Η επιστροφή... των ασώτων
Πρώτα ο Μαύρος, μετά ο «Αναστό», στο τέλος ο ΠΑΣ Γιάννινα… Μήπως να ονόμαζα το σημερινό κείμενο «η γωνιά των αναμνήσεων»; Έτσι όπως έπεσαν όλα μαζεμένα, ας προσπαθήσω πρώτα να τα ξεχωρίσω, μπας και έχει μία συνοχή το γραπτό, και βλέπουμε. Ας ξεκινήσουμε και ο Θεός βοηθός.
Όταν είδα τον Θωμά στις φωτογραφίες από την εκδήλωση των παλαιμάχων, το μυαλό μου πήγε συνειρμικά στον Νίκο Αναστόπουλο -χωρίς να μπορώ να διανοηθώ ακόμα ότι «ψηνόταν» η επιστροφή του στην ομάδα, ως προπονητή πια. Θυμήθηκα, βασικά, εκείνο το αυγουστιάτικο βράδυ του ’88, τότε που «έφαγα» τον πατέρα μου να μας πάει με το σαραβαλάκι μας στο Καραϊσκάκη, για το ματς Κυπέλλου με τα Τρίκαλα. Από τις μέρες των διακοπών, όταν και ολοκληρώθηκε η μεταγραφή του «Αναστό» από την Αβελίνο, φανταζόμουν το πρώτο ματς εκείνης της χρονιάς. Ήταν κάτι μαγικό στο μυαλό μου τότε και έκανα όνειρα. «Γιατί να μην πάμε για πρωτάθλημα αφού έχουμε δύο από τους μεγαλύτερους παίκτες της χώρας;» Έλα ντε, γιατί;
Γνωρίζετε, φυσικά, ότι το όνειρο όχι απλώς δεν έγινε πραγματικότητα, αλλά η υπερομάδα που νομίζαμε ότι είχαμε, απομυθοποιήθηκε-όπως συμβαίνει με όλα τα όνειρα που προγραμματίζουμε εμείς οι Πανιώνιοι. Κι ας νικήσαμε 4-0 εκείνο το βράδυ τα Τρίκαλα, με τον Μαύρο και τον Αναστόπουλο να πετυχαίνουν στο χαλαρό από δύο γκολ ο καθένας. Κι ας φτάσαμε στον τελικό του Κυπέλλου εκείνη τη χρονιά, έστω και χωρίς τον «Αναστό» που μας παράτησε στα μισά του δρόμου και μας πίκρανε. Όπως και ο Θωμάς, με τη μαύρη πέτρα που έριξε αφότου σταμάτησε την μπάλα. Δεν βαριέσαι, συνηθισμένοι είμαστε...
Και να που ξαφνικά, και οι δύο «άσωτοι» επέστρεψαν. Ο ένας συμβολικά, ο άλλος ουσιαστικά. Θα αναλάβει κιόλας να οδηγήσει την ομάδα σε μία από τις πιο δύσκολες αποστολές της διαχρονικά. «Πώς να σωθείς, έτσι όπως είσαι;», σκεφτόμουν όταν έτρεχαν οι εξελίξεις. Δεν ήξερα κιόλας τι θα κάναμε στο ματς με τον ΠΑΣ Γιάννινα, Σάββατο βράδυ ήταν. Αλλά πάλι το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω και θυμήθηκε και τον τρίτο «άσωτο» της οικογένειας.
Προφανώς δεν είμαι ο μόνος που κάθε φορά που παίζουμε με τα Γιάννενα ανατρέχω στο μπαράζ του ’84. Σίγουρα, πάντως, είμαι ένας από τους λίγους που το παιχνίδι αυτό καθόρισε τόσο πολύ τη μετέπειτα οπαδική τους ζωή. Στα επτά μου τότε, ασχολιόμουν μεν με την μπάλα σε βαθμό ανησυχητικό σε σύγκριση με τα άλλα παιδάκια, αλλά δεν είχα καταλάβει καλά-καλά ότι το γεγονός ότι χάναμε συνεχώς στο τέλος εκείνου του πρωταθλήματος θα μπορούσε να μας στοιχίσει κάτι. Βασικά δεν είχα κατανοήσει ακόμα τις έννοιες «πρωτάθλημα», «τίτλος», «Ευρώπη», «υποβιβασμός». Καλή φάση, έτσι; Να χάνεις πέντε ματς σερί και να μην έχεις άγχος αν θα πέσεις, όχι όπως τώρα που με μια ήττα εκτός προγράμματος δεν κλείνεις μάτι μέχρι την επόμενη (ήττα).
Το ότι κινδυνεύαμε να πέσουμε το συνειδητοποίησα όταν άρχισε η τηλεοπτική μετάδοση του μπαράζ (από το δεύτερο ημίχρονο και μετά, αν θυμάμαι καλά). Για την ακρίβεια, όταν ρώτησα τον πατέρα μου «τι σημαίνει μπαράζ». Ομολογώ ότι δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς σήμαινε η απάντηση, αλλά ένιωσα ότι αυτή η Β’ Εθνική στην οποία θα έπεφτε όποιος έχανε, ήταν κάτι πολύ άσχημο. Έτσι, από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου άλλαξε. Ήταν σαν να έπεσε πάνω μου η κατάρα του Θεού επειδή δάγκωσα το μήλο από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Οι μέρες της ξεγνοιασιάς είχαν πια τελειώσει.
Εκείνη τη μέρα έμαθα και άλλες ποδοσφαιρικές έννοιες, όπως την «παράταση» και τη «διαδικασία των πέναλτι» -και ήμουν πραγματικά τυχερός που τη δεύτερη χρειάστηκε να περιμένω λίγο καιρό ακόμη για να τη δω να εφαρμόζεται. Σε κάποια στιγμή που είχα φύγει από την τηλεόραση, ίσως και για να καταπολεμήσω την αγωνία, άκουσα τον μπαμπά να μου φωνάζει «έλα, έβαλε γκολ ο Σαραβάκος». Περιττό να πω, φυσικά, ότι ήξερα πολύ καλά πως ο Σαραβάκος ήταν το καμάρι μας, όπως και ότι ο φαλακρός ήταν ο Μαυρίκης, ο άλλος ξανθός που έπαιζε πιο πίσω ο Εμβολιάδης, οι δύο μαύροι ο Λίμα και ο Λατούσε (έτσι νόμιζα ότι τονίζεται) κ.ο.κ.
Ακολούθησε και δεύτερο γκολ από τον Σοφιανό, αλλά αυτό που σημάδεψε το μπαράζ και εμένα προσωπικά ήταν εκείνο του Σαραβάκου (το οποίο, σημειωτέον, δεν έχω δει μέχρι σήμερα, μια και επειδή πανηγύριζα έχασα το μοναδικό ριπλέι της ΕΡΤ και έκτοτε δεν το πέτυχα ξανά στην τηλεόραση). Αν δεν είχε μπει και χάναμε, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για τον Πανιώνιο; Πόσο διαφορετικός θα ήταν και ο δικός μου οπαδικός προσανατολισμός αν είχαμε πέσει εκείνη τη μέρα; Χρόνια τώρα μου έρχονται στο μυαλό αυτά τα ερωτήματα, ειδικά όταν όλα μοιάζουν μαύρα και άραχλα και -ναι, κι εσείς το έχετε κάνει, παραδεχτείτε το!- αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που έμπλεξα μ’ αυτήν την ομάδα.
Και να που και την περασμένη Κυριακή, σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο σύγχρονος Δημήτρης με το Νο 7, που κι αυτός έχει κλείσει για την επόμενη χρονιά στον «ισχυρό» της εποχής (για τον Σαραβάκο δεν το ξέραμε, βέβαια, πριν το μπαράζ), έβαλε πάλι το πρώτο γκολ στον ΠΑΣ Γιάννινα. Και ο Πανιώνιος νίκησε πάλι, με τον Μανίκα και τον Λίμα να είναι ξανά εκεί, στον πάγκο, να συνδέουν τις δύο εποχές, με την κοινή αγωνία. Μόνο που τότε, το δεύτερο γκολ του Σοφιανού «σφράγισε» την επίτευξη του στόχου. Τώρα, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και μετά το δεύτερο γκολ του Ντούνη. Απλώς, η νίκη μάς έπεισε ότι η ομάδα ζει, αναπνέει και έχει τις δυνατότητες να σωθεί και φέτος, κόντρα στη λογική των μπάτζετ και την επιθυμία των πολλών. Αυτών που αναρωτιούνται πώς γίνεται κάθε χρόνο και αυτή η ομάδα (χωρίς κόσμο, χωρίς ακριβοπληρωμένους παίκτες, με τόσα χρέη) τα καταφέρνει και επιβιώνει.
(Το παραπάνω όμορφο, ευαίσθητο και συναισθηματικό κείμενο είναι του Ευάνθη Γκόγκουλη και το αντέγραψα από εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si