Οι γειτονιές είναι λυπημένες.
Οι γειτονιές έχουν χώσει το πηγούνι τους στον κόρφο τους.
Δε μιλάνε οι γειτονιές. Το βράδυ σεργιανάει στους λασπωμένους δρόμους
Έρημο, μ ένα παλιό, ξεκούρντιστο φεγγάρι στα χέρια του
Σαν τον τυφλό διακονιάρη με τη φυσαρμόνικα. Παίζει ένα τυφλό τραγούδι.
Κανένα παράθυρο δεν ανοίγει. Ο εργάτης που γυρνάει στη φαμίλια του
Δεν κοντοστέκει, δρασκελάει αργά το κατώφλι,
Κοιτάζει χάμου. Τα παιδιά τον κοιτάζουν.
Η γυναίκα μπαλώνει μια κάλτσα. Δεν τον κοιτάζει.
«Μήτε σήμερα», λέει σα ναχει φταίξει,
«δε βρήκα δουλειά μήτε σήμερα», λέει.
Και τα παιδιά δεν ξέρουν κι είναι λυπημένα,
Κι η πιατοθήκη είναι λυπημένη
Σα μια μικρή σκάλα που δε βγάζει πουθενά,
Και τα πήλινα πιάτα είναι λυπημένα
Σα φεγγάρια που δεν έχουν τι να φωτίσουν,
Και το ξύλινο αυγό του μανταρίσματος μέσα στην κάλτσα είναι σα μια γροθιά σφιγμένη, είναι σα μια γροθιά κρυμμένη σε μιαν άδεια τσέπη.
Οι γειτονιές δεν μιλάνε.
Οι γειτονιές θυμώνουν.
Κρύβονται μες στον ίσκιο οι γειτονιές
Και σφίγγουν τη γροθιά τους. Δε μιλάνε.
Οι γειτονιές έχουν χώσει το πηγούνι τους στον κόρφο τους.
Δε μιλάνε οι γειτονιές. Το βράδυ σεργιανάει στους λασπωμένους δρόμους
Έρημο, μ ένα παλιό, ξεκούρντιστο φεγγάρι στα χέρια του
Σαν τον τυφλό διακονιάρη με τη φυσαρμόνικα. Παίζει ένα τυφλό τραγούδι.
Κανένα παράθυρο δεν ανοίγει. Ο εργάτης που γυρνάει στη φαμίλια του
Δεν κοντοστέκει, δρασκελάει αργά το κατώφλι,
Κοιτάζει χάμου. Τα παιδιά τον κοιτάζουν.
Η γυναίκα μπαλώνει μια κάλτσα. Δεν τον κοιτάζει.
«Μήτε σήμερα», λέει σα ναχει φταίξει,
«δε βρήκα δουλειά μήτε σήμερα», λέει.
Και τα παιδιά δεν ξέρουν κι είναι λυπημένα,
Κι η πιατοθήκη είναι λυπημένη
Σα μια μικρή σκάλα που δε βγάζει πουθενά,
Και τα πήλινα πιάτα είναι λυπημένα
Σα φεγγάρια που δεν έχουν τι να φωτίσουν,
Και το ξύλινο αυγό του μανταρίσματος μέσα στην κάλτσα είναι σα μια γροθιά σφιγμένη, είναι σα μια γροθιά κρυμμένη σε μιαν άδεια τσέπη.
Οι γειτονιές δεν μιλάνε.
Οι γειτονιές θυμώνουν.
Κρύβονται μες στον ίσκιο οι γειτονιές
Και σφίγγουν τη γροθιά τους. Δε μιλάνε.
Αυτά τα ωραία έγραφε ο Ρίτσος τα παλιά τα χρόνια (το ποίημα υπάρχει και εδώ) και το θυμήθηκα προχτές διασχίζοντας τα Παγκράτια και τους Βύρωνες και τις Καισαριανές, όπου και με ιντρίγκαρε η απορία περί το εάν και κατά πόσον οι γειτονιές έχουν δώσει τον όρκο της σιωπής, εάν και κατά πόσον έχουν ενταχτεί σε κανένα ξερωγώ τάγμα σιωπής κλπ κλπ.
Οι γειτονιές λέω. Όχι οι μειοψηφίες των γειτονιών. Οι μειοψηφίες μιλάνε, οκέϋ. Οι γειτονιές όμως? Γιατί δε μιλάνε?
Διότι το σφίξιμο της γροθιάς τους είναι το ένα. Το άλλο όμως είναι η σιωπή τους.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στὶς 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογὲς ποιημάτων. Έτσι λέει εδώ.
Πενήντα ανέκδοτες ποιητικές συλλογές δεν είναι κάτι εύκολο. Μοιάζει με παγκόσμιο ρεκόρ. Πίστεψέ με, δεν είναι εύκολο.
Ως αριθμός, πιθανότατα μας δείχνει πως ο ποιητής θα ήθελε να πει πολλά. Όμως με τι ψυχή να πεις πολλά σε ανθρώπους που θα σε ακούσουν μεν αλλά θα επιμείνουν στην άρνησή τους να μιλήσουν οι ίδιοι, αρκούμενοι να σφίγγουν τη γροθιά τους?
Τσοπάνα ρέϊβ,
Μi-la-re, mi-la-re-si.
Σιγα να μην εχουν σφιγμενη γροθια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ειχαν θα ειχαμε ζωη.
Φιλακι.