Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

ΣΕΠΤΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Δεν δέχομαι τους Μαντζού
Παρακαλώ να τους πείτε
ότι εγώ ο Μιχαήλ
θα κάψω το έβδομο καροτσάκι
αν φτάσει μπροστά στην υψηλή μου Πύλη
την από αιώνων απαραβίαστη.
Κι ό,τι από Μαντζού
(αλλά και από Λουδοβίκους)
με παρακαλέσει
θα βρω τη δύναμη
να απωθήσω
τα σεπτά τους εικονίσματα.

Δεν πάει εγώ των Κούρων
των άπτερων νικών
εγώ των άνευ τέχνης Καισάρων,
να υποκύψω στην Τζην Χάρλοου
στον Τζόνσον και τον Τζο
γιατί γεννήθηκαν και πάλι
απ' τα γνωστά βουνά σαρκών
με Μάζες οχετών
και μάζες κορμιών
(5 κορμιών και νταμαριών)
να υποκύψω όταν θα θέλουν
να υπογράψουν
να μετέχουν στο έργο
να με νοιάζουν έβδομοι
ποιοί; Αυτοί που με μισούν
από καταβολής φυτευμένων χαλικιών
από καταβολής πλοίων αμπέλων
να θέλουν να γεννούν
προδιαγράφοντας τη σωτηρία τους στο Μείον και Συν
στο Θεό και στο ωραίο
στο Πλήθος των υπαρκτών
γιατί γνωρίζουν
το ασταθές της ύπαρξής των
το έλεος οπου τους λείπει
τον Γεωργικόν αγρόν πέτρα
τον φωτισμόν του νέον
Κόστα Ρίκα δική
την χρυσήν με άνθη περαστική
την χαϊδεμένη ώρα τους.

Όχι εις την επτάπυλον
και εις την Πόλη
και στα σεπτά κάλλη της
όχι εις την στάχτην των αετών τους
και σ' ό,τι με αποσκευές φέρουν.

Παρακαλώ πυρπολήσατε
τα όρη όπου κατοικούν
τα καταφύγιά τους
κατακρυμνίσατε.
Σ' αυτό εγώ υπογράφω.

(Πρόκειται για ένα ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού, από το θρυλικό και πολυαγαπημένο μου "4 Μαζινό").

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

ΠΕΙΤΕ ΝΑ 'ΡΘΟΥΝ ΘΕΟΛΟΓΟΙ, ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ...

Στον αρχαίο κόσμο, προστάτης των ικετών εθεωρείτο -πέρα από το Δία και τη Θέμιδα- ο Απόλλων
(Βλέπε σχετικά: Αισχύλου, Ευμενιδες:
"Μάρτυρας ήρθα. Κατά το νόμο, ο κατηγορούμενος ικέτης μου είναι και στο βωμό μου πρόσπεσε. Εγώ τον εξάγνισα. Και ήρθα συνήγορος. Στη μητροκτονία του συναίτιος είμαι")
Αυτό το ήξεραν ακόμα και οι πέτρες (οι αρχαίες πέτρες, τουλάχιστον).

Κατά συνέπεια, ο ικέτης (που είχε κοτζάμ προστάτη, ήτοι τον Απόλλωνα), εθεωρείτο κάτι σαν ιερό πρόσωπο. Σου λέει ο άλλος "δεν είναι και μικρό πράγμα να σε προστατεύει ο Απόλλων... Για να σε προστατεύει ο Απόλλων, αυτό σημαίνει πως είσαι αξιόλογο άτομο... Αν ήσουν απλώς κυνηγημένος και παπατζής και ξεφτίλας, δεν θα σε προστάτευε ο Απόλλων..."
Μετρημένα κουκιά ήταν το ζήτημα, δηλαδή. Τους ικέτες πρέπει να τους σεβόμαστε, επειδή τους τιμά με τη φιλία του ο Απόλλων. Τελεία και παύλα.

Βέβαια οι μικρασιάτες Κυμαίοι, σε κάποια δόση την είδαν αλλιώς τη φάση, και κινδύνεψαν να αφανιστούν. Το σκηνικό το περιγράφει ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο των ιστοριών του (Ηροδ Α: 150-160 περίπου) και έχει κάπως έτσι:

Ο Κύρος καταλαμβάνει τη Λυδία. Συλλαμβάνει το βασιλιά της Λυδίας τον Κροίσο, τον απαγάγει (κάτι ανάμεσα σε σύμβουλο και αιχμάλωτο) και τοποθετεί στην πρωτεύουσα της Λυδίας, τις Σάρδεις, ως τοπάρχη, έναν τυπάκο που λεγόταν Τάβαλος.
Ένας άλλος τυπάκος που λεγόταν Πακτύης (που πιθανότατα ήταν αγωνιστής για την ελευθερία της Λυδίας), ιδρύει το λυδικό ΡΚΚ-Πεκακά, και ξεκινάει τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Λυδίας.
Γίνεται μεγάλο μπάχαλο, και εν τέλει ο Πακτύης νικημένος, κυνηγημένος και ικέτης, καταλήγει στην Κύμη της Μικράς Ασίας. Οι Πέρσες, στέλνουν τελεσίγραφο στους Κυμαίους, ότι αν δεν παραδώσουν τον επαναστάτη Πακτύη, θα γίνει μεγάλος τσαμπουκάς και θα χυθεί αίμα.

Οι Κυμαίοι φοβήθηκαν. Άνθρωποι ήταν και φοβήθηκαν. Εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο ζόρι να τα βάλεις με τους Πέρσες, ανθρώπινο ήταν να φοβηθούν οι Κυμαίοι, θα πει κάποιος.
(Προσωπικά, διαφωνώ με αυτό το σκεπτικό. Ή έχουμε αξίες, ή δεν έχουμε. Αν όντως έχουμε αξίες, δεν τις χρησιμοποιούμε απλώς για ντεκόρ. Ούτε τις θέτουμε υπό αμφισβήτηση στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Και μια από τις αξίες εκείνη την εποχή, έλεγε πως οι ικέτες (σαν τον Πακτύη, για παράδειγμα), ήταν προστατευόμενοι του Απόλλωνα. Τελεία και παύλα. Το να παραδίδεις ικέτη, σήμαινε πως ανοιγεις κακές παρτίδες με τον Απόλλωνα).

Οι Κυμαίοι λοιπόν, φοβισμένοι, θεώρησαν σκόπιμο να στείλουν απεσταλμένους σε ένα μαντείο εκεί κοντά, και να αναφέρουν το όλο ζήτημα στον Απόλλωνα "τον εν Βραγχίδησι" μπας και άλλαξε άποψη, μπας και έπαψε να είναι προστάτης των ικετών, μπας και μπορούν να παραδώσουν τον συγκεκριμένο ικέτη και να ξεμπερδεύουν.
Παραδόξως, πήραν την απάντηση ότι ναι, τους επιτρέπεται να τον παραδώσουν.

[Άλλος μεγάλος χαβαλές οι Βραγχίδες:
Εντάξει, φιλοπέρσες ήντονε...
Το 479, μετά την ήττα του Ξέρξη στην Ελλάδα και τα αντίποινα των Ελλήνων στα μέχρι τότε περσικά εδάφη, οι Βραγχίδες, που είχαν συνεργαστεί υποδειγματικά με τους Πέρσες κατά των Ελλήνων, ζήτησαν από τον Ξέρξη να τους μετεγκαταστήσει. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό και μετεγκαταστάθηκαν στη Σογδιανή, στις όχθες του Ώξου (Αμού Ντάρυα), όπου έχτισαν ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα (νότια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Αφγανιστάν) και μία πόλη, το λεγόμενο Βραγχιδών άστυ (βόρεια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Ουζμπεκιστάν). Το 329, όταν ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ώξο, οι Βραγχίδες τον υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς, αλλά σύμφωνα με το Διόδωρο, τον Κούρτιο και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή, εκείνος έσφαξε τους κατοίκους και αφάνισε την πόλη. Βλέπε σχετικά]

Όμως ένας Κυμαίος "ανήρ των αστών εών δόκιμος" που λεγότανε Αριστόδικος, στραβομουτσούνιασε μόλις άκουσε τα μαντάτα από το μαντείο των Βραγχιδων. Σου λέει "εντάξει, πουλημένα τομάρια είναι οι Βραγχίδες... Ο Απόλλων όμως?" Κατάλαβε ο Αριστόδικος ότι κοτζάμ Απόλλων δεν μπορεί να άλλαξε ιδιότητες και χαρακτήρα. Εντάξει, πάνε στο διάολο οι Βραγχίδες... Ο Απόλλων όμως?
Κάτι πήγαινε στραβά με το ζήτημα.

Απαίτησε λοιπόν ο Αριστόδικος να ξανασταλεί αντιπροσωπεία "ες Βραγχίδας" και να ξαναρωτήσουν τον θεό για το ζήτημα της παράδοσης του Πακτύη. Στην νέα αποστολή, μετείχε και ο ίδιος ο Αριστόδικος, που ανέλαβε να διατυπώσει σαφέστερα το ερώτημα:

"Ώναξ, ήλθε παρ' ημέας ικέτης Πακτύης ο Λυδός φεύγων θάνατον βίαιον προς Περσέων. Οι δε μιν εξαιτέονται προείναι Κυμαίους κελεύοντες. Ημείς δε δειμαίνοντες την Περσέων δύναμιν, τον ικέτην ες τόδε ου τετολμήκαμεν εκδιδόναι, πριν αν από σέο ημίν δηλωθή ατρεκέως οκότερα ποιέωμεν"
Το έθεσε δηλαδή γενικότερα ο Αριστόδικος. Εξηγεί στο θεό, ότι ο Πακτύης δεν είναι ένας απλός μαλάκας, αλλά είναι ικέτης, δηλαδή προστατευόμενος του θεού. Επίσης, εξηγεί ότι ο Πακτύης δεν κινδυνεύει απλώς να του δημεύσουν την περιουσία ας πούμε, αλλά κινδυνεύει η ίδια του η ζωή. Τέλος, ζητάει από τον θεό να "ξηγηθεί ντόμπρα", δηλαδή σύμφωνα με τις θεϊκές ιδιότητες του, δηλαδή "ατρεκέως".
"Αντρίκια", που λέμε σήμερα.

Κάτι τέτοια έλεγε ο Αριστόδικος, προσπαθώντας να ρίξει τον θεό στο φιλότιμο.
Αλλά ο θεός δεν μάσησε. Ο θεός "έφαινε κελεύων εκδιδόναι Πακτύην Πέρσησι". Το χαβά του ο θεός, με λίγα λόγια: Επέμενε να παραδοθεί ο Πακτύης στους Πέρσες.

Ο Αριστόδικος, που -πιθανώς- ήταν θεολόγος και θεοσεβούμενος, τα πήρε στο κρανίο βλέποντας τον αγαπημένο του θεό να έχει αλλάξει χαρακτήρα. Τσαντισμένος ο Αριστόδικος, άρχισε να κόβει βόλτες γύρω από το ναό και να χαλάει τις φωλιές των σπουργιτιών που είχαν φτιάξει φωλιές γύρω από το ναό.

Λέει ο θρύλος λοιπόν (σύμφωνα με τον Ηρόδοτο), ότι την ώρα που ο τσαντισμένος Αριστόδικος είχε τσακώσει μια σπουργιτοφωλιά και ετοιμαζόταν να τη μπουμπουνήσει στο έδαφος, ακούστηκε η φωνή του θεού μέσα από το ναό, η οποία έλεγε:
"Ρε κόπανε ανοσιότατε των ανθρώπων, τι τάδε τολμάς ποιέειν? Τους ικέτας μεό εκ του ναού κεραϊζεις"?
(Εκείνη την εποχή, όταν έλεγαν "κεραϊζεις" εννοούσαν κάτι σε στυλ "τους χαλάς το σπίτι", αλλά εννοούσαν και κάτι σε στυλ "τους θανατώνεις").

Αυτή την ευκαιρία έψαχνε ο Αριστόδικος για να ξηγηθεί στο θεό ως εξής:
"Ώναξ, αυτός μεν ούτω τοις ικέτησι βοηθέεις, Κυμαίους δε κελεύεις τον ικέτην εκδιδόναι"?
(Σα να λέμε: "Όπα ρε μάστορη, τωρα σε επιασε η ευαισθησία? εσύ που έσκασες μύτη τώρα για να βοηθήσεις τους ικέτες, πως στα κομμάτια ζητάς από τους Κυμαίους να παραδώσουν έναν ικέτη"?)

Και (λέει ο θρύλος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο) ο θεός απάντησε έτσι: "Ναι κελεύω, ίνα γε ασεβήσαντες θάσσον απόλησθε, ως μη το λοιπόν περί ικετέων εκδόσιος έλθητε επί το χρηστήριον".
(Σα να λέμε: "Ναι ρε μπαγλαμάδες, σας παρακινώ να τον παραδώσετε ώστε η πράξη σας αυτή να σας καταστρέψει μια ώρα νωρίτερα, γιατί μου έχετε ζαλίσει τον έρωτα με ερωτήσεις περί του αν πρέπει να παραδίνετε τους ικέτες, δηλαδή με ερωτήσεις περί του εάν εγώ, κοτζάμ θεός, έχω αλλάξει ιδιότητες και χαρακτήρα και αν έπαψα να προστατεύω τους ικέτες. Ενώ θα έπρεπε να ξέρετε ότι αιωνίως θα είμαι προστάτης των ικετών").

Αυτά λέει ο Ηρόδοτος, και συμπληρώνει ότι τελικά οι Κυμαίοι δεν παρέδωσαν τον Πακτύη, αλλά τον έστειλαν στη Μυτιλήνη.

Θεολόγος δεν είμαι, βέβαια, ούτε και θέλω να γίνω. (Ούτε ο Ηρόδοτος ήταν).
Ούτε ιστορικός είμαι. (Θεωρητικά, σύμφωνα με κάποια άποψη, ο Ηρόδοτος ήταν ιστορικός).

Αλλά με βάση την ανωτέρω στιχομυθία του θεού με τον Αριστόδικο, πιστεύω ότι (δοθέντος πως οι θεοί δεν αλλάζουν ιδιότητες και χαρακτήρα), μπορούμε να φτάσουμε σε ένα βασικό συμπέρασμα:

Αυτοί που παραδίδουν ικέτες, θα έχουν κακά μπερδέματα με τον Απόλλωνα, και τελικά θα έχουν κακά ξεμπερδέματα...

(Το αν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ Πακτύη και Οτσαλάν, είναι ένα ζήτημα που δεν αποτελεί ατικείμενο της παρούσης δημοσιεύσεως).

Τρίτη, Οκτωβρίου 09, 2007

ΤΟ ΦΡΙΧΤΟΝ ΠΑΘΟΣ

Τις τελευταίες μέρες δεν ξέρω πως μου έχει κάτσει, έχω πλακωθεί στους καφέδες. Μιλάμε για τεράστιες ποσότητες καφέ... Αρχίζω να σκέφτομαι μην τυχόν και έχω πάθει καμιά εξάρτηση από τον καφέ, και αρχίζω να ανησυχώ...
Στα πλαίσια αυτών μου των σκέψεων, θυμήθηκα και το παραπάνω ποίημα του Μποστ, ποίημα με τίτλο "ΤΟ ΦΡΙΧΤΟΝ ΠΑΘΟΣ". Ένα ποίημα-καταπέλτη, ένα ποίημα-κόλαφο, ένα ποίημα-τομή, ενάντια στην εξάρτηση από τα πάσης φύσεως ναρκωτικά, ιδίως όμως την καφεϊνη.

Το είχα βρει παλιά σε μια εφημερίδα και το είχα σκανάρει. Αλλά επειδή τότε δεν ήξερα να σκανάρω σωστά, ίσως να μην φαίνεται καλά.
Επομένως, στα πλαίσια της κοινωνικής ευθύνης, παραθέτω τους στίχους (κρατώντας ανέγγιχτη την Μπόστειον ορθογραφίαν, που την θεωρώ μεγαλειώδη):

ΤΟ ΦΡΙΧΤΟΝ ΠΑΘΟΣ
Εις τους περαστικούς κραυγάς αφίνον
κρατά εις χείρας μανδολίνων
λέγων δια τα ιδικά του παθήματα
αυτοί ελατώνουν τα βήματα.

Ήτον αρίστης οικογενίας
αλλά το εσυνήθισεν ως νεανίας
έλκων προς τον ναρκοτισμόν
από ανατολής μέχρι δυσμόν.

Ντοπαρισθείς μίαν ημέρα
τον σεβαστό του κτυπά πατέρα
μαθών αφτός δια καφεϊνη
Φύγε! του λέει και να του δίνει

Θα φύγω είπεν και ετοιμάσθη
μανθάνει ο πατήρ του εκρεμάσθη
Τον θάπτει τότε βιαστικά,
ο νους του εις σήραγγας και ναρκοτικά

Αλληλένκυος και η μαμά του
αποθνήσκει εκ θανάτου
αυτός χάνων και την ιδία
δεν επήγε καθόλου εις την κηδία

η σήζυγός του από τη λύπη
τα παιδία της ενκαταλίπει
πίπτουν τα δύο εις πηγάδι
αυτά όλα συνέβησαν βράδι

Γυρίζει αυτός εις το σπίτι
η πεθερά του τον λέγη αλήτη
διότι την κόρην των του δόσαν
κόπτει της πεθεράς του την γλώσαν.

Κάμνει και άλλας παρανομίας
σύλληψις υπό της αστυνομείας
απόφασις καταδικαστική
9 χρόνους μένη φιλακή.

Οι διαβάται τώρα στην γραμμήν
ρίπτουν δάκρυα εις την γην
αξιολύπιτος λέγουν είναι
πόσην διστιχίαν κρύπτουν αι Αθήναι.

Αυτά συνβένουν τακτικά
όταν λαμβάνομε ναρκοτικά
κι όταν τα περιφρονούμε
την υγίαν μας φρουρούμε.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

ΔΕΝ ΞΑΝΑΠΑΩ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΛΕΜΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!!!!!! (ενδεχομένως)


Διότι, είμαι γκαντέμης!!!!!
Διότι φέρνω γκαντεμιά στην ομάδα!
Διότι ξέχασα να πάρω καπνό και είδα το ματς ατσίγαρος.
Διότι έφτασα με 20 λεπτά καθυστέρηση (μα σας παρακαλούμε, να τα εισιτήριά μας -Ναι τα βλέπω, αλλά θα πρέπει να μου πάρετε πίπα για να μπείτε -Όχι, πίπα δεν παίρνουμε -Καλά, μπείτε χωρίς πίπα)
Διότι έγινα καρδιακός και χρειάστηκα 5 ουίσκι για να συνέλθω!
Διότι η τρελή Πανιωνάρα ναι μεν προκρίθηκε, αλλά μας έβγαλε την ψυχή μέχρι να προκριθεί και εγώ δεν είχα τσιγάρα.
Διότι δεν αντέχω να βλέπω το ματς και λίγο πιο δίπλα μου να κάθεται η γκαντέμω Ντόρα Μπακογιάννη (πάλι καλά που δεν έφερε τον πατέρα της μαζί -γκρρρ!)
Διότι έχασα μια βδομάδα ζωής μέχρι να σφυρίξει ο κόραξ.

Εντάξει, θα ξαναπάω γήπεδο, δεν το συζητώ... Αλλά θα πηγαίνω μόνο όταν ξέρω πως η Ντόρα λείπει σε ταξίδι στο εξωτερικό. Δε λέει να ξαναπεράσω τέτοιο τρομακτικό βράδυ...

(Η φωτογραφία είναι από το μπλογκ του αγαπητού εν Πανιωνίω αδελφού)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ ΘΑΦΤΕ ΜΕ, ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΜΟΝΑΧΟ…

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ ΘΑΦΤΕ ΜΕ, ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΜΟΝΑΧΟ…

Τις προάλλες καθόμασταν και γονατίζαμε κάτι ούζα, κάτι άτομα σε ένα ουζερί υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, και ξαφνικά εμφανίστηκε ο περιφερόμενος μπουζουξής να γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι επαναλαμβάνοντας μερακλήδικα το (πιθανότατα) ένα και μοναδικό τραγούδι του ρεπερτορίου του:

"Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο
και δίπλα το μπουζούκι μου, αμάν-αμάν
παρηγοριά μου να 'χω…

Βάλτε και δυό κανναβουριές να βγάζουν κανναβούρια
για να 'ρχονται οι φίλοι μου, αμάν-αμάν
να γίνονται μαστούρια…"


Κατά κανόνα, στις παρέες μου αρέσουν κάτι τέτοια μερακλήδικα άσματα όταν πίνουμε. Χώρια που -μέσα στην ιδιόμορφη νηφαλιότητά μας- έχουμε το βίτσιο να αναλύουμε τα άσματα παντοιοτρόπως: Στιχουργικά, μουσικολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά, εννοιολογικά…

Το συγκεκριμένο άσμα, γρήγορα δίχασε την παρέα, τόσο από θρησκευτικής όσο και από εθνολογικής πλευράς. Όλοι συμφωνήσαμε ότι η παράκληση του μύστη να "θάψουν το μπουζούκι του μαζί του στον τάφο ώστε να έχει ο δόλιος μια παρηγοριά στα σκοτάδια", είχε σαφείς παγανιστικές ρίζες.
(Κάποιος θυμήθηκε το παρωδιακό ποίημα:
"Όταν πεθάνω βάλτε μου το κινητό στο μνήμα
Μα μην το θάψετε βαθιά, γιατί δεν θα 'χει σήμα
"…
Άλλος ένας θυμήθηκε τη μαντινάδα:
"Το μαύρο το πουκάμισο θα βάλω και στον τάφο!
Κι όσο για τσ' Ειδικούς Φρουρούς, στ' αρχίδια μου τους γράφω
!"
Του είπαμε πως η μαντινάδα ήταν σωστή μεν, άσχετη με το θέμα, δε).

Η συζήτηση άναψε όταν εγώ κι άλλος ένας (διαβασμένοι επί του θέματος) ισχυριστήκαμε ότι η συσχέτιση της κηδείας (ή καλύτερα του μνημοσύνου) με την κανναβουριά και τη μαστούρα, δεν είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, αλλά καταγόταν απευθείας από την αρχαία Σκυθία.

Δεν το λέγαμε έτσι αέρα-πατέρα. Το είχαμε βρει στον Ηρόδοτο! (Και για να εξάψουμε τα πνεύματα, είπαμε πως μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι και ο μύστης που έγραψε το τραγούδι, είχε κι αυτός μελετήσει τον Ηρόδοτο! -Βέβαια, υπήρχε και η πιθανότητα ο μύστης-ρεμπέτης απλώς να είχε Σκύθες παγανιστές προγόνους!)

Διότι, τι λέει ο Ηρόδοτος?
Στο τέταρτο βιβλίο των "Ιστοριών" του, (4:70) αρχινάει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύουν οι Σκύθες τους βασιλιάδες τους. Και αμέσως μετά, αρχίζει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύονται οι Σκύθες που ανήκουν στην πλέμπα.
Λέει σχετικά:

Ο Ηρόδοτος λοιπόν, έχει μείνει εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι ενώ οι Σκύθες επί 40 ολάκερες μέρες πάνε επιτάφια βόλτα τους νεκρούς τους (προκειμένου να τους πουν το τελευταίο αντίο φίλοι και γνωστοί) πάνω σε μιαν άμαξα,
(πράγμα που θα έπρεπε να μας θυμίζει το άλλο ενδεχομενως Σκυθο-γενές τραγούδι:
"Ένα όμορφο αμάξι με δυό άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω,
το ντουνιά με τα στραβά και τα παράλογα, καβαλλάρης μια φορά να σεργιανίσω
"),
όταν λοιπόν μετά από 40 μέρες τους θάβουν επιτέλους, αντί να κάτσουν να πλυθούν γερά να φύγει η πτωμαϊνη, αυτοί έριχναν απλώς ένα λουσιματάκι (σμησάμενοι τας κεφαλάς και εκπλυνάμενοι).

Και αμέσως μετά αρχίζει να περιγράφει την κάνναβη, εντυπωσιασμένος από τις ιδιότητες του φυτού, και προσπαθώντας να εξηγήσει τη χρήση του φυτού από τους Σκύθες (οι ιδιότητες της σκυθικής κάνναβης, προφανώς ήταν τόσο διαφορετικές από εκείνες της κάνναβης που υπήρχε στην Ελλάδα… Όχι τυχαία, στο λεξικό του Ησύχιου, η κάνναβις, αν και συχνά φυόμενη στην Ελλάδα, περιγράφεται ως "Σκυθικόν θυμίαμα")

Ε, ο καημένος ο Ηρόδοτος, ως Έλληνας που ήταν, συνηθισμένος στην καθαριότητα, υπέθεσε ότι η ομαδική επιμνημόσυνη μαστούρα που ελάμβανε χώραν στα σαρανταήμερα του μακαρίτη, ίσως είχε την έννοια του μπάνιου και του καθαρμού…
Πράγμα που αν το δούμε διασταλτικά και μεταφορικά, δεν είναι και απολύτως απίθανο…

Προφανώς, λοιπόν, σε ένα τέτοιο είδος μπάνιου, σε ένα τέτοιο είδος καθαρμού κάλεσε τους φίλους του και ο μακαρίτης ο ρεμπέτης-συνθέτης του τραγουδιού "Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο", επηρεασμένος από τα Σκυθικά ήθη και έθιμα.
Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι οι σχέσεις των Σκυθών με τους αρχαίους Έλληνες ήταν παραδοσιακά αρκετά φιλικές, (όπως έχουμε δει και σε παλιότερη δημοσίευση), άρα είναι αρκετά λογικό αυτή η ελληνοσκυθική φιλία να επηρέασε και τους ρεμπέτες στην υιοθέτηση μερικών σκυθικών εθίμων.

(Υστερόγραφον Επί τη ευκαιρία: Το συγκεκριμένο τραγούδι, δυστυχώς, δεν υπάρχει στην πλούσια δισκοθήκη μου. Άμα το έχει κανείς ευγενικός επισκέπτης και θέλει να μου το δανείσει για λίγο σε μορφή εμπιθρίου, ας αφήσει μήνυμα).