Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2016

Αρχαίες σουσουράδες

Ο Θεόκριτος είναι ένας ωραίος τυπάκος. Αρχαίος ποιητής για τον οποίο ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτε. Πιθανώς να γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά δεν είναι και σίγουρο. Θεωρητικώς έζησε από το 315 έως το 250 π.α.χ.χ. ή έστω προ α.ν.χ. ή τέλος πάντων πριν το έτος μηδέν βρε αδερφέ... Από το 315 έως το 250 προ Χριστού, που λένε.

Ανάμεσα στα διαμάντια των ποιημάτων του εγώ ξεχωρίζω ένα που έχει τον τίτλο "Φαρμακεύτριαι". Το ποίημα, αρχαιοελληνιστί και και σε νεοελληνική απόδοση, μπορεί κάποιος να το διαβάσει εδώ, ενώ μόνο η νεοελληνική απόδοση υπάρχει εδώ -και σε προτρέπω να το διαβάσεις, καλέ μου αναγνώστη.

Η υπόθεση του έργου είναι η εξής:

Η Σιμαίθα μαζι με τη δούλη της που λεγόταν Θέστυλις έχουν βγει υπό το φεγγαρόφως προκειμένου η Σιμαίθα να ασκήσει μια μαγική τελετή με σκοπό να φέρει πίσω τον εραστή της, τον Δέλφη.
Η τελετή αρχίζει με μια επίκληση στη Σελήνη και έναν χαιρετισμό στην Εκάτη και εν συνεχεία οι δύο μάγισσες ανάβουν τις φωτίτσες τους και τα λιβανάκια τους  και γίνονται μαγικά και τρομερά πράγματα από τα οποία εμείς που είμαστε σοβαροί άνθρωποι μπορούμε να αρκεστούμε στη σημείωση φράσεων και πληροφοριών.

Ας πούμε, από τον στίχο που ρωτάει "Καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα, ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον ἅτις ἐπᾴδει;", εμείς θα αντλήσουμε την πληροφορία ότι στην πόλη που έμενε η Σιμαίθα υπήρχε μια ολάκερη στρατιά από γερόντισσες οι οποίες ήξεραν και συνήθιζαν να λένε επωδές και προφανώς όχι μόνο να λένε επωδές αλλά να κάνουν κι άλλα μαγικά και τρομερά πράγματα με φωτίτσες και λιβανάκια· διότι και η Σιμαίθα που τώρα κάνει τέτοια κόλπα, κάπου πρέπει να τα 'χει μάθει, έτσι δεν είναι?

Ή, ας πούμε, η επαναλαμβανόμενη χρήση των επικλήσεων Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα και Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε πως  είτε ταυτόσημες είτε παραπλήσιες είτε απλώς ομοίου περιεχομένου φράσεις, ήταν φράσεις γνωστές και οικείες στην καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Μυστηριακές, βέβαια, αλλά με τον μέσο άνθρωπο να τις θεωρεί αυτονόητες μέσα σε μια μαγική τελετή.

Κι επειδή σε τελική ανάλυση τι ήταν ο ελληνικός κόσμος, μια μεγάλη γειτονιά ήταν, οπότε φαντάσου ας πούμε τον Επίκουρο (341-270 π.α.χ.χ. ή προ α.ν.χ. ή τέλος πάντων προ Χριστού) να ζει στην ίδια πολυκατοικία με τον ηλικιωμένο κύριο Θεόφραστο και στο ισόγειο της πολυκατοικίας να μένει η νεαρά κυρία Σιμαίθα η μάγισσα με τη δούλη της.

Πολιτισμικός χαμός.

Αλλά και ο ηλικιωμένος κύριος Θεόφραστος (ο οποίος γεννήθηκε το 371 π.α.χ.χ. ή ό,τι σχετικό), ο μαθητής και διάδοχος του φιλόσοφου Αριστοτέλη, δεν θα αντιμετώπιζε ως νεωτερισμό τις μαγικές πρακτικές που εφάρμοζε η μαμζελίτσα η Σιμαίθα. Διότι ο Θεόφραστος σε νεαρή ηλικία είχε προλάβει να διαβάσει την πρώτη έκδοση από τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (ο οποίος πέθανε γύρω στο 355 π.α.χ.χ. ή προ π.α.ν.κ. ή τεσπα προ χριστού).

Στα Απομνημονεύματά του, λοιπόν, ο Ξενοφών,  γράφοντας ιστοριούλες από τη ζωή του διδασκάλου του, του Σωκράτη, αναφέρει κι έναν διάλογο που περιέχει και το "εὖ ἴσθι ὅτι ταῦτα οὐκ ἄνευ πολλῶν φίλτρων τε καὶ ἐπῳδῶν καὶ ἰύγγων ἐστί. χρῆσον τοίνυν μοι, ἔφη, τὴν ἴυγγα, ἵνα ἐπὶ σοὶ πρῶτον ἕλκω αὐτήν".

Όπου η "ἴυγγα" του Ξενοφώντα ανήκει στον ίδιο μαγικό κύκλο με την ίυγγα του στίχου Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα, που επαναλαμβάνει συνεχώς η Σιμαίθα του ποιητή Θεόκριτου. και βέβαια τα φίλτρα και οι επωδές που αναφέρει ο Ξενοφών είναι της ίδιας πάστας με τα φίλτρα και τις επωδές που αναφέρει η Σιμαίθα του Θεόκριτου.

Οπότε εμείς πρέπει τώρα να φανταστούμε μια παλιότερη πολυκατοικία, όπου στο οροφοδιαμέρισμα του πρώτου μένει ο Σωκράτης, στον δεύτερο μένει ο Πλάτων και στο ισόγειο μένει μια άλλη νεαρά, η Θεοδότη ας πούμε, η οποία ασκεί τις ίδιες μαγικές τελετές με τη Σιμαίθα του Θεόκριτου.

Πολιτισμικός χαμός, αν και σε μικρότερη ένταση από τον προηγούμενο.

Κι από απέναντι, στο θέατρο του Διονύσου, ας πούμε, να ανεβαίνει η παράσταση του έργου Τραχίνιαι του Σοφοκλή, με τα δικά του μαγικά κόλπα, με τα δικά του στέργηθρα και στεργήματα, στα οποία οι μαντμαζελίτσες οι Σιμαίθες του μέλλοντος με τίποτα δεν θα αναγνωρίζουν την τέχνη τους ενώ οι Σωκράτηδες και οι Πλάτωνες και οι Επίκουροι και οι Θεόφραστοι και οι Θεόκριτοι του μέλλοντος θα προσπαθούν να τις επαναφέρουν στα ίσα τους, όμως εκείνες θα επιμένουν στην τέχνη τους την οποία θα συστηματοποιούν ως στρεγονερία, ας πούμε, ισχυριζόμενες ότι το ονομα της τέχνης τους προέρχεται από ένα νυχτοπούλι ονόματι στριξ και τέλος πάντων όχι από ένα πουλι που λέγεται ίυγξ..

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι "ίυγξ" είναι απλώς το πουλί που λέμε σουσουράδα και το οποίο εμείς το λέμε σουσουράδα λόγω του τρόπου που σείει την ουρά του, αλλά οι αρχαίοι ημών την έλεγαν "ίυγγα" (η ίυγξ της ίυγγος) λογω του χαρακτηριστικού ήχου που βγάζει.

Οι μάγοι και οι μάγισσες στα χρόνια του Σωκράτη και του Αριστοτέλη και του Επίκουρου, έδεναν μια ίυγγα, μια σουσουράδα δηλαδή, πάνω σε έναν τροχό κι έκαναν τα δικά τους τα μαγικά κόλπα (εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω) διά των οποίων μαγικών κόλπων υποτίθεται ότι ο άπιστος εραστής γυρνούσε πίσω στην αγαπημένη του.

Παραδίπλα συνεδρίαζαν οι φιλοσοφικές σχολές.

Όσο πάει τόσο περισσότερο πείθομαι πως έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται πως το κύριο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού κόσμου ήταν τα ανώτερα ηθικά ιδεώδη και ο ορθολογισμός και η επιστημονική σκέψη.

Ας κλείσουμε ευχάριστα εφ' οσον είμαστε πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσουμε επαρκώς ένα  αρχαίο μυητικό τραγούδι, στο οποίο ο μύστης μυητικώ τω τρόπω υπαινίσσεται τη σχέση μεταξύ ίυγγος/σουσουράδας αφ' ενός και απόκρυφων επιστημών αφ' ετέρου.

Μου το ’παν οι τσιγγάνες
Μου το `παν στα χαρτιά
Πως οι ματιές οι πλάνες
Κρύβουν πολύ ψευτιά

Αχ σουσουράδα, σουσουράδα
Ψέματα μου λες αράδα
Αχ Ψέματα μου λες αράδα
Σουσουράδα, σουσουράδα

Μου το ’παν στο φλιτζάνι
Μου το `παν φανερά
Πως η καρδιά σου κάνει
Στον έρωτα νερά

Αχ σουσουράδα, σουσουράδα
Ψέματα μου λες αράδα
Αχ Ψέματα μου λες αράδα
Σουσουράδα, σουσουράδα

Μου το `πανε οι φίλοι
Σε φιλικό σκοπό (σσ: επαοιδή/επωδή)
Πως τα δικά σου χείλη
Κι αλλού λεν σ’ αγαπώ

Αχ σουσουράδα, σουσουράδα
Ψέματα μου λες αράδα
Αχ Ψέματα μου λες αράδα
Σουσουράδα, σουσουράδα




.

1 σχόλιο :

Mi-la-re,
mi-la-re-si