ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΩ ΘΑΦΤΕ ΜΕ, ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ ΜΟΝΑΧΟ…
Τις προάλλες καθόμασταν και γονατίζαμε κάτι ούζα, κάτι άτομα σε ένα ουζερί υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, και ξαφνικά εμφανίστηκε ο περιφερόμενος μπουζουξής να γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι επαναλαμβάνοντας μερακλήδικα το (πιθανότατα) ένα και μοναδικό τραγούδι του ρεπερτορίου του:
"Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο
και δίπλα το μπουζούκι μου, αμάν-αμάν
παρηγοριά μου να 'χω…
Βάλτε και δυό κανναβουριές να βγάζουν κανναβούρια
για να 'ρχονται οι φίλοι μου, αμάν-αμάν
να γίνονται μαστούρια…"
Κατά κανόνα, στις παρέες μου αρέσουν κάτι τέτοια μερακλήδικα άσματα όταν πίνουμε. Χώρια που -μέσα στην ιδιόμορφη νηφαλιότητά μας- έχουμε το βίτσιο να αναλύουμε τα άσματα παντοιοτρόπως: Στιχουργικά, μουσικολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά, εννοιολογικά…
Το συγκεκριμένο άσμα, γρήγορα δίχασε την παρέα, τόσο από θρησκευτικής όσο και από εθνολογικής πλευράς. Όλοι συμφωνήσαμε ότι η παράκληση του μύστη να "θάψουν το μπουζούκι του μαζί του στον τάφο ώστε να έχει ο δόλιος μια παρηγοριά στα σκοτάδια", είχε σαφείς παγανιστικές ρίζες.
(Κάποιος θυμήθηκε το παρωδιακό ποίημα:
"Όταν πεθάνω βάλτε μου το κινητό στο μνήμα
Μα μην το θάψετε βαθιά, γιατί δεν θα 'χει σήμα"…
Άλλος ένας θυμήθηκε τη μαντινάδα:
"Το μαύρο το πουκάμισο θα βάλω και στον τάφο!
Κι όσο για τσ' Ειδικούς Φρουρούς, στ' αρχίδια μου τους γράφω!"
Του είπαμε πως η μαντινάδα ήταν σωστή μεν, άσχετη με το θέμα, δε).
Η συζήτηση άναψε όταν εγώ κι άλλος ένας (διαβασμένοι επί του θέματος) ισχυριστήκαμε ότι η συσχέτιση της κηδείας (ή καλύτερα του μνημοσύνου) με την κανναβουριά και τη μαστούρα, δεν είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, αλλά καταγόταν απευθείας από την αρχαία Σκυθία.
Δεν το λέγαμε έτσι αέρα-πατέρα. Το είχαμε βρει στον Ηρόδοτο! (Και για να εξάψουμε τα πνεύματα, είπαμε πως μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι και ο μύστης που έγραψε το τραγούδι, είχε κι αυτός μελετήσει τον Ηρόδοτο! -Βέβαια, υπήρχε και η πιθανότητα ο μύστης-ρεμπέτης απλώς να είχε Σκύθες παγανιστές προγόνους!)
Διότι, τι λέει ο Ηρόδοτος?
Στο τέταρτο βιβλίο των "Ιστοριών" του, (4:70) αρχινάει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύουν οι Σκύθες τους βασιλιάδες τους. Και αμέσως μετά, αρχίζει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύονται οι Σκύθες που ανήκουν στην πλέμπα.
Λέει σχετικά:
Ο Ηρόδοτος λοιπόν, έχει μείνει εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι ενώ οι Σκύθες επί 40 ολάκερες μέρες πάνε επιτάφια βόλτα τους νεκρούς τους (προκειμένου να τους πουν το τελευταίο αντίο φίλοι και γνωστοί) πάνω σε μιαν άμαξα,
(πράγμα που θα έπρεπε να μας θυμίζει το άλλο ενδεχομενως Σκυθο-γενές τραγούδι:
"Ένα όμορφο αμάξι με δυό άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω,
το ντουνιά με τα στραβά και τα παράλογα, καβαλλάρης μια φορά να σεργιανίσω"),
όταν λοιπόν μετά από 40 μέρες τους θάβουν επιτέλους, αντί να κάτσουν να πλυθούν γερά να φύγει η πτωμαϊνη, αυτοί έριχναν απλώς ένα λουσιματάκι (σμησάμενοι τας κεφαλάς και εκπλυνάμενοι).
Και αμέσως μετά αρχίζει να περιγράφει την κάνναβη, εντυπωσιασμένος από τις ιδιότητες του φυτού, και προσπαθώντας να εξηγήσει τη χρήση του φυτού από τους Σκύθες (οι ιδιότητες της σκυθικής κάνναβης, προφανώς ήταν τόσο διαφορετικές από εκείνες της κάνναβης που υπήρχε στην Ελλάδα… Όχι τυχαία, στο λεξικό του Ησύχιου, η κάνναβις, αν και συχνά φυόμενη στην Ελλάδα, περιγράφεται ως "Σκυθικόν θυμίαμα")
Ε, ο καημένος ο Ηρόδοτος, ως Έλληνας που ήταν, συνηθισμένος στην καθαριότητα, υπέθεσε ότι η ομαδική επιμνημόσυνη μαστούρα που ελάμβανε χώραν στα σαρανταήμερα του μακαρίτη, ίσως είχε την έννοια του μπάνιου και του καθαρμού…
Πράγμα που αν το δούμε διασταλτικά και μεταφορικά, δεν είναι και απολύτως απίθανο…
Προφανώς, λοιπόν, σε ένα τέτοιο είδος μπάνιου, σε ένα τέτοιο είδος καθαρμού κάλεσε τους φίλους του και ο μακαρίτης ο ρεμπέτης-συνθέτης του τραγουδιού "Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο", επηρεασμένος από τα Σκυθικά ήθη και έθιμα.
Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι οι σχέσεις των Σκυθών με τους αρχαίους Έλληνες ήταν παραδοσιακά αρκετά φιλικές, (όπως έχουμε δει και σε παλιότερη δημοσίευση), άρα είναι αρκετά λογικό αυτή η ελληνοσκυθική φιλία να επηρέασε και τους ρεμπέτες στην υιοθέτηση μερικών σκυθικών εθίμων.
(Υστερόγραφον Επί τη ευκαιρία: Το συγκεκριμένο τραγούδι, δυστυχώς, δεν υπάρχει στην πλούσια δισκοθήκη μου. Άμα το έχει κανείς ευγενικός επισκέπτης και θέλει να μου το δανείσει για λίγο σε μορφή εμπιθρίου, ας αφήσει μήνυμα).
Τις προάλλες καθόμασταν και γονατίζαμε κάτι ούζα, κάτι άτομα σε ένα ουζερί υπό την σκιάν της Ακροπόλεως, και ξαφνικά εμφανίστηκε ο περιφερόμενος μπουζουξής να γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι επαναλαμβάνοντας μερακλήδικα το (πιθανότατα) ένα και μοναδικό τραγούδι του ρεπερτορίου του:
"Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο
και δίπλα το μπουζούκι μου, αμάν-αμάν
παρηγοριά μου να 'χω…
Βάλτε και δυό κανναβουριές να βγάζουν κανναβούρια
για να 'ρχονται οι φίλοι μου, αμάν-αμάν
να γίνονται μαστούρια…"
Κατά κανόνα, στις παρέες μου αρέσουν κάτι τέτοια μερακλήδικα άσματα όταν πίνουμε. Χώρια που -μέσα στην ιδιόμορφη νηφαλιότητά μας- έχουμε το βίτσιο να αναλύουμε τα άσματα παντοιοτρόπως: Στιχουργικά, μουσικολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά, εννοιολογικά…
Το συγκεκριμένο άσμα, γρήγορα δίχασε την παρέα, τόσο από θρησκευτικής όσο και από εθνολογικής πλευράς. Όλοι συμφωνήσαμε ότι η παράκληση του μύστη να "θάψουν το μπουζούκι του μαζί του στον τάφο ώστε να έχει ο δόλιος μια παρηγοριά στα σκοτάδια", είχε σαφείς παγανιστικές ρίζες.
(Κάποιος θυμήθηκε το παρωδιακό ποίημα:
"Όταν πεθάνω βάλτε μου το κινητό στο μνήμα
Μα μην το θάψετε βαθιά, γιατί δεν θα 'χει σήμα"…
Άλλος ένας θυμήθηκε τη μαντινάδα:
"Το μαύρο το πουκάμισο θα βάλω και στον τάφο!
Κι όσο για τσ' Ειδικούς Φρουρούς, στ' αρχίδια μου τους γράφω!"
Του είπαμε πως η μαντινάδα ήταν σωστή μεν, άσχετη με το θέμα, δε).
Η συζήτηση άναψε όταν εγώ κι άλλος ένας (διαβασμένοι επί του θέματος) ισχυριστήκαμε ότι η συσχέτιση της κηδείας (ή καλύτερα του μνημοσύνου) με την κανναβουριά και τη μαστούρα, δεν είχε τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, αλλά καταγόταν απευθείας από την αρχαία Σκυθία.
Δεν το λέγαμε έτσι αέρα-πατέρα. Το είχαμε βρει στον Ηρόδοτο! (Και για να εξάψουμε τα πνεύματα, είπαμε πως μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι και ο μύστης που έγραψε το τραγούδι, είχε κι αυτός μελετήσει τον Ηρόδοτο! -Βέβαια, υπήρχε και η πιθανότητα ο μύστης-ρεμπέτης απλώς να είχε Σκύθες παγανιστές προγόνους!)
Διότι, τι λέει ο Ηρόδοτος?
Στο τέταρτο βιβλίο των "Ιστοριών" του, (4:70) αρχινάει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύουν οι Σκύθες τους βασιλιάδες τους. Και αμέσως μετά, αρχίζει να περιγράφει με ποιόν τρόπο κηδεύονται οι Σκύθες που ανήκουν στην πλέμπα.
Λέει σχετικά:
Ο Ηρόδοτος λοιπόν, έχει μείνει εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι ενώ οι Σκύθες επί 40 ολάκερες μέρες πάνε επιτάφια βόλτα τους νεκρούς τους (προκειμένου να τους πουν το τελευταίο αντίο φίλοι και γνωστοί) πάνω σε μιαν άμαξα,
(πράγμα που θα έπρεπε να μας θυμίζει το άλλο ενδεχομενως Σκυθο-γενές τραγούδι:
"Ένα όμορφο αμάξι με δυό άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω,
το ντουνιά με τα στραβά και τα παράλογα, καβαλλάρης μια φορά να σεργιανίσω"),
όταν λοιπόν μετά από 40 μέρες τους θάβουν επιτέλους, αντί να κάτσουν να πλυθούν γερά να φύγει η πτωμαϊνη, αυτοί έριχναν απλώς ένα λουσιματάκι (σμησάμενοι τας κεφαλάς και εκπλυνάμενοι).
Και αμέσως μετά αρχίζει να περιγράφει την κάνναβη, εντυπωσιασμένος από τις ιδιότητες του φυτού, και προσπαθώντας να εξηγήσει τη χρήση του φυτού από τους Σκύθες (οι ιδιότητες της σκυθικής κάνναβης, προφανώς ήταν τόσο διαφορετικές από εκείνες της κάνναβης που υπήρχε στην Ελλάδα… Όχι τυχαία, στο λεξικό του Ησύχιου, η κάνναβις, αν και συχνά φυόμενη στην Ελλάδα, περιγράφεται ως "Σκυθικόν θυμίαμα")
Ε, ο καημένος ο Ηρόδοτος, ως Έλληνας που ήταν, συνηθισμένος στην καθαριότητα, υπέθεσε ότι η ομαδική επιμνημόσυνη μαστούρα που ελάμβανε χώραν στα σαρανταήμερα του μακαρίτη, ίσως είχε την έννοια του μπάνιου και του καθαρμού…
Πράγμα που αν το δούμε διασταλτικά και μεταφορικά, δεν είναι και απολύτως απίθανο…
Προφανώς, λοιπόν, σε ένα τέτοιο είδος μπάνιου, σε ένα τέτοιο είδος καθαρμού κάλεσε τους φίλους του και ο μακαρίτης ο ρεμπέτης-συνθέτης του τραγουδιού "Όταν πεθάνω θάψτε με σε μια γωνιά μονάχο", επηρεασμένος από τα Σκυθικά ήθη και έθιμα.
Μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι οι σχέσεις των Σκυθών με τους αρχαίους Έλληνες ήταν παραδοσιακά αρκετά φιλικές, (όπως έχουμε δει και σε παλιότερη δημοσίευση), άρα είναι αρκετά λογικό αυτή η ελληνοσκυθική φιλία να επηρέασε και τους ρεμπέτες στην υιοθέτηση μερικών σκυθικών εθίμων.
(Υστερόγραφον Επί τη ευκαιρία: Το συγκεκριμένο τραγούδι, δυστυχώς, δεν υπάρχει στην πλούσια δισκοθήκη μου. Άμα το έχει κανείς ευγενικός επισκέπτης και θέλει να μου το δανείσει για λίγο σε μορφή εμπιθρίου, ας αφήσει μήνυμα).
Οι αναμνήσεις της αρχαίας θρησκείας στο ρεμπέτικο είναι πάμπολλες. Να σου θυμήσω τα «το Χάρο τον αντάμωσαν πεντ'έξι χασικληδες» οι οποίοι του μιλούν σαν ίσος προς ίσου κι η χάρη που του ζητάν («κι από μας ό,τι θες» του λένε μετά) είναι να πάνε λίγο κρασί στ' «αδέρφια» τους κάτω. Ή το «Πέντε Έλληνες στον Άδη».
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα σου δώσω κι άλλο λίγο υλικό μελέτης, το παρακάτω δημοτικό:
Επέθανε ο Γιάνναρος και έκανε διαθήκη,
Να μην τον θάψουν σ` εκκλησιά, ούτε σε μοναστήρι,
Να πάνε να τον χώσουνε σ` ένα σταυροδρόμι,
ν` αφήσουνε τον πούτσο του τρεις πιθαμές απάνω,
για να περνάει ο βασιλιάς να δένει τ` άλογό του.
Τ` ακούσαν τρεις καλόγριες και πα` να τον εβρούνε.
Η μια παίρνει το κερί κι η άλλη το λιβάνι
κι η τρίτη η χοντρόκωλη, πάει να κάτσει απάνω.
ΜΑ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΚΥΘΕΣ ΝΑ ΩΡΥΟΝΤΑΙ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒΑΡΒΑΡΟΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ...
ΕΝΩ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΧΑΣΙΣΤΕΣ ΤΟΣΑ ΩΡΑΙΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ!
Jean-lyc, σχετικά με αυτό το απίστευτο άσμα για τον "Γιάνναρο που απόθανε" ήδη έχω στα σκαριά ειδικό αφιέρωμα... διότι νομίζω πως αξίζει ειδικής αναφοράς και μνείας!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήAthena, μην ξεχνάς και το επικήδειο άσμα για το Βελουχιώτη, όπου ο συνθέσας, γνωστός χασιστής, λέει:
"Κείνος δε θέλει κλάματα, δε θέλει μοιρολόγια..." Με αποτέλεσμα το άσμα να είναι μια ωραιότατη ζεϊμπεκιά...