ΜΠΑΜΠΑΚΑ, ΖΑΧΑΡΗ!!!
Τις προάλλες μ' ένα σύντροφο -πάμπτωχο, ως και εγώ- συζητάγαμε το ενδεχόμενο να ιδρύσουμε μια ΜΚΟ (Μη Κυβερνητική Οργάνωση).
Το σκεπτικό μας ήταν απλό: "Δηλαδή αυτοί που τρώνε και πίνουνε μέσω των ΜΚΟ που ίδρυσαν, είναι πιο έξυπνοι από εμάς"?
Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι μάλλον δεν είναι θέμα εξυπνάδας. Ότι μάλλον φταίνε οι ηθικές μας ιεραρχήσεις: Είναι διαφορετικές από τις δικές τους.
Κι επειδή στην εποχή μας δεν μπορεί κάποιος να πάει μπροστά με το σταυρό στο χέρι (ή, έστω, με το κηρύκειο στο χέρι, αν είναι να μιλήσουμε προσωπικά), είπαμε να το ψάξουμε το θέμα, μπας και πιάσουμε κι εμείς την καλή.
Στα πλαίσια του ψαξίματος, μια συντρόφισσα μου έφερε ένα παλαιότερο τεύχος του περιοδικού "Resistencias" (Τεύχος 3, Οκτώβριος 2006), όπου υπάρχει ένα αξιόλογο άρθρο με τίτλο "Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και Κοινωνικά Κινήματα: Αρμονική συμβίωση ή αλληλοσυγκρουόμενες πραγματικότητες;", που φέρει την υπογραφή "Ι.Ι.", ήτις πιθανότατα σημαίνει Ιωσηφίνα Ιακωβίδου (αλλά δεν παίρνω και όρκο).
Επειδή βρήκα ενδιαφέρον το άρθρο, είπα να το μεταφέρω εδώ, έτσι για το ονόρε του πράγματος.
Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και Κοινωνικά Κινήματα:
Αρμονική συμβίωση ή αλληλοσυγκρουόμενες πραγματικότητες;
Σε μια συζήτηση με ένα φίλο για την πραγματική φύση και τη χρησιμότητα των ΜΚΟ, καθώς εξέφραζα τις αμφιβολίες μου κατά πόσο αυτές οι οργανώσεις προσκομίζουν κάτι θετικό στην πορεία των κινημάτων, εκείνος αναφώνησε απορημένος: "Μα τι θέλετε επιτέλους? όσο εσείς αγωνίζεστε για να αλλάξετε τον κόσμο, κάποιοι πρέπει να ασχοληθούν και με τη βελτίωση της ζωής των απλών ανθρώπων. Οι επιτυχίες αυτών των οργανώσεων επηρεάζουν θετικά χιλιάδες ανθρώπους, που να πάρει η ευχή!".
Πράγματι, αυτή είναι μια ισχυρή εικόνα που δικαιώνει γενικότερα τις ΜΚΟ στα μάτια του κόσμου. Είναι όμως έτσι τα πράγματα?
Υπάρχει μια γενικότερη σύγχυση για τον ορισμό και τη φύση των κοινωνικών κινημάτων σε σχέση με τις ΜΚΟ. Ας πούμε από την αρχή ότι ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι και το ότι, παρ' όλο που οι ΜΚΟ του Βορρά έχουν συχνά συνδιαλεχθεί και συνδιαλέγονται με ριζοσπαστικά κινήματα του Νότου, η εμπειρία αυτή έχει πολύ λίγο καταγραφεί και ελάχιστα έχει επιχειρηθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων. Η σύγχυση παρατείνεται ακόμη περισσότερο σε περιπτώσεις χωρών του Νότου όπου συλλογικές δράσεις που έχουν καθαρά τα χαρακτηριστικά κινήματος, αυτοαποκαλούνται ΜΚΟ για να λάβουν αναγνώριση και να διευκολύνουν έτσι τις δοσοληψίες τους με το κράτος ή με κάποια μορφή εξουσίας, ή, σε χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, για να διασφαλίσουν απλώς το δικαίωμα να υπάρχουν.
Αν αποδεχθούμε τον ορισμό του Tarrow για τα κοινωνικά κινήματα ως "συλλογικές διεκδικητικές δράσεις που βασίζονται σε κοινούς σκοπούς και δομές αλληλεγγύης, σε παρατεταμένη αλληλεπίδραση ή σύγκρυση με τις ελίτ, με άλλα κοινωνικά υποκείμενα ή με το κράτος", ή αυτόν του Melucci, που βλέπει τα κινήματα ως "συλλογικές δράσεις που ακφράζουν μια σύγκρουση και συνεπάγονται τη ρήξη με τα όρια συμβατότητας του εξεταζόμενου συστήματος", τότε το κριτήριο της καθοριστικής διαφοράς κινημάτων - ΜΚΟ φαίνεται να επικεντρώνεται στη ρήξη ή όχι με το σύστημα.
Με αυτό το κριτήριο θα έπρεπε να υποστηρίξουμε ότι, γενικά, τα κινήματα παραμένουν προσηλωμένα σε μη θεσμικές μορφές δράσης, ενώ οι ΜΚΟ συνεργάζονται στενά με τους θεσμούς.
Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως υπάρχουν κινήματα όπως το οικολογικό και το φεμινιστικό, τα οποία, ιδιαίτερα κατά την ωρίμανσή τους, συνεργάστηκαν στενά με τους θεσμούς, σε βαθμό τέτοιο που μετατράπηκαν ακόμα και σε πολιτικά κόμματα (πχ. Πράσινοι στη Γερμανία).
Ίσως, λοιπόν, το κεντρικό κριτήριο να μη σχετίζεται άμεσα με την κλασική αντιπαράθεση μεταξύ ριζοσπαστικών και συμβατικών μορφών δράσης αλλά, απλώς, με το κατά πόσο οι ΜΚΟ διευκολύνουν ή όχι την πορεία των κινημάτων.
Απ' αυτή την οπτική το ερώτημα θα έμπαινε κάπως έτσι: αντιπροσωπεύουν μήπως οι ΜΚΟ παγκόσμιες μορφές κινητοποίησης και πίεσης που συμπορεύονται με -ή και εντάσσονται - στα αντίστοιχα κινήματα, συγκροτώντας τις πιο τυπικές, ιεραρχημένες και επαγγελματικοποιημένες πτέρυγές τους, άρα και τις λιγότερο κινηματικές? Ή αποτελούν ένα φαινόμενο εντελώς ανεξάρτητο και, παρόλο που έχουν υιοθετήσει τα αιτήματα και τη ρητορική των κινημάτων, όχι μόνο δεν τα τροφοδοτούν αλλά έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητά τους, επειδή λειτουργούν ως υποκατάστατα κοινωνικής δράσης?
Έχοντας σπρώξει στο κέντρο του σκηνικού αυτό το ερώτημα, θα πρέπει φυσικά να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα οι δύο υποθέσεις να αληθεύουν ταυτόχρονα, παρόλο που η ιστορική εμπειρία έχει διδάξει πως, όταν παρακμάζει ο πολιτικός ακτιβισμός τότε τα κινήματα βάσης αποδυναμώνονται και οι ΜΚΟ ενισχύονται, και αντιστρόφως.
Προτού επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας ρίξουμε μια ματιά στα βασικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τις ΜΚΟ από τα σύγχρονα κινήματα.
Κατ' αρχήν οι οργανωτικές δομές των ΜΚΟ διαφέρουν σημαντικά από αυτές των κινημάτων. Οι ΜΚΟ, ιδιαίτερα οι μεγάλες, χαρακτηρίζονται από τυπική ιεραρχική δομή, σχετικά συγκεντροποιημένη εσωτερική διάρθρωση, αποτελεσματικό έλεγχο επί της βάσης και αξιόλογα πολιτικά και επικοινωνιακά μέσα θεσμικής πίεσης. διαθέτουν εξειδικευμένο, καλοπληρωμένο επαγγελματικό προσωπικό καριέρας, λαμβάνουν τεράστια ποσά για χρηματοδότηση των προγραμμάτων τους από διεθνείς οργανισμούς, από διακρατικές ενώσεις όπως η Ε.Ε., από ιδιωτικά ιδρύματα, από εταιρείες, ακόμα και από κράτη, και καταπιάνονται με στρατηγικούς σχεδιασμούς προγραμμάτων, με σκοπό τον επηρεασμό των δημοσίων πολιτικών. Η επίσημη αποστολή τους και οι οργανωτικοί τους στόχοι είναι συνήθως στενά προσδιορισμένοι, έτσι ώστε να ικανοποιούν τους χρηματοδότες τους.
Η εμμονή των στελεχών τους -γιατί περί στελεχών πρόκειται- στη συγγραφή προτάσεων για χρηματοδότηση προγραμμάτων είναι εντυπωσιακή και φτάνει στο σημείο οι προτάσεις να υποβάλλονται με κριτήριο την πιθανότητα χρηματοδότησής τους και όχι τις ανάγκες της αποστολής που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Όσο για τα μέλη των ΜΚΟ απαριθμούνται σε χιλιάδες, μερικές φορές ακόμα και σε εκατομμύρια, αλλά η ένταξή τους είναι τυπική και παθητική και συνήθως περιορίζεται στην οικονομική συνδρομή. Η λογοδοσία των στελεχών στα μέλη είναι από χαλαρή έως ανύπαρκτη, ενώ είναι πολύ πιο συγκεκριμένη και δεσμευτική απέναντι στους χρηματοδότες, κάτι που δεν συμβαίνει με τα κινήματα, των οποίων η ύπαρξη εξαρτάται απόλυτα από τους υποστηρικτές.
Τα σύγχρονα κινήματα, από την άλλη, είναι πολύ λιγότερο "οργανωμένα", υπό την έννοια ότι δεν έχουν εγγεγραμμένα ή σταθερά μέλη, και δεν διαθέτουν αυστηρή, γραφειοκρατικού τύπου οργάνωση. Παρουσιάζουν, κατά κανόνα, την εικόνα ενός ρευστού ή χαλαρού άτυπου δικτύου ποικίλων κοινωνικών ομάδων και πολιτικών οργανώσεων, ενώ οι αποφάσεις, όπως υποστηρίζεται από τους ίδιους τους ακτιβιστές, λαμβάνονται με οριζόντιο αμεσοδημοκρατικό τρόπο. Φυσικά δεν διαθέτουν επαγγελματικές ηγεσίες.
Τα κοινωνικά κινήματα, επειδή από τη φύση τους στοχεύουν στη ρήξη με το κατεστημένο και στη ριζική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, δεν συμμετέχουν στην πολιτική με τον ίδιο τρόπο που συμμετέχουν οι ΜΚΟ, μέσω δηλαδή οργανωμένων πιέσεων και τακτικών, διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών με τους θεσμούς, με σκοπό την επίτευξη μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων στο υφιστάμενο σύστημα.
Το γεγονός ότι υπάρχουν και κινήματα που συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο, δεν οφείλεται βέβαια σε κάποιο εγγενές κινηματικό χαρακτηριστικό, αλλά είναι, ακριβώς, αποτέλεσμα της ΜΚΟποίησής τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του '80, είχαν ως αποτέλεσμα την απαξίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη σταδιακή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και τη δραματική αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, τόσο μέσα στις ίδιες τις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όσο και ανάμεσα στις χώρες του ολοένα και πλουσιότερου Βορρά από τη μια, και του ολοένα φτωχότερου Νότου από την άλλη.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών έγιναν ολοένα και πιο εμφανείς: ασταθής διεθνής οικονομία, αυξημένη ανεργία στις χώρες του Βορρά, χρηματοοικονομικές κρίσεις στις χώρες του Νότου, υπερδιπλασιασμός του εξωτερικού χρέους των χωρών του τρίτου κόσμου, αύξηση του χάσματος μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών χωρών του πλανήτη.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στην έξαρση της αγανάκτησης για το σύστημα που προκαλεί αυτά τα φαινόμενα και για τους διακρατικούς οργανισμούς που το υποστηρίζουν.
Η αντίσταση κατά του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε "συμπτωματικά" τα μεγάλα του κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ, Παγκόσμια Τράπεζα), να αυξήσουν τα ποσά χρηματοδότησης στις ΜΚΟ. Με αυτό τον τρόπο επιδίωξαν να υποβαθμίσουν το ρόλο του κράτους πρόνοιας, αφού τις κοινωνικές υπηρεσίες στα θύματα του νεοφιλελευθερισμού θα τις παρείχαν τώρα οι ΜΚΟ. Με άλλα λόγια, αφού φρόντισαν πρώτα να καταδικάσουν ολόκληρους πληθυσμούς στη φτώχεια και να καταστρέψουν το περιβάλλον, χρηματοδότησαν εκ των υστέρων τις ΜΚΟ για να προσφέρουν έργα "αυτοβοήθειας" ώστε να καταπολεμηθούν αυτά τα φαινόμενα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Βολιβίας, όπου για να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του '80, χρηματοδοτήθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ διάφορες ΜΚΟ με το καθόλου εμελητέο ποσό των $738 εκατομμυρίων. Φυσικά, μόνο το 15-20% της βοήθειας έφτασε στο φτωχό πληθυσμό, ενώ το υπόλοιπο σπαταλήθηκε σε μισθούς και λειτουργικά έξοδα των ΜΚΟ.
Έτσι, ενώ οι ΜΚΟ ήταν απασχολημένες με το νέο "ανθρωπιστικό" τους ρόλο και την εκπόνηση προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο, οι νεοφιλελεύθεροι αφέθηκαν ελεύθεροι να προβαίνουν σε περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις και άλλες συναφείς πολιτικές. Οι οργανώσεις, βέβαια, λόγω δεσμεύσεων προς τους χρηματοδότες τους περιόρισαν τον καταγγελτικό τους λόγο σε μια κριτική κατά του κρατισμού, αντί του συστήματος που γεννά τα φαινόμενα που υπόσχονται να περιορίσουν και, όπως θα ήταν αναμενόμενο, απείχαν από οπιεσδήποτε μαζικές κινητοποιήσεις. Οικειοποιήθηκαν όμως τη γλώσσα της Αριστεράς και των κινημάτων, με αποτέλεσμα φράσεις όπως "λαϊκή ισχύς", "ισότητα των φύλων", "αειφόρος ανάπτυξη" κλπ να χρησιμοποιούνται ευρέως και να φιγουράρουν στις μπροσούρες των προγραμμάτων τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί σε αρκετές περιπτώσεις μια σχέση έντασης και αλληλοαπόρριψης με τα κοινωνικά κινήματα, αφού ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για επιρροή στους φτωχούς και αποκλεισμένους πληθυσμούς.
Οι σχέσεις οξύνθηκαν περισσότερο όταν κάποιες ΜΚΟ, ιδιαίτερα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, στρατολόγησαν στελέχη από τον χώρο των κοινωνικών κινημάτων, ακόμα και πρώην ηγέτες αντάρτικων, μερικοί από τους οποίους ίσως να προσελκύσθησαν από την ελπίδα ότι μια τέτοια πρόσβαση θα τους έδινε τη δυνατότητα να επιχειρήσουν σημαντικές αλλαγές (το προσφερόμενο πακέτο πάντως, ήταν αρκούντως ελκυστικό: παχυλοί μισθοί, γόητρο και αναγνώριση, επαγγελματικά ταξίδια, χλιδάτα γραφεία, πρωτοκλασάτο προσωπικό και σχετική προστασία από την απειλή της κρατικής βίας).
Η πιο σοβαρή επίπτωση της ρήξης των σχέσεων μεταξύ ΜΚΟ και κινημάτων, ήταν η απο-πολιτικοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και ο κατακερματισμός τους σε μικρές ομάδες που ανταγωνίζονται για οικονομική υποστήριξη.
Η αποπολιτικοποίηση ήρθε ως συνέπεια της γενικής απολίτικης αντίληψης των ΜΚΟ περί "αυτοβοήθειας" και ιδιωτικής αρμοδιότητας σε θέματα όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, η φτώχεια, η ανισότητα κλπ, τα οποία θίγονται επιφανειακά και μεμονωμένα χωρίς ποτέ να γίνεται αναφορά στα πραγματικά αίτια αυτών των καταστάσεων.
Όσο για τον κατακερματισμό σε μικρές ομάδες και τον ανταγωνισμό για πόρους, δυστυχώς μετατρέπει τις ντόπιες κοινότητες από ενεργά υποκείμενα της κοινωνίας των πολιτών σε εμπορεύματα της βιομηχανίας των διεθνών ΜΚΟ. Και όλα αυτά στο όνομα της ίδιας της "κοινωνίας των πολιτών"!
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, η ανάληψη από τις ΜΚΟ ενός μεγάλου μέρους της δουλειάς για κοινωνική πρστασία, υποβάθμισε την έννοια της δημόσιας ευθύνης και ενίσχυσε τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την επίλυση κοινωνικών προβλημάτων και τη σημασία των ιδιωτικών πόρων προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι ΜΚΟ, πάντως, δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν τα περιεκτικά προγράμματα που το κράτος-πρόνοιας είναι σε θέση να συντηρήσει, απλώς προσφέρουν περιορισμένες υπηρεσίες σε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων. Με αυτό τον τρόπο, οι φτωχοί και αποκλεισμένοι πληθυσμοί συνεχίζουν να πληρώνουν φόρους για να χρηματοδοτούν το νεοφιλελεύθερο κράτος χωρίς να παίρνουν τίποτα σε αντάλλαγμα, ενώ προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες τους μέσω των ιδιωτικών προγραμμάτων "αυτοβοήθειας".
Ένα άλλο σοβαρό θέμα είναι η σχέση των ΜΚΟ του Βορρρά με τα κινήματα και τις ΜΚΟ του Νότου. Εκτός του ότι παρατηρείται μια υπερεκπροσώπηση των οργανώσεων του Βορρά και μια οικονομική εξάρτηση των οργανώσεων του Νότου από αυτές, ακόμη πιο ανησυχητική είναι η τάση να καθορίζεται η ατζέντα εργασίας των οργανώσεων του Νότου από τις ΜΚΟ του Βορρά. Έτσι, οι φεμινίστριες του Νότου αναγκάζονται να δραστηριοποιούνται πρώτιστα σε θέματα όπως η βία κατά των γυναικών, παρόλο που οι ίδιες θεωρούν πολύ πιο σημαντικά τα ζητήματα της φτώχειας και του αποκλεισμού.
Στα φαινόμενα που περιγράψαμε, και που έχουν γίνει ιδιαίτερα ορατά τα τελευταία 15 χρόνια, θα πρέπει να προσθέσουμε τη βαρύτητα που από τις κρατικές αρχές εσκεμμένα δίνεται στις ΜΚΟ, ως αντιπροσώπων της λεγόμεης κοινωνίας των πολιτών.
Ακόμα κι όταν οι ίδιες οι ΜΚΟ το αρνούνται ανοικτά, συχνά αντιμετωπίζονται από τις αρχές ως εκπρόσωποι κάποιων κινημάτων, έτσι ώστε οι άνθρωποι της εξουσίας να μπορούν να ισχυριστούν ότι κατά τη λήψη ορισμένων αποφάσεων συμβουλεύτηκαν την "κοινωνία των πολιτών", όταν το μόνο που έκαναν ήταν να συμπεριλάβουν μια χούφτα ΜΚΟ στην όλη συζήτηση.
Φυσικά δεν υπηρετούν πάντα όλες οι ΜΚΟ τα συμφέροντα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κυβερνήσεων. Υπάρχουν μερικές που βρέθηκαν αλληλέγγυες με τα κινήματα, λειτούργησαν συμπληρωματικά με αυτά και αγωνίστηκαν να αναπτύξουν εναλλακτικές πολιτικές ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Τα παραδείγματα είναι αρκετά. Αρκεί να θυμηθούμε τη συμμετοχή πληθώρας ΜΚΟ στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στις κινητοποιήσεις του Σιάτλ το 1999, και γενικότερα στην όλη πορεία του κινήματος αυτού, όπου πολλές ΜΚΟ συμμετείχαν και συμμετέχουν με ποικίλους τρόπους, ή τα αρχικά στάδια της δραστηριότητας της Greenpeace η οποία ενίσχυσε εξαιρετικά το οικολογικό κίνημα.
Άσχετα, ωστόσο, από το αν κάποιες ΜΚΟ συμπλέουν με την κινηματική δράση και την ωφελούν συγκυριακά, η διπλή αρνητική τους όψη, δηλαδή οι ιεραρχημένες δομές και η χρηματοδότησή τους από ύποπτα κέντρα, ασκεί μια διαρκή κακή επιρροή στα κινήματα.
Ξαναβρίσκουμε λοιπόν μπροστά μας την κλασική άποψη που πρεσβεύει ότι, γενικά, η θεσμοθέτηση ιεραρχικών δομών οδηγεί αργά ή γρήγορα σε συμβατικές μορφές δράσης.
Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί οι ΜΚΟ καταλήγουν σχεδόν πάντα να χάνουν τη ζωτικότητα και την αυθεντικότητα που είχαν αρχικά ως πτέρυγες κοινωνικών κινημάτων. Όσο για τη ΜΚΟποίηση των κινημάτων μέσω ισχυρών οργανωτικών δομών, καταλήγει στην επαγγελματικοποίηση και την ιδιωτικοποίηση της διαμαρτυρίας και σ' αυτό που ο Michels ονομάζει "σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας". Αποτέλεσμα, η εξημέρωση του κινήματος, η αποστέρησή του από τα αρχικά επίπεδα ζωτικότητας, αυθεντικότητας, πολιτικοποίησης, ριζοσπαστικοποίησης και άμεσης δημοκρατίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Με το κηρύκειο στο χέρι; Ενδιαφέρον!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρειάζεται καμια φορα να κατέβει με φόρα και σε κανένα κεφάλι, μπας και το σπάσει! :-)
θα έλεγα φτιάχνουν την γραμμή,να μην αντιλαμβάνονται οι πολλοί τον ξυνό λόγο.να μην πηγαίνουν στα Ελευσίνια,αλλά σε καταυλισμούς άπυρους να οδηγούνται.
ΑπάντησηΔιαγραφή