Το γιατί και το πως δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Ας πούμε ότι πρόκειται για την λατρεμένη μου ταύτιση λόγων και έργων, σκοπών και μέσων, πραγματικότητας και καθρεφτίσματος της πραγματικότητας, είσθαι και φαίνεσθαι και τα ρέστα πασατέμπο.
Αυτό που έχει κάποια βαρύνουσα σημασία είναι το γεγονός ότι -όπως δείχνει και η παραπάνω εικών- γύρω μας και μπρος μας υπάρχουν πολλές και διάφορες επιλογές, μια εκ των οποίων είναι και η αναστολή λειτουργίας. Καλό και γόνιμο να πειραματιζόμεθα με τις επιλογές που μας δίδονται.
Τα πάντα εν σοφία εποίησαν οι παντοειδείς προγραμματισταί ώστε το ποτάμι πάντα να βρίσκει διέξοδο προς τη θάλασσα και γενικώς τα πάντα πάντοτε να ρει.
Βεβαίως, οι ίδιοι προγραμματισταί τα κανόνισαν έτσι ώστε η ίδια εικών να εμπεριέχει και τη λέξη Επανεκκίνηση, οπότε αρκούμαι να δηλώσω πως όλα είναι πιθανό να συμβούν κάποια στιγμή στο μέλλον.
Τι γυρεύει η Βαβυλώνα
μες’ στον εικοστό αιώνα
Και ο Πύργος της Βαβέλ
ταξιδεύει με το ΚΤΕΛ
Στον πολιτισμό να φτάσει
να χορτάσει να ξεχάσει
Και να πάρει και BMW
πριν να πεις "μολών λαβέ"
Να βάλουνε και σπόνσορα
τον Ναβουχοδονόσορα
Να φτιάξει κήπους κρεμαστούς
και καφενέδες ξακουστούς
Να μπαινοβγαίνουν Αλβανοί
με νεσκαφέ και ραβανί
Τι γυρεύει η Αλβανία
στην Ομόνοια στη γωνία
Καύκασος και Τραπεζούντα
στην Αθήνα στην Ραμνούντα
Τους ζηλεύω που νομίζουν
τον Παράδεισο πως χτίζουν
Μια τους διώχνεις από δω
μια τους φέρνει ο οξαποδώ
Να βάλουνε και σπόνσορα
τον Ναβουχοδονόσορα
Να φτιάξει κήπους κρεμαστούς
και καφενέδες ξακουστούς
Να μπαινοβγαίνουν Αλβανοί
με νεσκαφέ και ραβανί
Μη μιλάς γιατί δεν είδες
τις χαμένες τους πατρίδες
Μια ζωή μουσαφιραίοι
για των αλλωνών τα χρέη
Δεν μπορείς έτσι να ζήσεις
στη σκιά της άγριας Δύσης
Καημός επί σειρά ετών
για ένα μπλουζάκι BENETTON
Να βάλουνε και σπόνσορα
τον Ναβουχοδονόσορα
Να φτιάξει κήπους κρεμαστούς
και καφενέδες ξακουστούς
Να μπαινοβγαίνουν Αλβανοί
με νεσκαφέ και ραβανί
Χρόόόόνια είχα να τ' ακούσω. Το άκουσα πρωί-πρωί στο ράδιο και μου'φτιαξε τη μέρα. Ιδίως τέτοιο καιρό, που τα πράγματα έχουν τροποποιηθεί επί τα χείρω δι' ημάς τους εντοπίους, καθιστώντας σαφές ότι έχει ο καιρός -μη σου πω και ο καπιταλισμός- γυρίσματα.
Τις προάλλες που περνούσα έξω από την Έκθεση του βιβλίου στο Νέο Ηράκλειο, είδα μπροστά μου το εξώφυλλο ενός βιβλίου που ίσως κάποτε το αγοράσω -πάντως σίγουρα είχα καημό να το ξεφυλλίσω. Μιλάμε για το βιβλίο του Tom Petsinis "Ο αριθμός του Πλάτωνα".
Ο Tom Petsinis όπως καταλαβαίνεις απ' τ' όνομα του είναι ελληνικής καταγωγής, ελληνοαυστραλός, και είναι μαθηματικός. Λίγο που το ξεφύλλισα το βιβλίο, δεν έτυχε να πέσω πάνω στη λέξη "Πλάτωνας", αλλά απ' ό,τι καταλαβαίνω ο εν λόγω αριθμός βρίσκεται στον πυρήνα του εν λόγω βιβλίου.
Τώρα τι στα κομμάτια είναι αυτός ο αριθμός του Πλάτωνα....
Πρόκειται για το θρυλικό και περιβόητο απόσπασμα από την Πολιτεία του Πλάτωνα, όπου κάποιος μπορεί να διαβάσει τα εξής σανσκριτικά (σχεδόν) :
Δεν είναι ανάγκη να σου το γράψω και στη νεοελληνική, καλέ μου αναγνώστη. Δεν είναι ανάγκη, διότι το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι σαφέστατα το πιο δυσνόητο απόσπασμα του Πλάτωνα: το έχουν μεταφράσει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και έχουν σπαζοκεφαλιάσει άνθρωποι σοφοί και κάθε άλλο παρά έχουν συμφωνήσει σχετικά με το ποιός στα κομμάτια είναι αυτός ο αριθμός.
"Άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για τον αριθμό 216, άλλοι ότι είναι ο 3600 και άλλοι ότι πρόκειται για τον αριθμό 12960000", όπως λέει χαρακτηριστικά εδώ -και πίστεψέ με, αυτός ο κατάλογος των αριθμών δεν είναι πλήρης: έχουν προταθεί πολλοί ακόμα αριθμοί, μερικοί εκ των οποίων είναι εντελώς αστρονομικοί και έχουν να κάνουν με τρισεκατομμύρια και τετράκις-εκατομμύρια.
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον βιβλιαράκι που έχει τον προκλητικό τίτλο "Περί του εν Δελφοίς ΕΙ", και είναι γραμμένο από τον Στέφανο Καραθεοδωρή -που υποθέτω ότι είναι ο γενάρχης των Καραθεοδωρήδων.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το μακρινό 1847 στην Κωνσταντινούπολη, και όσοι γνωρίζω που να το έχουν διαβάσει έχουν φτάσει στα όρια της αποπληξίας και έχοντας αισθανθεί μια ισχυρή τάση να πετάξουν στο αναμμένο τζάκι το συγκεκριμένο βιβλίο του Στ. Καραθεοδωρή.
Ο λόγος είναι απλός και θα τον εκθέσω μεταφορικώς:
Είναι εκνευριστικό να διαβάζεις ένα βιβλίο που σου περιγράφει έναν άνθρωπο αντεστραμμένο -έναν άνθρωπο με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω- και επιπλέον να ισχυρίζεται το βιβλίο πως έτσι είναι οι άνθρωποι.
Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια:
Αν η περιγραφή των ανθρώπων είναι απολύτως λεπτομερής και ακριβής, ε, τότε ίσως το βιβλίο σου αποκαλύπτει λεπτομέρειες του ανθρώπινου σώματος τις οποίες ποτέ δεν είχες προσέξει ή ήταν αδύνατον να γνωρίσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, το βιβλίο είναι χρήσιμο -και πολύ μάλιστα- παρ' όλο που περιγράφει τους ανθρώπους ως έχοντες το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω: Αρκεί να τους αναποδογυρίσεις και όλα θα πάνε καλά.
Κάπως έτσι συμβαίνει και με το βιβλίο του Καραθεοδωρή -σε σχέση με ζητήματα θρησκείας, βεβαίως.
Τελοσπάντων, η ουσία είναι ότι στις σελίδες 63-74 του εν λόγω βιβλίου, ο δαιμόνιος Καραθεοδωρής προτείνει μια ανάγνωση του πλατωνικού αποσπάσματος που παραθέσαμε παραπάνω, και καταλήγει σε ένα λογικό και κατανοητό "αριθμό του Πλάτωνα".
Βέβαια, όπως προείπαμε, οι προταθέντες "αριθμοί του Πλάτωνα" είναι κάμποσοι. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κάποιος να πει "ωραία... άλλος ένας αριθμός στη μακρά λίστα των αριθμών".
Κάτι μου λέει όμως ότι ο αριθμός που προτείνει ο Καραθεοδωρής, είναι ο σωστός "αριθμός του Πλάτωνα".
(Να, εδώ υπάρχει σκαναρισμένο το βιβλίο του Καραθεοδωρή -και μάλιστα σκαναρισμένο με τον ιδεώδη τρόπο: Το μισό είναι σκαναρισμένο ανάποδα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω -ωστόσο εμάς μας ενδιαφέρουν κυρίως οι σελίδες 63-74 που αφορούν τον "αριθμό του Πλάτωνα" και που -κατά τη γνώμη μου- αποτελούν την πέτρα πάνω στο δαχτυλίδι του βιβλίου.Ε, αυτές οι σελίδες είναι σκαναρισμένες κανονικά).
Τραγουδάκι. Μάρκος.
Ήμουνα μάγκας μια φορά με φλέβα αριστοκράτη
τώρα θα γίνω δάσκαλος σαν το σοφό Σωκράτη.
Αν και δεν είμαι ο φανατικότερος συμβολο-λάτρης (σιγά τα σύμβολα και σιγά τα ωά), κάθομαι και χαμογελάω με το τι θεωρείται -αλλά και με το τι ΔΕΝ θεωρείται- προσβολή συμβόλων.
Η φωτογραφία είναι από τα φρέσκα, τζαμάτα γραφεία των ναζιστών, επί της λεωφόρου Μεσογείων.
Ο γιατρός ήταν πάντοτε χαμογελαστός. Οι ασθενείς του ήταν πολλές φορές κατσουφιασμένοι -επειδή έτσι οφείλει να είναι ο σωστός ασθενής- όμως τις περισσότερες φορές έφευγαν από το γιατρό χαμογελαστοί. Καμιά φορά μάλιστα, φεύγοντας, επέστρεφαν πίσω και τον ρωτούσαν συνομωτικά:
"Γιατρέ, πόσες καμπούρες είπες? Δύο ή τρείς"?
ή
"Βρε γιατρέ, πολλές είναι οι καμπούρες που μου έδωσες"
ή κάτι παραπλήσιο.
Κάποια μέρα τον ρώτησα τι στα κομμάτια συμβαίνει και όλοι τον ρωτάνε για τις καμπούρες. Πήρε στοχαστικό ύφος και μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:
Μια φορά κι έναν καιρό, στο καφενείο του χωριού γινόταν γλέντι. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί εκεί. Όλο, εκτός από έναν καμπούρη. Πάντα στα γλέντια τον κορόιδευαν όλοι, αποφάσισε λοιπόν εκείνο το βράδυ να πάει βόλτα στο πιο ερημικό σημείο που μπορούσε να φανταστεί: Στο νεκροταφείο του χωριού. Έτσι όπως γύριζε περίλυπος ανάμεσα στους τάφους, ξαφνικά μέσα από το καντήλι ενός τάφου ξεπετάγεται ένα τζίνι!
"Τι έχεις και είσαι τόσο περίλυπος?" τον ρωτά το τζίνι και ο καμπούρης σοκαρισμένος απαντά: "Δε βλέπεις που είμαι καμπούρης? Ε, λοιπόν, όλοι με κοροϊδεύουν για την καμπούρα μου και ήρθα εδώ στους τάφους να κλάψω τη μαύρη μου μοίρα που με έκανε καμπούρη..." Το τζίνι τον κοιτάει συμπονετικά και του λέει: "Μη σκάς για την καμπούρα! Ορίστε, φέρτην εδώ!!!" και χτάάάπ! εξαφανίζεται η καμπούρα απ' τον καμπούρη, ο οποίος με ανορθωμένη πλάτη και ηθικό, ευχαριστεί το τζίνι και τρέχει στο καφενείο του χωριού. Οι χωριανοί τον βλέπουν, παθαίνουν κλακάζ, τον ρωτάνε πως έγινε αυτό το θαύμα, και ο καμπούρης τους αφηγείται λεπτομερώς την περιπέτειά του. Στο βάθος του καφενείου,καθόταν και μπεκρόπινε ένας άλλος καμπούρης. Ακούγοντας την ιστορία που αφηγείτπο ο τέως καμπούρης, ο νυν καμπούρης μονολογεί: "Βρε λες να είναι η τυχερή μου μέρα?" και με γοργό βήμα κατευθύνεται προς το νεκροταφείο του χωριού.
Έτσι όπως γύριζε περίλυπος ανάμεσα στους τάφους, ξαφνικά μέσα από το καντήλι ενός τάφου ξεπετάγεται το τζίνι!
"Τι έχεις και είσαι τόσο περίλυπος?" τον ρωτά το τζίνι και ο καμπούρης σοκαρισμένος απαντά: "Δε βλέπεις που είμαι καμπούρης? Ε, λοιπόν, όλοι με κοροϊδεύουν για την καμπούρα μου και ήρθα εδώ στους τάφους να κλάψω τη μαύρη μου μοίρα που με έκανε καμπούρη..." Το τζίνι τον κοιτάει συμπονετικά και του λέει: "Μη σκάς για την καμπούρα! Ορίστε, φέρτην εδώ!!!" και χτάάάπ! εξαφανίζεται η καμπούρα απ' τον καμπούρη, ο οποίος με ανορθωμένη πλάτη και ηθικό, ευχαριστεί το τζίνι και τρέχει στο καφενείο του χωριού. Οι χωριανοί τον βλέπουν, παθαίνουν κλακάζ, τον ρωτάνε πως έγινε αυτό το θαύμα, και ο καμπούρης τους αφηγείται λεπτομερώς την περιπέτειά του, και δως του μαζί με τον προηγούμενο καμπούρη κερνούσαν όλο τον κόσμο. Σε ένα σημείο του μαγαζιού, καθόταν και μπεκρόπινε ένας άνεργος, άφραγκος που η τράπεζα επρόκειτο να του πάρει το σπίτι, ενώ η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει πριν από μια βδομάδα μην αντέχοντας τη φτώχεια του. Ακούγοντας τις αφηγήσεις των δύο καμπούρηδων, μια ελπίδα ζωντάνεψε μέσα σου. "Βρε λες να είναι η τυχερή μου μέρα?" ψιθύρισε και με γοργό βήμα κατευθύνθηκε προς το νεκροταφείο του χωριού. Έτσι όπως γύριζε περίλυπος ανάμεσα στους τάφους, ξαφνικά μέσα από το καντήλι ενός τάφου ξεπετάγεται το τζίνι!
"Τι έχεις και είσαι τόσο περίλυπος?" τον ρωτά το τζίνι και ο καμπούρης σοκαρισμένος απαντά: "Άσε... Ζω μια φρίκη... Είμαι τρία χρόνια άνεργος, η γυναίκα μου με εγκατέλειψε, η τράπεζα θα μου πάρει το σπίτι..." Το τζίνι τον κοιτάει συμπονετικά και του λέει: "Και γι' αυτό σκας? Ορίστε, πάρε δυο καμπούρες!!!"
Αυτή ήταν η αφήγηση του γιατρού και τολμώ να πω ότι είναι από τις αφηγήσεις που μου άνοιξαν νέες ατραπούς στην κατανόηση του κόσμου που ζούμε. Τολμώ μάλιστα να πω επιπροσθέτως, ότι αν και από τότε έχουν περάσει καμιά τριανταριά περιστροφές της γης γύρω απ' τον ήλιο, εγώ συνεχίζω να πιστεύω πως ο γιατρός ήταν ίσως ο σημαντικότερος μεταφυσικός φιλόσοφος που έχω γνωρίσει.
Φόρος τιμής σου λέω!!!
Ούτε μια φορά δεν το άκουσα αυτές τις μέρες -πράγμα παράξενο, υπό την έννοια ότι είναι τόσο σύγχρονο που αφενός θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν προφητικό και αφετέρου μοιάζει βγαλμένο από το μέλλον: ενδέχεται σε λιγο να το τραγουδάμε όλοι...
Κοιτάω το μωρό μου στη κούνια και βλέπω σαμπουάν και σαπούνια γκοφρέτες, σερβιέτες και πάνες μοντέρνες, αδίσταχτες μάνες
Μισές ατελείωτες στύσεις να γλύφω τις διαφημίσεις συνέχεια, η συνέχεια σε λίγο μετράω νεκρούς στις ειδήσεις
Κλεισμένος σε τούβλα και τζάμια τα χέρια μου χίλια πλοκάμια πατάω κουμπιά και μουγκρίζω σε σένα μονάχα ελπίζω
Αλέκα
Τις νύχτες ξυπνάω παγωμένος δεμένος στον Άρειο Πάγο αλλάζω πλευρό ιδρωμένος βαράω κουτουλιές μ’ έναν τράγο
Τα λόγια μου βγάλαν φουσκάλες στα πόδια μου χάσκει ο Καιάδας κουράγιο τελειώνουν οι σκάλες εδώ στο βυθό της Ελλάδας
Το πριν, το μετά, λίγο απ’ όλα θα φάω κι απόψε τη φόλα γαβγίζω, πουθενά δεν ελπίζω σε γαμώ και σε υποστηρίζω Αλέκα
Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω στο αψηλότερο βουνό
Να ακούγεται στην ερημιά ο πόνος μου με την πενιά.
Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα πεύκα συντροφιά
Κι όταν θα κλαίω και πονώ θ' αναστενάζει το βουνό.
Απάνω στο βουνό θα μείνω κι από τον κόσμο μακρυά
Θα καίω μόνος, θα πονώ και θα μ' ακούει το βουνό.
Γνωστό το απελπισμένο ρεμπέτικο και θα μπορούσε να γραφτεί ολάκερη διατριβή όσον αφορά τους συμβολισμούς και τους συνειρμούς που -αθέλητα ή ηθελημένα- κρύβει.
Όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι πως αυτό το άσμα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας πλειάδας τραγουδιών αλλά και καθημερινών εκφράσεων ("είμαστε για να παίρνουμε τα βουνά" κλπ).
Γενικότερα μιλώντας, στην εποχή μας κυριαρχεί η άποψη που λέει πως η απελπισία βρίσκει γιατρειά στο βουνό. Κάτι σε στυλ "όσο πιο ψηλά τόσο πιο καλά".
Όπου, ως γνωστόν, το ύψος μετριέται σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας: "Χίλια διακόσια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας" κλπ κλπ
Όμως δεν ήταν πάντα έτσι.
Φαίνεται πως στα ομηρικά έπη (επομένως στην ομηρική εποχή) οι άνθρωποι την έβλεπαν αλλιώτικα την όλη φάση: Όποτε τους τύλιγε η απελπισία, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πάνε να κάτσουν δίπλα στη θάλασσα και να της εξομολογηθούν τον πόνο τους. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αν πιστέψουμε (εγώ πάντως τον πιστεύω) τον Όμηρο, ε, λες και η θάλασσα μετέφερε στους θεούς τον πόνο του πονεμένου ανθρώπου, κάτι σχεδόν μαγικό γινόταν και οι θεοί σπλαχνιζόντουσαν τον πονεμένο και απελπισμένο άνθρωπο και κανόνιζαν είτε να εισακουστεί το αίτημά του είτε γενικότερα να καλυτερέψει η θέση του.
Μικρή συλλογή παραδειγμάτων:
Πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας. Ο ιερέας του Απόλλωνα Χρύσης, πάει να ζητήσει από τους Αχαιούς να απελευθερώσουν την κόρη του. Τον διώχνουν. Και τότε, αντί να πάει στο βουνό να κλάψει....
Την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης
και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας
Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,
εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου.
Τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,
κατέβη από τας κορυφάς του Ολύμπου θυμωμένος,
με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις τους ώμους.
Και, όπως ξέρουμε, αμέσως έγινε το έλα να δεις...
Στη συνέχεια της ίδιας ραψωδίας της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας τσακώνεται με τον Αγαμέμνονα, τα τσουγκρίζουν άσχημα και ο Αχιλλέας αποχωρεί άγρια τσαντισμένος. Και αντί να πάει στο βουνό....
τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ’ έχει αυτός τιμήσει.
Ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
ότι μου άρπαξε αυτός το δώρο μου και το’χει».
Αλλά και στην Οδύσσεια ίδιο είναι το μοτίβο. Για παράδειγμα, στην τέταρτη ραψωδία, ο Μενέλαος αφηγείται την περιπέτειά του σε ένα νησάκι έξω από την Αίγυπτο.
Είχε ξεμείνει στο νησί μαζί με τους συντρόφους του και κόντευαν να πεθάνουν της πείνας. Αντί όμως αυτός να πάει να κάνει καμιά δέηση στο ψηλότερο σημείο του νησιού....
Είκοσι μέρες οι θεοί μ' είχαν εκεί κλεισμένο,
κι άνεμοι από τα πέλαγα δε μου φυσούσαν πρύμοι,
που τα καράβια σπρώχνουνε στου ωκεανού τα πλάτια.
Και πια δε θα μάς μνήσκανε μήτε θροφές μήτ' άντρες,
άν δε με σπλαχνιζότανε η θεά που γλύτωσέ με,
του γέρου του θαλασσινού, του θείου Πρωτέα η κόρη,
η Ειδοθέα, που άγγιξα περίσσια την καρδιά της.
Μέ βρήκε και σερνόμουνα μόνος μακριά απ' τους άλλους,
που γύριζαν και ψάρευαν με τα γυρτά τ' αγκίστρια,
τί η πείνα τους τα θέριζε σκληρά τα σωθικά τους.
Παρατηρείς? Κι αυτός δίπλα στη θάλασσα ήταν κι έκανε δεήσεις.
Βέβαια, θα είχες δίκιο να μου πεις "μα δε λέει πως έκανε δεήσεις".
Πρόσεξε όμως την εξέλιξη της ιστορίας: Η αξιαγάπητη θεά Ειδοθέα, λοιπόν, του δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει ώστε να πάρει πληροφορίες από τον θεό Πρωτέα. Ακούει τις οδηγίες ο Μενέλαος κι αντί να πάει να χτίσει ξερωγώ κανένα ναό στο ψηλότερο σημείο του νησιού, περίμενε να φεξει η μέρα και....
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τράβηξα γιαλό γιαλό μπρός στα πλατιά πελάγη,
παρακαλώντας τους θεούς, με τρείς μαζί συντρόφους,
που ό,τι καταπιανόντουσαν τρανή τους είχα πίστη.
Από την άλλη, ο Οδυσσέας βρισκόταν αποκλεισμένος στο νησί της Καλυψούς. Αντί λοιπόν να πάει στο ψηλότερο ύψωμα του νησιού και να κλαίει τη μοίρα του, μαθαίνουμε στην πέμπτη ραψωδία της Οδύσσειας πως.....
ἤματα δ᾽ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων
που σημαίνει
στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν κάθε μέρα,
ψυχοπονώντας ακατάπαυστα με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα.
Με αποτέλεσμα να τον συμπονέσουν οι θεοί και να του κάνουν τη χάρη να γυρίσει στην Ιθάκη.
Θα μου πεις βέβαια ότι εντάξει, λογικό είναι να κάθονται όλοι τους στη θάλασσα, διότι τι διάολο, δίπλα στη θάλασσα είχαν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί, σε λιμάνια και νησιά εξελίσσονται οι ιστορίες των ταξιδιών είτε του Μενέλαου είτε του Οδυσσέα, και γενικά στη θάλασσα εξελίσσονται τα δύο έπη, ως εκ τούτου αναμενόμενο είναι και οι προσευχές και οι ικεσίες να γίνονται δίπλα στη θάλασσα.
Όχι ότι διαφωνώ με μια τέτοια απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων, ωστόσο η ιδέα που γέννησε αυτό το κείμενο ήταν ακόμα πιο απλοϊκή.
Δηλαδή θέλω να πω δηλαδή, ότι βρε παιδί μου, ζεσταίνει ο καιρός, σε λίγο θα πηγαίνουμε για μπανάκι στη θαλασσίτσα και όλα αυτά μέσα σε συνθήκες κρίσης, ανεργίας και φτώχειας και μιζέριας. Που όρεξη για χαλάρωση, ρακέτες και ανεμελιά (μη σου πω και "που λεφτά για αντιηλιακό) την ώρα που καίγεται το σπίτι μας με τους μαλάκες που 'χουμε μπλέξει...
Η ιδέα λοιπόν είναι ότι αφού έτσι κι αλλιώς όσο είμαστε στην πόλη τους βρίζουμε και θα τους μπινελικώνουμε και θα τους καταριόμαστε, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και δίπλα στη θάλασσα? Για παράδειγμα, γιατί να μην εξιστορήσουμε στη θάλασσα το πόσο καταραμένο χαζομαλάκα θεωρούμε το Τζέφρι, πόσο θα θέλαμε να πάθει (τι να πάθει αυτός... τα έχει πάθει ήδη), γιατί να μην καταραστούμε δίπλα στη θάλασσα το άλλο το χοντροβούβαλο να γίνει πρεζάκιας με έιτζ και να μείνει 40 κιλά, ή ξερωγώ το Σαμαρά να γίνει ακόμα περισσότερο ηλίθιος (αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα -που πολύ αμφιβάλλω) ή και -θετικά- να ζητήσουμε από τους θεούς να μας απαλλάξουν από όλους αυτούς τους δουλικούς καραγκιόζηδες και να βοηθήσουν στην καλυτέρευση των συνθηκών...
Δεν θα είμαστε και τόσο αυθαίρετοι, αν θυμηθούμε την πονεμένη ιστορία του ρήτορα Δημοσθένη -ο οποίος είχε καημό να γίνει ρήτορας και να εκφωνεί λόγους αλλά δεν μπορούσε γιατί γεννήθηκε τσεβδός ή δεν μπορούσε να πει το "ρο" ή κάτι τέτοιο- και απελπισμένος κατέβαινε στη θάλασσα του Φαλήρου και πάλευε με τον καημό του.... Και κοίτα τι έγινε: Ο σπουδαιότερος ρήτορας όλων των αιώνων!
Κι από την άλλη, πετάω στο τραπέζι το πηγάδι πάνω στην Ακρόπολη της Αθήνας -ξέρεις εκείνο που ο θρύλος έλεγε πως το άνοιξε ο Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινα πάνω στο βράχο- και το οποίο, παραδόξως, είχε θαλασσινό νερό. Ναούς είχαν εκεί γύρω, πονεμένοι άνθρωποι πήγαιναν εκεί πάνω, υπήρχε ανάγκη να τους ακούσουν οι θεοί, ξέρω κι εγώ πως τη σκεφτόντουσαν τη δουλειά? Θα έχανε η Βενετιά βελόνι αν στα πλαίσια ενός κάτι σαν πειραματική θεολογία δοκιμάζαμε τα όρια του πράγματος μιλώντας την ώρα που μας ακούει η θάλασσα?
Έλληνες είμαστε, διάολε, τη γλώσσα μας έδωσαν ελληνική στις αμμουδιές του Ομήρου λέει ο έτσι, εδώ κοτζάμ Μίλβα, αν και Ιταλίς ομιλεί στη θάλασσα ελληνιστί, δεν ξέρει αυτή?
Έχει άραγε σημασία αν ο Κύκλωπας Πολύφημος ήταν μονόφθαλμος? Έχει άραγε σημασία αν πληροφορηθούμε πως ο Κύκλωπας Πολύφημος -παρά τα διαδιδόμενα περί μονοφθαλμίας του- είχε δυο μάτια?
Προφανώς όχι: Από μια τέτοια πληροφορία, ούτε καλύτεροι άνθρωποι θα γίνουμε, ούτε ψυχική ανάταση θα νιώσουμε, ούτε τίποτα.
Πρόσεξε όμως τι γίνεται αν το ίδιο ερώτημα τεθεί διαφορετικά, ήτοι:
Έχει άραγε σημασία το να μάθουμε πως ο Όμηρος πουθενά δεν λέει ότι ο Κύκλωπας Πολύφημος ήταν μονόφθαλμος? Και έχει άραγε σημασία το να μάθουμε ότι ο Όμηρος μιλάει για "τα φρύδια" (πληθυντικός), υπονοώντας εμφανέστατα ότι ο Πολύφημος δεν είχε ένα μάτι αλλά δύο?
Εδώ η απάντηση αλλάζει:
Διότι βεβαιότατα το να πληροφορηθούμε πως ο Όμηρος ουδεμία ευθύνη έχει για τον τρόπο με τον οποίο τον παρενόησαν οι μεταγενέστεροι, είναι κάτι που θα μας ωφελήσει ποικίλως.
Πρώτα απ' όλα, θα μάθουμε το βασικό προσόν που οφείλει να έχει ένας αναγνώστης γενικώς (και όχι αποκλειστικά ο αναγνώστης του Ομήρου) :
Ήτοι, ο αναγνώστης ενός κειμένου οφείλει να κατανοεί αυτά που διαβάζει.
Να μην κατανοεί άλλα αντ' άλλων, επηρεασμένος από "όσα του έχουν μάθει", αλλά να έχει νου ανοιχτό και δεκτικό προς όσα έχει να του πει το κείμενο που διαβάζει.
Αυτά.
Τώρα, όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα το σχετικό με τον αριθμό των ματιών του Κύκλωπα Πολύφημου, υπάρχει ένα πλήρες και καλογραμμένο κείμενο στο filonoi.gr, ως εκ τούτου εγώ δεν έχω παρά να σε παραπέμψω -ω, αναγνώστα- στο σχετικό λινκ, προκειμένου να διαβάσεις τα καθέκαστα. Ευνόητο είναι πως συμφωνώ με τα εκεί γεγραμμένα, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού διαλόγου στο τέλος -διάλογος που συντείνει στην πληρότητα της παρουσιάσεως του ζητήματος.