω, έστω για 15 μέρες, για να κάνουμε μερικά δρομολόγια. Μετά θα κανόνιζε την αντικατάσταση μου. Αφού ξεκινήσαμε τα δρομολόγια σκέφτηκα να μείνω στο πλοίο να ξεχειμωνιάσω. Τα δρομολόγια γίνονταν κανονικά μέχρι που άρχισαν οι μεγάλες κακοκαιρίες.

Εκείνο τον Φεβρουάριο είχαμε πολλά απαγορευτικά. Αλλά και πολλά χιόνια. Επειδή δεν υπήρχε άλλο πλοίο στη γραμμή μας πιέζανε από το γραφείο και πολλές φορές φεύγαμε με απαγορευτικό. Κάθε Τετάρτη το πλοίο έκανε μεταφορές καυσίμων με βυτία. Δεν υπήρχαν τότε τα βαποράκια μεταφοράς καυσίμων όπως τώρα. Επειδή είχε συχνά απαγορευτικό το πλοίο έφευγε με υπογραφή καπετάνιου με αποτέλεσμα κάποιες να φορές να κινδυνεύει. Την είχαμε γλυτώσει δύο-τρεις φορές με απλά μπαταρίσματα: μέχρι που ήρθε η μοιραία Τετάρτη και βουλιάξαμε.

Θυμάμαι είχαμε φύγει Τετάρτη πρωί από Τήνο για Άνδρο και Ραφήνα. Η θάλασσα έβγαζε φίδια. Πριν φύγουμε από Τήνο είχα πει στα παιδιά να κάνουν εξαέρωση στις μηχανές. Εγώ πετάχτηκα στην Παναγία να ανάψω ένα κερί. Μόλις γύρισα ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε στην Ραφήνα μας είπαν πως είχε πάλι απαγορευτικό και το πλοίο δεν θα έφευγε για ταξίδι. Όμως από την εταιρεία είχαν δώσει αναχώρηση για τις 16:00. Έτσι, με υπογραφή καπετάνιου αποφασίστηκε να γίνει το δρομολόγιο και αρχίσαμε να φορτώνουμε.

Φύγαμε με θάλασσα 9 μποφώρ. Τα χιόνια ήταν μέχρι την Ραφήνα. Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ δεν μπόρεσε να περάσει την Αγία Παρασκευή. Αποτέλεσμα ήταν να μην έχουμε κόσμο. Το φορτίο μας ήταν καύσιμα και λίγοι επιβάτες, οι περισσότεροι οδηγοί φορτηγών. Ξεκινήσαμε στις τέσσερις το απόγευμα. Το πλοίο φτάνοντας στον Κάβο Ντόρο ζορίστηκε και άρχισε τις πλαγιοκοπήσεις και τα βουτήγματα. Εγώ βρισκόμουν στο σαλόνι με τον Λεονάρδο Πέτσα και βλέπαμε ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή ακούγεται ένας παράξενος θόρυβος και το πλοίο μπατάρισε από τη δεξιά μεριά. Φεύγω για την μηχανή που είχαν βάρδια ο τρίτος μηχανικός, ο Αντώνης Κοκκίνης, ο λαδάς, Παναγιώτης Μπαρούς και ο ηλεκτρολόγος, Μάριος Μπαρμούνης. Τους ρωτάω:
-      Τι έγινε παιδιά; Καμιά ειδοποίηση από γέφυρα;
Μου είπαν πως δεν είχαν. Χτυπάω τον τηλέγραφο και το τηλέφωνο: καμία απάντηση. Γυρνάω και λέω:
-       Αντώνη βάλε 80 στροφές την μια μηχανή.
Βάζω κι εγώ 80 στροφές στην άλλη, για να μπορεί να τιμονέψει ο καπετάνιος. Το κανονικό ταξίδι ήταν 680 στροφές. Και φεύγουμε όλοι για πάνω γιατί αισθανόμαστε πως θα βουλιάξουμε. 

Ανεβαίνοντας περάσαμε με μεγάλη δυσκολία από το γκαράζ και είδαμε όλα τα βυτία  μπαταρισμένα: χυνόντουσαν βενζίνες και πετρέλαια. Η κλίση του πλοίου εκείνη την ώρα ήταν 45 μοίρες δεξιά όπως είχαμε δει στο κλινόμετρο της μηχανής.

Βγήκαμε επάνω και πήγαμε στην πρύμνη του πλοίου. Εκεί ήταν ο ναύτης Πολύκαρπος Χορευτής και έδινε σωσίβια στον κόσμο. Προσπαθήσαμε να λύσουμε τις βάρκες αλλά δεν γινόταν. Λόγω του μπαταρίσματος του πλοίου τα βαρελάκια δεν πέφτανε γιατί δεν λυνόντουσαν τα σχοινάκια. Είχαν κολλήσει με την μπογιά. Έπρεπε να φέρουμε από την κουζίνα τσεκούρι. Αλλά φοβόμασταν να πάμε επειδή οι οδηγοί των βυτιοφόρων μας έλεγαν πως το καύσιμα θα εκραγούν και το πλοίο θα βουλιάξει. Ειδοποίηση από την γέφυρα στα μεγάφωνα δεν είχαμε για το πώς να ενεργήσουμε. Με τον τρίτο μηχανικό που είχαμε κάνει μαζί και στα ποντοπόρα πλοία συνεννοηθήκαμε πως αν βουλιάξει το πλοίο να πέσουμε στη θάλασσα από την βορεινή πλευρά.

Όλο το πλήρωμα έβαζε σωσίβια. Στο σαλόνι μέσα ήταν ο Σπυριδάκης, ο καμαρώτος. Προσπαθούσε να βάλει σωσίβια σε δύο παιδιά και στην μητέρα τους, την Ματούλα Λάβδα. Εκεί θυμήθηκα πως πριν φύγουμε από Ραφήνα διάφοροι επιβάτες μπαινόβγαιναν στο πλοίο κι εμείς τους λέγαμε πως έχει απαγορευτικό και να μην ταξιδέψουν. Ανάμεσα τους και η Ματούλα με τα δύο παιδιά της. Είχε συνοδέψει τον άνδρα της που έφευγε με φορτηγό και ήθελε να γυρίσει πίσω για να πάνε τα παιδιά σχολείο. Της λέγαμε να μην μπει. Εκείνη έμπαινε και έβγαινε στο πλοίο. Στο τέλος έμεινε μέσα. Αντίθετα με την Ματούλα στο πλοίο ήταν και ο Ζαγοραίος από το Κόρθι με το φορτηγό του. Την τελευταία στιγμή, την ώρα που σηκώναμε την πόρτα, αυτός πήδηξε έξω.

Μείναμε στην πρύμνη όσοι είμασταν εκεί για λίγο. Δεκαπέντε λεπτά από την στιγμή που το πλοίο πήρε μόνιμη κλίση έγινε μια τρομερή έκρηξη. Το πλοίο κυκλώθηκε από φωτιά. Όσοι είμαστε ακόμα στην πρύμνη αρχίσαμε να πέφτουμε στην θάλασσα όπως μπορούσε ο καθένας. Πέφτοντας κοίταξα την Εύβοια. Η Άνδρος ήταν πολύ μακριά. Πριν πέσω πρόλαβα κι έκανα τον σταυρό μου κι είπα:
-      Βόηθα Παναγιά. Εγώ το πρωί ήρθα σπίτι σου…
Μετά πήδηξα αλλά λόγω της κλίσης του πλοίου έπεσα στο κάτω ντεκ που καιγόταν! Με πρόλαβε η φωτιά κι άρχισα να καίγομαι. Ότι ήταν έξω από την στολή, κεφάλι και χέρια, καιγόντουσαν. Με τις τελευταίες δυνάμεις μου ξέφυγα από την φωτιά και ξαναπήδηξα. Κι έπεσα στην παγωμένη και φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Με το που έγινε η έκρηξη και πέσαμε στην θάλασσα άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό ρόδες αυτοκινήτων και άλλα αντικείμενα. Για λίγο το πλοίο έγινε λαμπάδα και φώτιζε όλο τον Κάβο Ντόρο. Όμως μέσα σε λίγα λεπτά  το πλοίο απομακρύνθηκε από κοντά μας, μετά τουμπάρισε και η φωτιά έσβησε. Όσοι βρισκόμασταν στην θάλασσα μείναμε εντελώς στο σκοτάδι και σκεφτήκαμε ότι κάπου εδώ τελειώσαμε. Γύρω στα 100 μέτρα μακριά ήτανε ένα φωτάκι σε μια κουλούρα. Κολυμπώντας ο Αντώνης Κοκκίνης πήγε και την μάζεψε. Αυτό το φωτάκι ήταν μια ελπίδα μιας και μπορεί να μας έβλεπε κανείς από τον αέρα. Όμως δεν γνωρίζαμε αν ο καπετάνιος είχε δώσει προλάβει να δώσει SOS. Αργότερα μάθαμε πως ο Γαρδέλης είχε δώσει ένα SOS που το έπιασε ένας παράκτιος σταθμός στο Λαύριο.

Μαζευτήκαμε όλοι κοντά μέσα στη θάλασσα. Ήμασταν καμιά 20αριά. Υπήρχε μεγάλος κυματισμός και χτύπαγε ο ένας πάνω στον άλλο. Στο βάθος βλέπαμε ένα φως. Σαν να ήταν από καράβι. Σκεφτήκαμε πως κάποιος ερχόταν να μας σώσει και αρχίσαμε να κολυμπάμε προς το φως. Όμως γύρω στις οχτώ και μισή το βράδυ το φωτάκι εξαφανίστηκε και πλέον ο καθένας κολύμπαγε όπου νάτανε. Η θερμοκρασία στην ατμόσφαιρα ήταν μηδέν βαθμούς και στη θάλασσα πέντε!

Μετά από δύο περίπου ώρες είχα παγώσει και ένοιωθα τον εαυτό μου να πεθαίνει. Δεν μπορούσα πια να κουνηθώ. Φώναξα «βοήθεια» και άκουσα κάποιον δίπλα μου να μου λέει: «κουράγιο Μάριε»! Ήταν ο Μπαρμπούνης, ο Συριανός, νόμισε πως ήμουν ο αδελφός του ο Μάριος, που όπως έμαθα αργότερα εκείνη την ώρα είχε ήδη πεθάνει. Συνέχισα να κολυμπάω κοντά του. Όμως, κάποια στιγμή άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου. Λίγο πριν τις χάσω είδα έναν προβολέα που χτύπαγε προς το ναυάγιο. Κάπου εκεί όλα έσβησαν και δεν θυμάμαι τίποτα.

Με ανέβασαν στο πλοίο, που μας έσωσε σαν νεκρό. Και ανένηψα!! Έναν έλεγαν τον ανέβασαν ζωντανό και πέθανε στο κατάστρωμα! Ξύπνησα μετά από ώρες. Ήμουν στο ρώσικο πλοίο Σάμπυ Ράμπατ. Μου είπαν πως ήταν ωκεανογραφικό. Από πάνω μου είδα νοσοκόμες και γιατρό. Γύρω ήταν μερικά από τα παιδιά που είχαν σώσει οι Ρώσοι. Ο Αντώνης Κοκκίνης, που ήταν εκεί, μου είπε πως είχε ειδοποιήσει την μάνα μου στο Αλαδινού μέσω του Ράδιο Λούτσα, γιατί τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα.

Το ρώσικο πλοίο έσωσε έντεκα ανθρώπους από ότι μου είπε ο Λινάρδος Πέτσας. Τους περισσότερους τους μάζεψαν με ειδικό σύστημα από την θάλασσα. Εμένα, όπως είπα, με μάζεψαν σχεδόν πεθαμένο με μαύρο χρώμα. Όμως ανέπνεα ακόμα και με πήρανε αμέσως οι νοσοκόμες και οι γιατροί του πλοίου. Τις πρωινές ώρες της Πέμπτης μας φέρανε στην Ραφήνα. Εκεί μας παρέλαβε ένα ψαράδικο γιατί το ρώσικο ωκεανογραφικό δεν μπορούσε να δέσει στο λιμάνι. Αποχαιρετιστήκαμε με τους Ρώσους πολύ συγκινημένοι. Οι Ρώσοι μας είχαν βοηθήσει πάρα πολύ και μας είχαν δώσει και ρούχα. Τα δικά μας τα είχαν βάλει σε μια σακούλα.

Μετά το ψαράδικο μας έβγαλε στη στεριά και μας πήγαν στο λιμεναρχείο. Στο λιμεναρχείο ήρθαν τα ασθενοφόρα και μας πήγαν στο Γενικό Κρατικό. Ορισμένοι όπως ο Πέτσας και ο Κοκκίνης έφυγαν αμέσως. Οι υπόλοιποι μείναμε στο νοσοκομείο. Εγώ έμεινα 16 μέρες με ειδική θεραπεία γιατί τα πνευμόνια μου ήταν γεμάτα αλάτι και πετρέλαιο. Έζησα την κόλαση. Αυτά που περάσαμε εκείνο το βράδυ ούτε ο εχθρός μας. Πέθαναν 28 άνθρωποι χωρίς λόγο. Και ήταν από τα καλύτερα παιδιά γιατί ο Πολέμης διάλεγε τα πληρώματα και δεν έβαζε όποιον να ‘ναι. Ο καπετάν Αυγουστής Πολέμης δεν άντεξε και μετά λίγο καιρό πέθανε.

1 σχόλιο :

Mi-la-re,
mi-la-re-si