"... ο Μεγακλής... επικηρυκευσάμενος προς τον Πεισίστρατον εφ' ώ τε την θυγατέραν αυτού λήψεται, κατήγαγε αυτόν αρχαίως και λίαν απλώς:
Προδιασπείρας γαρ λόγον ως της Αθηνάς καταγούσης Πεισίστρατον, και γυναίκαν μεγάλην και καλήν εξευρών, ως μεν Ηρόδοτός φησιν εκ του δήμου των Παιανιέων, ως δ' ένιοι έγουσιν εκ του Κολλυτού στεφανόπωλιν Θράτταν, ή όνομα Φύη, την θεόν απομιμησάμενος τω κόσμω συνεισήγαγε μετ' αυτού. Και ο μεν Πεισίστρατος εφ' άρματος εισήλαυνε παραιβατούσης της γυναικός, οι δ' εν τω άστει προσκυνούντες εδέχοντο θαυμάζοντες".
Αυτά είναι τα λόγια που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης στην "Αθηναίων Πολιτεία" του, προκειμένου να περιγράψει
αυτό που η Wikipedia αναφέρει με τον εξής λιτό αλλά και σύγχρονο τρόπο:
Ο Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος τη νέα διαμάχη των αντιπάλων του, συμμάχησε με το Μεγακλή, ο οποίος για να απαλλαγεί από το Λυκούργο και τους ολιγαρχικούς, και θεωρώντας ότι ο πλούτος του αρκούσε για να ελέγξει τον Πεισίστρατο, δέχτηκε να τον στηρίξει σε μια μορφή ήπιας τυραννίας ώστε να μην ανατραπεί το σύστημα του Σόλωνα. Του έδωσε μάλιστα για σύζυγο την κόρη του ώστε τα παιδιά που θα αποκτούσε με αυτήν να ένωναν τις δύο οικογένειες, των Αλκμεωνιδών και των Πεισιστρατιδών. Με αυτό τον όρο ο Μεγακλής βοήθησε τον Πεισίστρατο να καταλάβει την εξουσία.
Για να κερδίσει την εύνοια των Αθηναίων αυτή τη φορά ο Πεισίστρατος επινόησε ένα τέχνασμα που ο Αριστοτέλης περιγράφει ως χονδροειδέστατο. Έβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή και υψηλή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας πράγματι εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος έγινε τύραννος για δεύτερη φορά το 558 π.Χ.
Εμείς εδώ, πρώτα απ' όλα κρατάμε τη λέξη "
προσκυνούντες" που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης, και με βάση αυτή τη λέξη τολμάμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι -
άσ' τους σοφούς να λένε- μερικές φορές είναι και παραείναι ελληνικόν το προσκυνείν. Διότι και οι Έλληνες άνθρωποι ήταν, και σαν άνθρωποι που ήταν, κόμπλαραν και πάθαιναν κατιτίς κάθε φορά που πίστευαν πως βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι σ' έναν/μία θεό.
Δεύτερον, κρατάμε το ότι -σε πείσμα των όσων πιστεύουν οι προοδευτικοί συμπολίτες μας- θα πρέπει να είναι κανείς είτε υποψήφιος τύραννος είτε ολιγαρχικών πεποιθήσεων προκειμένου να δείξει τέτοια και τόση ασέβεια προς τους θεούς όση δείχνουν εδώ ο Μεγακλής και ο Πεισίστρατος. Ο απλός δημοκρατικός λαός σέβεται και τιμά τους θεούς -οι ολιγαρχικοί τους ατιμάζουν. Ως εκ τούτου η ασέβεια προς τους θεούς δεν είναι σημάδι προοδευτικότητας -το αντίθετο.
Κυρίως όμως κρατάμε το εξής:
Ότι οι Αθηναίοι -και κατά προέκταση οι Έλληνες- της εποχής του Πεισίστρατου, θεωρούσαν εξαιρετικά πιθανό το ενδεχόμενο μίαν ωραίαν πρωίαν να βρεθούν φάτσα-κάρτα μπροστά σε έναν/μία θεό. Θεό με σάρκα και οστά -ή κάπως έτσι.
Σήμερα τα έχουμε ξεπεράσει αυτά, επομένως ως προς αυτό οι σύγχρονοι Έλληνες (με προεξάρχοντες τους σύγχρονους Έλληνες πολυθεϊστές) έχουμε διαφορετικές πεποιθήσεις από τους Έλληνες της εποχής του Πεισίστρατου. Είμαστε πιο ρεαλιστές, έχουμε μεγαλύτερη επιστημοσύνη, πιανόμαστε κότσοι δυσκολότερα κλπ κλπ.
Σε γενικές γραμμές όσον αφορά το ενδεχόμενο συναντήσεών μας με θεούς, ακολουθούμε τη γραμμή του χιουμοριστικού σλόγκαν "
Συνάντησα τον Δία και με είπε μαλάκα".
Ως προς το θέμα αυτό, λοιπόν, διαφέρουμε πολύ από τους Αθηναίους του Πεισίστρατου.
(
Βέβαια μια άλλη διαφορά μας από τους Έλληνες της εποχής του Πεισίστρατου, είναι το ότι -έτσι όπως πάει το πράμα- τα δισέγγονά μας θα γεννιούνται σκλάβοι και θα δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί σε μια γη που δεν θα τους ανήκει: θα την έχουν αγοράσει "οι πιστωτές μας" μπιρ-παρά. Αντίθετα, τα δισέγγονα των Αθηναίων της εποχής του Πεισίστρατου, έχτισαν Παρθενώνες. Τώρα αν είναι εύστοχη η σύγκριση που κάνω και εάν είναι ευνοϊκή προς εμάς, δεν ξέρω).
Όμως ας υποθέσουμε για λίγο ότι όντως είμαστε σαν τους Αθηναίους της εποχής του Πεισίστρατου. Ότι δηλαδή πιστεύουμε πως υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να συναντηθούμε τετ-α-τετ με έναν ή μία θεό (και σταμάτα να γελάς, αναγνώστη μου, θα καταλήξω σε σοβαρό συμπέρασμα... υπομονή!).
Από τι θα αναγνωρίζαμε τον/την θεό?
Οι Αθηναίοι του Πεισίστρατου είδαν ψηλή γυναίκα, ξερωγώ χλαμύδα ή εσθήτα ή κάτι τέτοιο, πανοπλία, περικεφαλαία και σου λέει εδώ είμαστε, είναι η Αθηνά.
Εσύ τι κριτήρια θα είχες σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο?
Δεν ξέρω.
Δε μπορώ να απαντήσω για λογαριασμό σου.
Απλά με γαργαλάει η υποψία ότι αν τυχόν δεν μπορείς να φανταστείς ας πούμε τον Δία με κοστούμι και γραβάτα και σκαρπίνι γυαλιστερό αλλά μπορείς να τον φανταστείς μόνο με χλαμύδα και σανδάλια, τότε υπάρχει πρόβλημα, όπου ψυχανεμιζόμενος εσένα θα έλεγα ότι περισσότερο ποθείς μια επιστροφή στη μόδα του 500 π.Χ με τις χλαμύδες και λιγότερο κάτι άλλο. Κι αυτό είναι κάτι που έχει ανησυχητικές πλευρές και να το κοιτάξεις, διότι (μπέσα σου μιλάω) παίζει σοβαρά το ενδεχόμενο οι θεοί να μη φοράνε παρά μόνο ρούχα από τη μόδα κάθε εποχής. Και είναι κρίμα να τους θεωρείς παλιομοδίτες και κολλημένους στη μόδα του 500 π.Χ.
Διότι αν μείνεις εκεί με τις χλαμύδες των θεών, ενδέχεται να χάσεις την ουσία του πράγματος -όπως την έχασαν και οι Αθηναίοι του Πεισίστρατου.
Έτσι υποψιάζομαι.
Ρασούλης, Μπακιρτζής,
Μια μέρα ο άγιος Γεώργιος