Σάββατο, Απριλίου 13, 2013

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ -19

Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω στο αψηλότερο βουνό
Να ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά.
Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά
Κι όταν θα κλαίω και πονώ θ' αναστενάζει το βουνό.
Απάνω στο βουνό θα μείνω κι από τον κόσμο μακρυά
Θα καίω μόνος, θα πονώ και θα μ' ακούει το βουνό.

Γνωστό το απελπισμένο ρεμπέτικο και θα μπορούσε να γραφτεί ολάκερη διατριβή όσον αφορά τους συμβολισμούς και τους συνειρμούς που -αθέλητα ή ηθελημένα-  κρύβει.
Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Το θέμα μας είναι πως αυτό το άσμα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας πλειάδας τραγουδιών αλλά και καθημερινών εκφράσεων ("είμαστε για να παίρνουμε τα βουνά" κλπ).

Γενικότερα μιλώντας, στην εποχή μας κυριαρχεί η άποψη που λέει πως η απελπισία βρίσκει γιατρειά στο βουνό. Κάτι σε στυλ "όσο πιο ψηλά τόσο πιο καλά".
Όπου, ως γνωστόν, το ύψος μετριέται σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας: "Χίλια διακόσια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας" κλπ κλπ

Όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Φαίνεται πως στα ομηρικά έπη (επομένως στην ομηρική εποχή) οι άνθρωποι την έβλεπαν αλλιώτικα την όλη φάση: Όποτε τους τύλιγε η απελπισία, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πάνε να κάτσουν δίπλα στη θάλασσα και να της εξομολογηθούν τον πόνο τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν πιστέψουμε (εγώ πάντως τον πιστεύω) τον Όμηρο, ε, λες και η θάλασσα μετέφερε στους θεούς τον πόνο του πονεμένου ανθρώπου,  κάτι σχεδόν μαγικό γινόταν και οι θεοί σπλαχνιζόντουσαν τον πονεμένο και απελπισμένο άνθρωπο και κανόνιζαν είτε να εισακουστεί το αίτημά του είτε γενικότερα να καλυτερέψει η θέση του.

Μικρή συλλογή παραδειγμάτων:

Πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας. Ο ιερέας του Απόλλωνα Χρύσης, πάει να ζητήσει από τους Αχαιούς να απελευθερώσουν την κόρη του. Τον διώχνουν. Και τότε, αντί να πάει στο βουνό να κλάψει....


βῆ δ᾿ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσϐοιο θαλάσσης·
πολλὰ δ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ᾿ ὃ γεραιὸς  
Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠΰκομος τέκε Λητώ·
«Κλῦθί μευ ἀργυρότοξ᾿, ὃς Χρύσην ἀμφιϐέϐηκας
Κίλλαν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις,
Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ᾿ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα,
ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί᾿ ἔκηα                  
ταύρων ἠδ᾿ αἰγῶν, τὸ δέ μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»
Ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος, τοῦ δ᾿ ἔκλυε Φοῖϐος Ἀπόλλων,
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
τόξ᾿ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην·

που σημαίνει...

 Την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης
και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας
Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,
εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου.
Τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,
κατέβη από τας κορυφάς του Ολύμπου θυμωμένος,
με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις τους ώμους.


Και, όπως ξέρουμε, αμέσως έγινε το έλα να δεις...
Στη συνέχεια της ίδιας ραψωδίας της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας τσακώνεται με τον Αγαμέμνονα, τα τσουγκρίζουν άσχημα και ο Αχιλλέας αποχωρεί άγρια τσαντισμένος. Και αντί να πάει στο βουνό....


 αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς,
θῖν᾿ ἔφ᾿ ἁλὸς πολιῆς, ὁρόων ἐπ᾿ ἀπείρονα πόντον·  
πολλὰ δὲ μητρὶ φίλῃ ἠρήσατο χεῖρας ὀρεγνύς·
«Μῆτερ, ἐπεί μ᾿ ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα,
τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι
Ζεὺς ὑψιϐρεμέτης· νῦν δ᾿ οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν·
ἦ γάρ μ᾿ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων            
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας.»

που πα να πει

Τότε ο Αχιλλέας έκλαιγε και στ’ ακρογιάλι μόνος
καθήμενος εκοίταζε τ’ απέραντα πελαγη
και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια : 
 «Μητέρ’ , αφού ολιγόχρονον με έχεις γεννημένον,
έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίση ο Δίας
τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ’ έχει αυτός τιμήσει.
Ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
ότι μου άρπαξε αυτός το δώρο μου και το’χει».

Αλλά και στην Οδύσσεια ίδιο είναι το μοτίβο. Για παράδειγμα, στην τέταρτη ραψωδία, ο Μενέλαος αφηγείται την περιπέτειά του σε ένα νησάκι έξω από την Αίγυπτο. 
Είχε ξεμείνει στο νησί μαζί με τους συντρόφους του και κόντευαν να πεθάνουν της πείνας. Αντί όμως αυτός να πάει να κάνει καμιά δέηση στο ψηλότερο σημείο του νησιού....

Είκοσι μέρες οι θεοί μ' είχαν εκεί κλεισμένο,
κι άνεμοι από τα πέλαγα δε μου φυσούσαν πρύμοι,
που τα καράβια σπρώχνουνε στου ωκεανού τα πλάτια.
Και πια δε θα μάς μνήσκανε μήτε θροφές μήτ' άντρες,
άν δε με σπλαχνιζότανε η θεά που γλύτωσέ με,
του γέρου του θαλασσινού, του θείου Πρωτέα η κόρη,
η Ειδοθέα, που άγγιξα περίσσια την καρδιά της.
Μέ βρήκε και σερνόμουνα μόνος μακριά απ' τους άλλους,
που γύριζαν και ψάρευαν με τα γυρτά τ' αγκίστρια,
τί η πείνα τους τα θέριζε σκληρά τα σωθικά τους.

Παρατηρείς? Κι αυτός δίπλα στη θάλασσα ήταν κι έκανε δεήσεις. 
Βέβαια, θα είχες δίκιο να μου πεις "μα δε λέει πως έκανε δεήσεις".
 Πρόσεξε όμως την εξέλιξη της ιστορίας: Η αξιαγάπητη θεά Ειδοθέα, λοιπόν, του δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει ώστε να πάρει πληροφορίες από τον θεό Πρωτέα. Ακούει τις οδηγίες ο Μενέλαος κι αντί να πάει να χτίσει ξερωγώ κανένα ναό στο ψηλότερο σημείο του νησιού, περίμενε να φεξει η μέρα και.... 

Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τράβηξα γιαλό γιαλό μπρός στα πλατιά πελάγη,
παρακαλώντας τους θεούς, με τρείς μαζί συντρόφους,
που ό,τι καταπιανόντουσαν τρανή τους είχα πίστη.

Από την άλλη, ο Οδυσσέας βρισκόταν αποκλεισμένος στο νησί της Καλυψούς. Αντί λοιπόν να πάει στο ψηλότερο ύψωμα του νησιού και να κλαίει τη μοίρα του, μαθαίνουμε στην πέμπτη ραψωδία της Οδύσσειας πως.....

ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων

που σημαίνει

στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν κάθε μέρα,
ψυχοπονώντας ακατάπαυστα με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα.

Με αποτέλεσμα να τον συμπονέσουν οι θεοί και να του κάνουν τη χάρη να γυρίσει στην Ιθάκη. 

Θα μου πεις βέβαια ότι εντάξει, λογικό είναι να κάθονται όλοι τους στη θάλασσα, διότι τι διάολο, δίπλα στη θάλασσα είχαν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί, σε λιμάνια και νησιά εξελίσσονται οι ιστορίες των ταξιδιών είτε του Μενέλαου είτε του Οδυσσέα, και γενικά στη θάλασσα εξελίσσονται τα δύο έπη, ως εκ τούτου αναμενόμενο είναι και οι προσευχές και οι ικεσίες να γίνονται δίπλα στη θάλασσα.

Όχι ότι διαφωνώ με μια τέτοια απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων,  ωστόσο η ιδέα που γέννησε αυτό το κείμενο ήταν ακόμα πιο απλοϊκή. 

Δηλαδή θέλω να πω δηλαδή, ότι βρε παιδί μου, ζεσταίνει ο καιρός, σε λίγο θα πηγαίνουμε για μπανάκι στη θαλασσίτσα και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες κρίσης, ανεργίας και φτώχειας και μιζέριας. Που όρεξη για χαλάρωση, ρακέτες και ανεμελιά (μη σου πω και "που λεφτά για αντιηλιακό) την ώρα που καίγεται το σπίτι μας με τους μαλάκες που 'χουμε μπλέξει...

Η ιδέα λοιπόν είναι ότι αφού έτσι κι αλλιώς όσο είμαστε στην πόλη τους βρίζουμε και θα τους μπινελικώνουμε και θα τους καταριόμαστε, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και δίπλα στη θάλασσα? Για παράδειγμα, γιατί να μην εξιστορήσουμε στη θάλασσα το πόσο καταραμένο χαζομαλάκα θεωρούμε το Τζέφρι, πόσο θα θέλαμε να πάθει (τι να πάθει αυτός... τα έχει πάθει ήδη), γιατί να μην καταραστούμε δίπλα στη θάλασσα το άλλο το χοντροβούβαλο να γίνει πρεζάκιας με έιτζ και να μείνει 40 κιλά, ή ξερωγώ το Σαμαρά να γίνει ακόμα περισσότερο ηλίθιος (αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα -που πολύ αμφιβάλλω) ή και -θετικά- να ζητήσουμε από τους θεούς να μας απαλλάξουν από όλους αυτούς τους δουλικούς καραγκιόζηδες και να βοηθήσουν στην καλυτέρευση των συνθηκών... 

Δεν θα είμαστε και τόσο αυθαίρετοι, αν θυμηθούμε την πονεμένη ιστορία του ρήτορα Δημοσθένη -ο οποίος είχε καημό να γίνει ρήτορας και να εκφωνεί λόγους αλλά δεν μπορούσε γιατί γεννήθηκε τσεβδός ή δεν μπορούσε να πει το "ρο" ή κάτι τέτοιο- και απελπισμένος κατέβαινε στη θάλασσα του Φαλήρου και πάλευε με τον καημό του.... Και κοίτα τι έγινε: Ο σπουδαιότερος ρήτορας όλων των αιώνων!  

Κι από την άλλη, πετάω στο τραπέζι το πηγάδι πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας -ξέρεις εκείνο που ο θρύλος έλεγε πως το άνοιξε ο Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινα πάνω στο βράχο- και το οποίο, παραδόξως, είχε θαλασσινό νερό. Ναούς είχαν εκεί γύρω, πονεμένοι άνθρωποι πήγαιναν εκεί πάνω, υπήρχε ανάγκη να τους ακούσουν οι θεοί, ξέρω κι εγώ πως τη σκεφτόντουσαν τη δουλειά? Θα έχανε η Βενετιά βελόνι αν στα πλαίσια ενός κάτι σαν πειραματική θεολογία δοκιμάζαμε τα όρια του πράγματος μιλώντας την ώρα που μας ακούει η θάλασσα? 

Έλληνες είμαστε, διάολε, τη γλώσσα μας έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου λέει ο έτσι, εδώ κοτζάμ Μίλβα, αν και Ιταλίς ομιλεί στη θάλασσα ελληνιστί, δεν ξέρει αυτή?

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Mi-la-re,
mi-la-re-si