Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2013

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ -16


Στους τελευταίους στίχους της Β' Ραψωδίας της Ιλιάδας, ο Όμηρος βρίσκει έναν τρόπο να απαριθμήσει τα στρατεύματα όσων ήταν σύμμαχοι με τους Τρώες.  Μεταξύ άλλων, απαριθμεί και τους πολεμιστές που διοικούσε ο Πάνδαρος.

Οἳ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον Ἴδης
ἀφνειοὶ πίνοντες ὕδωρ μέλαν Αἰσήποιο
Τρῶες, τῶν αὖτ' ἦρχε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱὸς
Πάνδαρος, ᾧ καὶ τόξον Ἀπόλλων αὐτὸς ἔδωκεν.

που σε απλά ελληνικά σημαίνει περίπου τα εξής:

Ἀπὸ τῆς ῎Ιδης τις ποδιὲς οἱ Τρῶες τῆς Ζελείας,
πλούσιος λαὸς ποὺ τὸ βαθὺ πίνει νερὸ τοῦ Αἰσήπου,
τοὺς οποίους διοικοῦσε ὁ λαμπρός γιός του Λυκάονος,
ο Πάνδαρος, στον οποίο το τόξο το είχε δώσει ο ίδιος ο Απόλλων.

Κι έτσι μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τον Πάνδαρο.
Έναν από τους σχετικά άσημους συμμετέχοντες στην Ιλιάδα, που όμως η περίπτωσή του θα άξιζε μια μπαλάντα...

Αυτός ο Πάνδαρος, μας λέει λοιπόν ο Όμηρος, ήταν τοξοβόλος και μάλιστα φημισμένος τοξοβόλος.
Και ήταν φημισμένος τοξοβόλος ακριβώς επειδή "ο ίδιος ο Απόλλων του είχε δώσει το τόξο".

Ερώτηση:
Κυριολεκτεί ο Όμηρος όταν λέει πως ο ίδιος ο Απόλλων έδωσε το τόξο στον Πάνδαρο?

Απάντηση:
Όλα δείχνουν πως ο Όμηρος κυριολεκτεί (όμως εμείς, για να αποφύγουμε άσκοπες θεολογικές διαμάχες με τα άθεα και ημι-άθεα αδέρφια μας, ας πούμε απλώς ότι ο Όμηρος ίσως κυριολεκτεί αλλά ίσως και να μιλάει μεταφορικά).

Πρόσεξε τώρα:
Σε κάθε περίπτωση, ο Όμηρος αποφεύγει να διευκρινίσει για ποιόν στην ευχή λόγο ο Απόλλων επέλεξε να δώσει το τόξο στον Πάνδαρο. Δηλαδή, αποφεύγει να μας πει κάτι σε στυλ ¨ο Πάνδαρος κρίθηκε πως ήταν ο πιο άξιος / ικανός / κατάλληλος / εκλεκτός / κλπ κλπ για να λάβει το τόξο".

Δεν τον απασχολεί αυτό τον ποιητή, διότι εν προκειμένω το ζήτημα που τον απασχολεί είναι να μας μπουν 5-6 ψύλλοι στ' αυτιά σχετικά με το τι σημαίνει να έχει κάποιος ένα θεϊκό δώρο ή χάρισμα.

Και μη φανταστείς ότι στο μυαλό του Ομήρου (και της Μούσας του, βέβαια) είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο το να έχει κάποιος ένα θεϊκό δώρο ή χάρισμα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: Ο Όμηρος περιγράφει έναν κόσμο γεμάτο θεούς, με τους θεούς να επεμβαίνουν ακατάπαυστα και αδιάλειπτα και καθοριστικά στις ανθρώπινες υποθέσεις.
Παίρνουν μέρος σε μάχες, προστατεύουν θνητούς, τους δίνουν δώρα και ταλέντα και χαρίσματα...
Ένα εκ των οποίων (ένα ανάμεσα στα πολλά πολλών) είναι και το τόξο του Πάνδαρου.

Η πολεμική αρετή του τοξότη Πανδάρου, λοιπόν, και η φήμη του, βασιζόταν στο τόξο που του είχε δώσει ο ίδιος ο Απόλλων -ό,τι κι αν σημαίνει η φράση.
Αυτό το τόξο είχε κάνει ένδοξο τον Πάνδαρο, αυτό τον είχε κάνει ξακουστό, αυτό τον είχε κάνει αναγκαίο στην άμυνα των Τρώων.
Η δυναμή του ήταν το τόξο του.
Το τόξο του ήταν που τον έκανε πολεμικό ηγέτη του λαού του.
Αν δεν το είχε, ενδεχομένως θα ήταν ένας απλός μαχητής που ενδεχομένως δεν θα είχε μείνει στην αιωνιότητα εφόσον ενδεχομένως δεν θα τον ανέφερε ο Όμηρος.

............................

Τον Πάνδαρο τον ξανασυναντάμε στην τέταρτη ραψωδία της Ιλιάδας.
Όμως προκειμένου να πάρουμε χαμπάρι τι έχει συμβεί, καλό θα ήταν να δούμε πρώτα (περιληπτικά) όσα έχουν γίνει στην τρίτη ραψωδία.

Η κατάσταση στην εξιστόρηση του έπους είναι η εξής:

Στην τρίτη ραψωδία, οι Αχαιοί και οι Τρώες έχουν συμφωνήσει ότι θα μονομαχήσουν ο Μενέλαος, ο νόμιμος σύζυγος της Ελένης, με τον Πάρι, τον άνθρωπο που άρπαξε την Ελένη. Όποιος από τους δύο νικήσει θα πάρει για πάντα την Ελένη (μαζί με τους υπόλοιπους θησαυρούς που τσούρνεψε ο Πάρις), ενώ οι υπόλοιποι εμπόλεμοι θα κάνουν ειρήνη και θα γυρίσουν ο καθένας στο σπίτι του.

Ούτε περιττοί σκοτωμοί θνητών ούτε τίποτα.

Πράγματι μονομαχούν και η μονομαχία γέρνει υπέρ του Μενελάου και ενάντια στον Πάρι, αλλά ξαφνικά έχουμε θεϊκή εμπλοκή:
Η Αφροδίτη αναλαμβάνει να σώσει -και σώζει- τη ζωή του Πάρι, μεταφέροντάς τον εντός των τειχών της Τροίας.

Άσκοπη λοιπόν η προηγηθείσα συμφωνία των θνητών. Ο Πάρις σώζεται, επομένως οι σαστισμένοι Τρώες ισχυρίζονται πως το αποτέλεσμα της μονομαχίας είναι ισόπαλο, ενώ οι -εξίσου σαστισμένοι- Αχαιοί ισχυρίζονται πως ο Μενέλαος νίκησε στα σημεία, επομένως πρέπει να τους δοθεί η Ελένη και οι υπόλοιποι θησαυροί που έκλεψε ο Πάρις απ' την Ελλάδα -μαζί με κάποιες πολεμικές αποζημιώσεις εκ μέρους των Τρώων- και μετά ο καθένας να γυρίσει στο σπίτι του και στις δουλειές του.

Ταυτόχρονα με όλα αυτά οι θεοί (πλην της Αφροδίτης, προφανώς) κάνουν μια αμεσοδημοκρατική συνελευσιακή διαδικασία σε ένα αμφιθέατρο στον Όλυμπο.
Αποφασίζουν ότι το πρέπον θα ήταν να μην ευνοήσουν το ειρηνευτικό σχέδιο που σκαρφίστηκαν οι θνητοί -αντίθετα, οι θεοί αποφασίζουν να επέμβουν ώστε να ανάψουν ξανά τις μάχες ανάμεσα στους εμπόλεμους.

Τώρα θα μου πεις "καλά, τόσο πολεμοχαρείς είναι οι θεοί ώστε να ευνοούν τον πόλεμο και όχι την ειρήνη?"... και θα σου απαντήσω ότι δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι "πόλεμος πατήρ πάντων" έλεγε ο ένας μου παππούς, και "η βία είναι η μαμή της ιστορίας" έλεγε ο άλλος μου παππούς. 
Υποθέτω λοιπόν ότι οι θεοί διάβαζαν Μαρξ και Ηράκλειτο -ή, ίσως, ο Μαρξ και ο Ηράκλειτος έπαιρναν γραμμή απ' τους θεούς, οι οποίοι εν προκειμένω ψήφισαν βία και πόλεμο.

Την υλοποίηση της απόφασής τους οι θεοί την ανέθεσαν στην Αθηνά.

Η Αθηνά κατεβαίνει σαν "αστέρας λαμπρός" απ' τον οποίο "πολλοί σπινθήρες ίενται", σαν λαμπρό αστέρι που πετάει σπίθες δηλαδή, (όποιο φυσικό φαινόμενο κι αν σηματοδοτούν -ενδεχομένως-  αυτές οι λέξεις) και μόλις φτάνει στο στρατόπεδο των Τρώων (οι οποίοι κοιτούν απορημένοι το φυσικό φαινόμενο), παίρνει τη μορφή ενός Τρώα που λεγόταν Λαόδοκος και...

...ολούθε τον ισόθεο Πάνδαρο ζητούσε, αv θα τον έβρει.
Τον βρήκε τον τρανό, τον άψεγο γιο του Λυκάονα κάπου
κοντά να στέκει, και τρογύρα του γερές ζυγιές κάθονταν 
οι αρματωμένοι, που του ακλούθηξαν απ᾿ τα νερά του Αισήπου'
κι ως στάθη ομπρός του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Γιε του Λυκάονα πολεμόχαρε, θες να μ᾿ ακούσεις τώρα;
Σαγίτα στο Μενέλαο γρήγορη στο λέει η καρδιά να ρίξεις;
Οι Τρώες θα σε δόξαζαν όλοι τους, και θα τους είχες κάνει
χάρη τρανή, κι απ᾿ όλους πιότερο στο βασιλιά τον Πάρη.
Πρώτος εκείνος με αξετίμητα θα σε τιμούσε δώρα,
αν το Μενέλαο τον πολέμαρχο πα στην πυρά θωρούσε
τη φαρμακούσα, απ᾿ τη σαγίτα σου θανατολαβωμένο.
Τον ξακουστό Μενέλαο δόξεψε λοιπόν, ομπρός, κι ευκήσου 
στο μακροσαγιτάρη Απόλλωνα το φωτογεννημένο,
πλήθος αρνιά μονοχρονίτικα στη χάρη του να σφάξεις,
όντας γυρίσεις στην πατρίδα σου, την άγια Ζέλεια, πίσω».

Έτσι η Αθηνά μιλώντας γύρισε του άφρονα τα φρένα...

Και πράγματι, ο Πάνδαρος κάνει αυτό που τον συμβούλεψε η Αθηνά:
Τσακώνει το τόξο του, ριχνει μια γρήγορη προσευχή στον Απόλλωνα και τοξεύει τον Μενέλαο.

Όμως, παρ' όλο που ο Πάνδαρος σημαδεύει σωστά και πετυχαίνει τον Μενέλαο, ο Μενέλαος σώζεται επειδή η Αθηνά επεμβαίνει κάνοντας μια κίνηση "ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ᾽ ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ" ("σαν την κίνηση που κάνει η μάνα για να διώξει μια μύγα που ενοχλεί το παιδί της το οποίο εκείνη την ώρα γλυκοκοιμάται") και ο Μενέλαος απλώς τραυματίζεται -αλλά επιζεί.

Με αυτό τον τρόπο, οι Τρώες έχουν οριστικά καταπατήσει τη συμφωνία -και ο πόλεμος ξαναρχίζει.

Θα μου πεις τώρα,
*Τι νόημα έχει το να σημαδεύει κάποιος με το τόξο που του έχει δώσει ο ίδιος ο Απόλλων αν είναι να επεμβαίνει η Αθηνά και να ακυρώνει τη στόχευση του τοξοβόλου?
*Επίσης, για ποιό λόγο η Μούσα οδήγησε τον ποιητή να ονομάσει "άφρονα" τον Πάνδαρο? Για ποιό λόγο είναι "άφρονας" εφόσον απλώς άκουσε την προτροπή της θεάς Αθηνάς -που είναι η θεά της φρόνησης?
*Και, εν τέλει, που είναι ο Απόλλων και γιατί δεν υπερασπίζει την τιμή του τόξου του?

Και, υποθέτω, καθώς με ρωτάς κάτι τέτοια, αρχίζει μέσα σου να σχηματοποιείται μια ιδέα που λέει κάτι σε στυλ "τα δώρα των θεών δίνονται στους θνητούς όχι τόσο για την καλοπέραση των ίδιων των θνητών, όσο για την εκπλήρωση των μακροπρόθεσμων σχεδίων των θεών". 

Ελπίζω να μη σε πιάνει το παράπονο: Δεν είναι και τόσο κακό το να ακυρώνονται τα σχέδια των θνητών. Πάντα τα σχέδια των θεών είναι πιο ολοκληρωμένα.
....................
Ο τοξοβόλος Πάνδαρος λοιπόν έχει μείνει ν' αναρωτιέται τι πήγε στραβά.

Στην Ε΄ ραψωδία της Ιλιάδας, η Αθηνά επεμβαίνει και εμψυχώνει τον Διομήδη, ο οποίος Διομήδης με την ενθάρρυνση και τη συμπαράσταση και τα χαρίσματα που του δίνει η Αθηνά, παίρνει αμπάριζα τους Τρώες. Οι Τρώες τρέχουν και ο Διομήδης τους κατατροπώνει.

Ο Αινείας, ένας από τους βασικούς ηγέτες των Τρώων, ψάχνει απελπισμένος τον Πάνδαρο με το τόξο που του είχε δώσει ο Απόλλωνας. Ο Πάνδαρος και το τόξο του Απόλλωνα έμοιαζε η μοναδική ελπίδα προκειμένου να αναχαιτιστεί το γενικευμένο "ντου" του Διομήδη και της Αθηνάς.

Λέει ο Όμηρος -σε νεοελληνική μετάφραση, βέβαια:

Ο Αινείας...
τὸν ἰσόθεον Πάνδαρον ζητοῦσε ν’ ἀπαντήση·
κι ἐβρῆκε τὸν ἀσύγκριτον καὶ τὸν ἀνδρειωμένον
Λυκαονίδην, κι ἔμεινεν ἐμπρός του καὶ τοῦ εἶπε:      
«Πάνδαρε, ποῦ τὸ τόξο, ποῦ τὰ φτερωτά σου βέλη,
ἡ δόξα ποῦ ; Καὶ ἰσόπαλον κανένα ἐδῶ δὲν ἔχεις,
οὐδὲ μὲς στὴν Λυκίαν σου δὲν εἶναι ἀνώτερός σου.
Ἀλλ’ ἔλα, εὔχου τοῦ Διὸς καὶ βέλος ρίξε εἰς τοῦτον
τὸν ἄνδρα ποὺ μανίζει ἐδῶ καὶ ἀφάνισε τοὺς Τρῶας,
ὅτι τὰ γόνατ’ ἔλυσε πολλῶν καὶ ἀνδρειωμένων,
ἐκτὸς ἄν εἶναι τις θεὸς ποὺ ὠργίσθη διὰ θυσίες
στοὺς Τρῶας· εἶναι φοβερὴ ἡ ὀργὴ τῶν ἀθανάτων».
Τότε ὁ λαμπρὸς ἀπάντησε σ’ αὐτὸν Λυκαονίδης:
«Τῶν χαλκοφράκτων Τρωαδιτῶν, ὦ βουληφόρ’ Αἰνεία,      
εἰς ὅλα φαίνεταί μου αὐτὸς ὁ ἀνδρεῖος Διομήδης,
διακρίνω τὴν ἀσπίδα του, τὸ κωνικό του κράνος
καὶ τ’ ἄλογα· πλὴν καθαρὰ δὲν ξεύρω ἂν θεὸς εἶναι.
Καὶ ἂν εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγω ἐγὼ ὁ ἀνδρεῖος Τυδεΐδης,
δὲν εἶναι ἀνθρώπου ἡ λύσσ’ αὐτὴ καὶ κάποιον στὸ πλευρό του
ἔχει θεὸν ἀθώρητον μὲ νέφος τυλιγμένον,
ποὺ ἔγυρε ἀλλοῦ τὸ πτερωτὸν ἀκόντι ποὺ τὸν πῆρε,
ὅτι ἤδη βέλος τοῦ ᾽ριξα καὶ τὸν δεξιόν του ὦμον
τοῦ πέτυχα κι ἐπέρασα τοῦ θώρακος τὸ κύτος
κι ἐθάρρουν πὼς τὸν ἔστειλα στὸ δῶμα τοῦ Ἀϊδωνέως,      
καὶ ὅμως δὲν τὸν φόνευσα· θεὸς εἶναι ὀργισμένος.
Τοὺς ἵππους μου διὰ ν’ ἀνεβῶ τ’ ἁμάξια ἐδῶ δὲν ἔχω,
ἀλλὰ μὲς στοῦ Λυκάονος τὰ μέγαρ’ εἶναι ἁμάξια
ἕνδεκα νέα κι εὔμορφα, μὲ πέπλους σκεπασμένα
κι εἰς κάθε ἁμάξ’ εἶναι σιμὰ ζευγαρωτὰ πουλάρια,
στέκουν καὶ τρώγουν τὴν ζειὰ καὶ τὸ λευκὸ κριθάρι.
Πολὺ τωόντι ὁ γέροντας πολεμιστὴς Λυκάων
μὲ νουθετοῦσ’ ὅτ’ ἄφηνα τὰ ὡραῖα μέγαρά μας·
μοῦ ᾽λεγεν εἰς τ’ ἁμάξια μου καὶ στ’ ἄλογ’ ἀναβάτης
νὰ ὁδηγῶ Τρῶας στοὺς δεινοὺς ἀγῶνες τοῦ πολέμου˙      
καὶ τὴν καλήν του συμβουλὴν δὲν ἄκουσ’ ἀπὸ φόβον
γιὰ τ’ ἄλογά μου εἰς ἄφθονην τροφὴν συνηθισμένα,
μήπως εἰς τόπον, ὅπου κλειοῦν ἐχθροί, τροφὴ τοὺς λείψη·
τ’ ἄφηκ’ αὐτοῦ, κι ἦλθα πεζὸς στὸ ῎Ιλιον, θαρρώντας
στὸ τόξο, ἀλλὰ δὲν ἔμελλεν αὐτὸ νὰ μ’ ὠφελήση.
Διότι ὡς τώρα ἐτόξευσα τῶν πολεμάρχων δύο,
τὸν Ἀτρείδην, ἔπειτα τὸν Διομήδη κι αἷμα
τὸ βέλος μου τοὺς ἔβγαλε διὰ ν’ ἀγριεύσουν πλέον.
Σ’ ὥραν κακὴν ξεκρέμασα λοιπὸν τὸ τόξο τοῦτο,
ὅταν ἀνδρείων ἀρχηγὸς διὰ τὴν τερπνὴν Τρωάδα      
τοῦ ἰσοθέου ῞Εκτορος πρὸς χάριν ξεκινοῦσα.
Καὶ ἄν γύρω ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ ἴδω τὴν πατρίδα,
τὴν ποθητὴν συμβιαν μου καὶ τὸ ὑψηλό μου δῶμα,
τὴν κεφαλήν μου ἂς κόψη ἐχθρός, ἐὰν μ’ αὐτὰ τὰ χέρια
τὸ τόξο αὐτὸ συντρίμματα δὲν κάνω, ἂν δὲν τὸ ρίξω
στὲς φλόγες, ὅτι ἀνώφελα αὐτὸ μὲ συνοδεύει».

Εδώ ο Πάνδαρος υπογράφει την καταδίκη του. Ορκίζεται πως από τούδε και στο εξής δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει το τόξο που του είχε δώσει ο Απόλλων. Το θεωρεί ένα άχρηστο δώρο, ένα μισητό αντικείμενο.

Μόνο και μόνο επειδή επέζησαν δύο από τους ήρωες που χτύπησε με τα βέλη του, είναι βέβαιος πως ο Απόλλων τον ξεγέλασε. Ως εκ τούτου απορρίπτει το δώρο του Απόλλωνα. Θεωρεί τον Απόλλωνα ως έναν απατεώνα θεό που δίνει άχρηστα δώρα στους θνητούς.

Ως εκ τούτου αποφασίζει να κάνει το μοιραίο λάθος: Ξεκινάει μαζί με τον Αινεία για να αναμετρηθεί με τον Διομήδη όχι χρησιμοποιώντας το τόξο του Απόλλωνα αλλά πολεμώντας με συμβατικά μέσα.

Τη σκηνή την περιγράφει έτσι ο Όμηρος:

Καὶ πρῶτος τοῦ Λυκάονος ὁ λαμπρὸς γόνος εἶπε:
«῏Ω γόνε σιδηρόκαρδε τοῦ θαυμαστοῦ Τυδέως,
τὸ γοργὸ βέλος τὸ πικρὸ δὲν σ’ ἔριξε· καὶ τώρα
μὲ τὸ κοντάρι δοκιμὴν θὰ κάμω, ἂν σ’ ἐπιτύχω».
Εἶπε καὶ τὸ μακρόσκιον κοντάρι σφενδονίζει      
καὶ τὴν ἀσπίδα τρύπησε τοῦ Διομήδη πέρα
ἡ χάλκιν’ ἄκρη κι ἔφθασε τὸν θώρακα νὰ ἐγγίξη
κι ἐφώναξεν ὁ Πάνδαρος μακρὰν νὰ τὸν ἀκούσουν:
«Εἰς τὸ λαγγόνι περαστὰ σὲ λάβωσα· καὶ ὀλίγην
ἔχεις ζωήν· καὶ καύχημα σ’ ἐμὲ ἔδωκες μεγάλο».
Καὶ ἀτρόμητος τοῦ ἀπάντησεν ὁ δυνατὸς Διομήδης:
«῎Εσφαλες, δὲν μ’ ἐπέτυχες· ἀλλὰ δὲν θὰ ἡσυχάστε,
πρὶν πέση ἀπὸ τοὺς δύο σας ὁ ἕνας καὶ χορτάσω
στὸ αἷμα τὸν ἀδάμαστον πολεμιστὴν τὸν Ἄρη».
Ρίχνει τ’ ἀκόντι· κι ἡ Ἀθηνᾶ τ’ ὁδήγησε στὴν μύτην,      
σιμὰ στὸ μάτι· καὶ ὁ σκληρὸς χαλκὸς τὰ λευκὰ δόντια
τοῦ πέρασε καὶ τοῦ ᾽κοψε τὴ γλώσσαν εἰς τὴ ρίζα,
κι ἡ χάλκιν’ ἄκρη κάτωθεν ἐφάνη ἀπ’ τὸ πηγούνι.
Πέφτει ἀπ’ τ’ ἁμάξι καὶ βροντοῦν ἐπάνω τ’ ἄρματά του
τὰ εὔμορφα καὶ ὁλόλαμπρα καὶ ἀνάμερα ἀπὸ φόβον
συρθῆκαν τὰ γοργ’ ἄλογα· κι ἐκεῖνος ἐνεκρώθη.

Αυτό ήταν το πικρό τέλος του τοξοβόλου Πάνδαρου, καλέ μου αναγνώστη, και αναλογιζόμενος την μικρή-πικρή ιστορία του μου 'ρχεται να γράψω μια μπαλάντα για τον νεαρό τοξοβόλο Πάνδαρο, ο οποίος δεν κατάλαβε -ή ίσως κατάλαβε όταν ήταν πλέον αργά- για ποιό λόγο δίνονται στους θνητούς τα δώρα των θεών.

3 σχόλια :

Mi-la-re,
mi-la-re-si