Als Herr Keuner, der Denkende, sich in einem Saale vor vielen gegen die Gewalt aussprach, merkte er, wie die Leute vor ihm zurückwichen und weggingen. Er blickte sich um und sah hinter sich stehen - die Gewalt.
„Was sagtest du?“, fragte ihn die Gewalt.
„Ich sprach mich für die Gewalt aus“, antwortete Herr Keuner.
Als Herr Keuner weggegangen war, fragten ihn seine Schüler nach seinem Rückgrat. Herr Keuner antwortete: „Ich habe kein Rückgrat zum Zerschlagen. Gerade ich muss länger leben als die Gewalt.“
Und Herr Keuner erzählte folgende Geschichte:
In die Wohnung des Herrn Egge, der gelernt hatte, nein zu sagen, kam eines Tages in der Zeit der Illegalität ein Agent, der zeigte einen Schein vor, welcher ausgestellt war im Namen derer, die die Stadt beherrschten und auf dem stand, dass ihm gehören solle jede Wohnung, in die er seinen Fuß setzte; ebenso sollte ihm auch jedes Essen gehören, das er verlange; ebenso sollte ihm auch jeder Mann dienen, den er sähe.
Der Agent setzte sich in einen Stuhl, verlangte Essen, wusch sich, legte sich nieder und fragte mit dem Gesicht zur Wand vor dem Einschlafen: „Wirst du mir dienen?“
Herr Egge deckte ihn mit einer Decke zu, vertrieb die Fliegen, bewachte seinen Schlaf und wie an diesem Tage gehorchte er ihm sieben Jahre lang. Aber was immer er für ihn tat, eines zu tun hütete er sich wohl: Das war, ein Wort zu sagen. Als nun die sieben Jahre herum waren und der Agent dick geworden war vom vielen Essen, Schlafen und Befehlen, starb der Agent. Da wickelte ihn Herr Egge in die verdorbene Decke, schleifte ihn aus dem Haus, wusch das Lager, tünchte die Wände, atmete auf und antwortete: „Nein.“
„Was sagtest du?“, fragte ihn die Gewalt.
„Ich sprach mich für die Gewalt aus“, antwortete Herr Keuner.
Als Herr Keuner weggegangen war, fragten ihn seine Schüler nach seinem Rückgrat. Herr Keuner antwortete: „Ich habe kein Rückgrat zum Zerschlagen. Gerade ich muss länger leben als die Gewalt.“
Und Herr Keuner erzählte folgende Geschichte:
In die Wohnung des Herrn Egge, der gelernt hatte, nein zu sagen, kam eines Tages in der Zeit der Illegalität ein Agent, der zeigte einen Schein vor, welcher ausgestellt war im Namen derer, die die Stadt beherrschten und auf dem stand, dass ihm gehören solle jede Wohnung, in die er seinen Fuß setzte; ebenso sollte ihm auch jedes Essen gehören, das er verlange; ebenso sollte ihm auch jeder Mann dienen, den er sähe.
Der Agent setzte sich in einen Stuhl, verlangte Essen, wusch sich, legte sich nieder und fragte mit dem Gesicht zur Wand vor dem Einschlafen: „Wirst du mir dienen?“
Herr Egge deckte ihn mit einer Decke zu, vertrieb die Fliegen, bewachte seinen Schlaf und wie an diesem Tage gehorchte er ihm sieben Jahre lang. Aber was immer er für ihn tat, eines zu tun hütete er sich wohl: Das war, ein Wort zu sagen. Als nun die sieben Jahre herum waren und der Agent dick geworden war vom vielen Essen, Schlafen und Befehlen, starb der Agent. Da wickelte ihn Herr Egge in die verdorbene Decke, schleifte ihn aus dem Haus, wusch das Lager, tünchte die Wände, atmete auf und antwortete: „Nein.“
Όταν κάποτε ο κύριος Κόινερ, που όλο στοχαζότανε, μίλαγε κατά της Εξουσίας σε μια αίθουσα μπροστά σε πολλούς, πρόσεξε πώς οι άνθρωποι έκαναν προς τα πίσω και έφευγαν. Έριξε μια ματιά τριγύρω και είδε πίσω του να στέκεται – η Εξουσία.
«Τι έλεγες;» τον ρώτησε η Εξουσία.
«Μίλαγα υπέρ της Εξουσίας», απάντησε ο κύριος Κόινερ.
Όταν ο κύριος Κόινερ είχε φύγει πια, τον ρώτησαν οι μαθητές του για αυτή του την επίκυψη. Ο κύριος Κόινερ απάντησε. «Δεν έχω μέση για τσάκισμα. Ίσα ίσα εγώ πρέπει να ζήσω πιο πολύ από την Εξουσία».
Και ο κύριος Κόινερ διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Στην κατοικία του κυρίου Έγκε, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα τον καιρό της Εκτροπής ένας πράκτορας, κραδαίνοντας ένα επίσημο χαρτί, το οποίο είχε εκδοθεί εν ονόματι αυτών που διαφέντευαν την πόλη, και εκεί έγραφε ότι του ανήκει κάθε κατοικία, στην οποία πατάει το πόδι του· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να του ανήκει και κάθε τι που θα ζητούσε να φάει· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να τον υπηρετεί και κάθε άντρας που θα έβλεπε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε να φάει, πλύθηκε, έγειρε να πλαγιάσει, και με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο ρώτησε πριν αποκοιμηθεί.«Θα με υπηρετήσεις;»
Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, φύλαξε τον ύπνο του, και όπως εκείνη την ημέρα τον υπάκουε επτά ολόκληρα χρόνια. Ό,τι κι αν έκανε όμως γι αυτόν, από ένα πράγμα να κάνει φυλαγόταν : από το να πει μια λέξη. Σαν πέρασαν τα επτά χρόνια και ο πράκτορας είχε χοντρύνει από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε ο πράκτορας. Τότε ο κύριος Έγκε τον τύλιξε στην πολυκαιρισμένη κουβέρτα, τον έσυρε και τον έβγαλε από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, ασβέστωσε τους τοίχους, πήρε μια ανάσα και απάντησε: «Όχι».
«Τι έλεγες;» τον ρώτησε η Εξουσία.
«Μίλαγα υπέρ της Εξουσίας», απάντησε ο κύριος Κόινερ.
Όταν ο κύριος Κόινερ είχε φύγει πια, τον ρώτησαν οι μαθητές του για αυτή του την επίκυψη. Ο κύριος Κόινερ απάντησε. «Δεν έχω μέση για τσάκισμα. Ίσα ίσα εγώ πρέπει να ζήσω πιο πολύ από την Εξουσία».
Και ο κύριος Κόινερ διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
Στην κατοικία του κυρίου Έγκε, που είχε μάθει να λέει όχι, ήρθε μια μέρα τον καιρό της Εκτροπής ένας πράκτορας, κραδαίνοντας ένα επίσημο χαρτί, το οποίο είχε εκδοθεί εν ονόματι αυτών που διαφέντευαν την πόλη, και εκεί έγραφε ότι του ανήκει κάθε κατοικία, στην οποία πατάει το πόδι του· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να του ανήκει και κάθε τι που θα ζητούσε να φάει· έτσι ακριβώς θα έπρεπε να τον υπηρετεί και κάθε άντρας που θα έβλεπε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια καρέκλα, ζήτησε να φάει, πλύθηκε, έγειρε να πλαγιάσει, και με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο ρώτησε πριν αποκοιμηθεί.«Θα με υπηρετήσεις;»
Ο κύριος Έγκε τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, φύλαξε τον ύπνο του, και όπως εκείνη την ημέρα τον υπάκουε επτά ολόκληρα χρόνια. Ό,τι κι αν έκανε όμως γι αυτόν, από ένα πράγμα να κάνει φυλαγόταν : από το να πει μια λέξη. Σαν πέρασαν τα επτά χρόνια και ο πράκτορας είχε χοντρύνει από το πολύ φαΐ, τον ύπνο και τις διαταγές, πέθανε ο πράκτορας. Τότε ο κύριος Έγκε τον τύλιξε στην πολυκαιρισμένη κουβέρτα, τον έσυρε και τον έβγαλε από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, ασβέστωσε τους τοίχους, πήρε μια ανάσα και απάντησε: «Όχι».
Το γερμανικό κείμενο του Μπρεχτ το πήρα από εδώ.
Την ελληνική μετάφραση που έκανε η Ιωάννα Μυτιληνάκη την πήρα από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si