Το "Πολλές φορές την νύκτα" αποτελεί μέρος της Οκτάνας του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η Οκτάνα αποτελείται από 33 πεζά ποιήματα και το "Πολλές φορές την νύκτα" είναι ένα από αυτά.
(Σχετικά με το τι πα να πει Οκτάνα, κλικ εδώ)
Το "Πολλές φορές την νύκτα" αναδίδει έντονο άρωμα πασχαλιάς. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ήχοι των ψαλμωδιών της χριστιανορθόδοξης μεγάλης εβδομάδας αποτελεί ένα από τα βασικά μοτίβα του ποιήματος αυτού.
Σκέφτηκα λοιπόν να το ανεβάσω εδώ να υπάρχει, μέρες που είναι.
Όμως αντιμετώπισα ένα πρακτικό πρόβλημα που δεν είναι άλλο από την ίδια την έκταση του ποιήματος: Δωδεκάμισι σχετικά πυκνογραμμένες σελίδες στην έκδοση που έχω... Ήτοι, πολύ μεγάλο για να μεταφερθεί εδώ ολόκληρο...
Είπα λοιπόν να αρκεστώ στο να μεταφέρω εδώ τις τελευταίες 4 σελίδες του θαυμασίου αυτού ποιήματος... με τη σύσταση, ωστόσο, προς τους αναγνώστες, να σπεύσουν να το απολαύσουν ολάκερο.
Ω, ήχοι της νυκτός και της νυκτός φωνές! Εσείς που αυτές τις ώρες διαβαίνετε στις πόλεις, παντού θα τις ακούσετε. Φωνές ποικίλες και συγκλονιστικές, απ' τις κραυγές ενός μωρού που μόλις εγεννήθη, έως τον ρόγχο τον βαρύ, τον εναγώνιον του ανθρώπου που η ζωή του εξεμετρήθη και εις την άβυσσον την τελικήν από τα βήματά του ωδηγήθη.
Φωνές και ήχοι σαν ιαχές, που τους ολυμπιονίκας υποδέχονται και συνοδεύουν. Φωνές και ήχοι σαν βοή των πανηγύρεων και των ιωβηλαίων. Φωνές και ήχοι σαν κραυγές ομαδικώς σφαγιαζομένων. Γδούποι, κατρακυλίσματα ογκολίθων, όταν το πένθιμον και τρομερόν "Εάλω η Πόλις" αντηχεί, με κοπετούς, με θρήνους και από τα ρήγματα των κρεμισμένων ντουβαριών ο Χάρος, στυγνός δρεπανηφόρος καβαλλάρης, εισελαύνει, μαζί με τους κατακτητάς βαρβάρους (όταν πια δεν αντηχούν της Υπερμάχου Στρατηγού τα νικητήρια) ενώ επάνω στην στερνή την έπαλξι της Πόλεως, ο ίδιος τον σταυρόν του έχων εκ νέου εμπήξει, το μεκελιό στην χλαλοή θωρεί, τα αίματα που πανταχόθεν αναβλύζουν, και γοεράν κραυγήν αφήνων (Ιλί, ιλί, λαμά σαβαχθανί!) στην τελευταίαν έπαλξιν της Πόλεως, κάτω από νέφωσιν βαρειάν θρηνεί, μαρτυρικά στητός, ο Ιησούς Χριστός.
Ω, ήχοι της νυκτός και της νυκτός φωνές! Φωνές μουντές ή λαγαρές που από τας σκολιάς οδούς των πτωχομαχαλάδων ανεβαίνουν, και εκείνες οι άλλες οι φωνές, μουντές κι αυτές ή λαγαρές, που από ψηλά παραθύρια πλουσίων κτισμάτων βγαίνουν -ήχοι, ω, ήχοι της νυκτός- σμπίροι με προσωπίδες και στιλέττα, φωνές -αχνά- φαντάσματα, με πτητικότητα μεγάλην, και άλλες φωνές, φωνές πυκνές, ήχοι σαν του κροκού του αυγού, όταν σε κύπελλο με ζάχαρη κτυπιέται, φωνές και άλλες φωνές, όταν ο μέγας Σείριος και όλα τ' άστρα σελαγίζουν και οι ψυχές των πόλεων, σαν εκτοπλάσματα, πάνω απ' τα δώματα και πάνω απ' τους δρόμους φωσφορίζουν!
Ω, ναι, είναι ποικίλες οι φωνές που ακούονται ευκρινώς την νύκτα, όταν σε κήπους και αυλές πολύ το αγιόκλημα μυρίζει και η θλίψις με τους επιταφίους θρηνεί και μες στις πόλεις τριγυρίζει.
Η κτίσις δεύρο πάσα
τους εξοδίους θρήνους
προσοίσωμεν τω κτίστη.
Ω, ήδιστον μου έαρ,
γυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος.
Η Δάμαλις τον Μόσχον
εν ξύλω κρεμασθέντα
ηλάλαζεν ορώσα
Αι γενεαί νυν πάσαι
επιταφίους ύμνους
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Και ξαφνικά, σαν άρσις μιας νεφέλης, σαν αλλαγή του θυμικού σε μια περίπτωση κυκλοθυμίας, και άλλες φωνές ακούονται, φωνές χαράς μεγάλης:
Ο Άγγελος εβόα,
τη Κεχαριτωμένη
αγνή Παρθένε χαίρε
και πάλιν ερώ χαίρε.
ο Σος υιός ανέστη
τριήμερος εν τάφω.
Και λίγο πάρα κάτω, ως είσοδος λευκού μπαλλέτου αγγέλων:
Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα , ω Πάσχα λύτρον λύπης!
Και ακόμη- ακούστε, ακούστε- φωνές μέσα στη νύκτα:
-Αγνή παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Αγάπη μου, σε λατρεύω!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Σκατά στα μούτρα σας, χαϊβάνια!
- Χαίρε, παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Γαμόσταυροι, τι περιμένετε!
- Αγνή παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Εμπρός, γαμόσταυροι, εμπρός!
- Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλι ερώ, χαίρε!
- Α, Θεέ μου! Όχι αυτό!…Σας ικετεύω…
- Γαμόσταυροι, μη σταματάτε!
- Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλιν ερώ, χαίρε!
- Βοήθεια! Βοήθεια! Σώστε με, ελάτε…
- Γαμόσταυροι, γαμήστε την, μη σταματάτε! Το εν τούτω νίκα της ζωής το υπέρτατον είναι αυτό. Άγιοι Γαμόσταυροι, μην, γλυκειές παρθένες, φίλτατα αδέρφια σύντροφοι, μη το ξεχνάτε. Χριστός ανέστη σήμερον, θανάτω θάνατον πατήσας! Πάσχα Έρως- Χριστός ο λυτρωτής! Πάσχα ημίν τας Πύλας του Παραδείσου ανοίξαν! Άγιοι γαμόσταυροι, γλυκειές παρθένες, σύντροφοι, μην το ξεχνάτε!
Τέλος από ένα υπόγειον με ανοικτούς φεγγίτες, σαν πίδακες αγαλλιάσεως, σαν πίδακες ουρανομήκεις, και άλλες φωνές μέσα στην νύκτα:
"Γαμώ, γαμώ σε, ως τα έγκατα της γης! Γαμώ σε, ως τ’ αστέρια!".
Και εις απάντησιν από τον ίδιον χώρον, με οίστρον καταφάσεως, με οίστρον ταυτίσεως απολύτου με το θείον:
"Ναι! Ναι! Γάμα με! Γάμα με, αδελφέ! Του Παραδείσου νοιώθω γλύκα!"
Και ξαφνικά, στο γύρισμα ενός δρόμου- ω σείς που νύκτωρ διασχίζετε τις πόλεις, προσέχετε και συχνά θα ακούσετε να αναπηδά, σαν σίφουνας από έναν λαιμό σε καρμανιόλα, που όλος κόκκινος με ορμήν τα αίματα ξερνά, εκεί που λίγο πριν βρισκόταν η κεφαλή του καρατομημένου, προσέχτε, ω εσείς που νύχτα διαβαίνετε στις πόλεις, προσέχτε και σίγουρα θα ακούσετε συχνά, όχι των υπογείων καφωδείων τα «Αμάν!» που με αυταρέσκεια μικρά ή ψεύτικα σεκλέτια γλυκερά σταλάζει, μα το διάτορον, το τρομερόν, το μη περαιτέρω, το εκ βαθέων του απελπισμένου ανθρώπου «ΑΜΑΝ!» που τους βαρύτερους, τους πλέον ασήκωτους καημούς, σαν αίμα ψυχής μες στο σκοτάδι αδειάζει.
(Σχετικά με το τι πα να πει Οκτάνα, κλικ εδώ)
Το "Πολλές φορές την νύκτα" αναδίδει έντονο άρωμα πασχαλιάς. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ήχοι των ψαλμωδιών της χριστιανορθόδοξης μεγάλης εβδομάδας αποτελεί ένα από τα βασικά μοτίβα του ποιήματος αυτού.
Σκέφτηκα λοιπόν να το ανεβάσω εδώ να υπάρχει, μέρες που είναι.
Όμως αντιμετώπισα ένα πρακτικό πρόβλημα που δεν είναι άλλο από την ίδια την έκταση του ποιήματος: Δωδεκάμισι σχετικά πυκνογραμμένες σελίδες στην έκδοση που έχω... Ήτοι, πολύ μεγάλο για να μεταφερθεί εδώ ολόκληρο...
Είπα λοιπόν να αρκεστώ στο να μεταφέρω εδώ τις τελευταίες 4 σελίδες του θαυμασίου αυτού ποιήματος... με τη σύσταση, ωστόσο, προς τους αναγνώστες, να σπεύσουν να το απολαύσουν ολάκερο.
Ω, ήχοι της νυκτός και της νυκτός φωνές! Εσείς που αυτές τις ώρες διαβαίνετε στις πόλεις, παντού θα τις ακούσετε. Φωνές ποικίλες και συγκλονιστικές, απ' τις κραυγές ενός μωρού που μόλις εγεννήθη, έως τον ρόγχο τον βαρύ, τον εναγώνιον του ανθρώπου που η ζωή του εξεμετρήθη και εις την άβυσσον την τελικήν από τα βήματά του ωδηγήθη.
Φωνές και ήχοι σαν ιαχές, που τους ολυμπιονίκας υποδέχονται και συνοδεύουν. Φωνές και ήχοι σαν βοή των πανηγύρεων και των ιωβηλαίων. Φωνές και ήχοι σαν κραυγές ομαδικώς σφαγιαζομένων. Γδούποι, κατρακυλίσματα ογκολίθων, όταν το πένθιμον και τρομερόν "Εάλω η Πόλις" αντηχεί, με κοπετούς, με θρήνους και από τα ρήγματα των κρεμισμένων ντουβαριών ο Χάρος, στυγνός δρεπανηφόρος καβαλλάρης, εισελαύνει, μαζί με τους κατακτητάς βαρβάρους (όταν πια δεν αντηχούν της Υπερμάχου Στρατηγού τα νικητήρια) ενώ επάνω στην στερνή την έπαλξι της Πόλεως, ο ίδιος τον σταυρόν του έχων εκ νέου εμπήξει, το μεκελιό στην χλαλοή θωρεί, τα αίματα που πανταχόθεν αναβλύζουν, και γοεράν κραυγήν αφήνων (Ιλί, ιλί, λαμά σαβαχθανί!) στην τελευταίαν έπαλξιν της Πόλεως, κάτω από νέφωσιν βαρειάν θρηνεί, μαρτυρικά στητός, ο Ιησούς Χριστός.
Ω, ήχοι της νυκτός και της νυκτός φωνές! Φωνές μουντές ή λαγαρές που από τας σκολιάς οδούς των πτωχομαχαλάδων ανεβαίνουν, και εκείνες οι άλλες οι φωνές, μουντές κι αυτές ή λαγαρές, που από ψηλά παραθύρια πλουσίων κτισμάτων βγαίνουν -ήχοι, ω, ήχοι της νυκτός- σμπίροι με προσωπίδες και στιλέττα, φωνές -αχνά- φαντάσματα, με πτητικότητα μεγάλην, και άλλες φωνές, φωνές πυκνές, ήχοι σαν του κροκού του αυγού, όταν σε κύπελλο με ζάχαρη κτυπιέται, φωνές και άλλες φωνές, όταν ο μέγας Σείριος και όλα τ' άστρα σελαγίζουν και οι ψυχές των πόλεων, σαν εκτοπλάσματα, πάνω απ' τα δώματα και πάνω απ' τους δρόμους φωσφορίζουν!
Ω, ναι, είναι ποικίλες οι φωνές που ακούονται ευκρινώς την νύκτα, όταν σε κήπους και αυλές πολύ το αγιόκλημα μυρίζει και η θλίψις με τους επιταφίους θρηνεί και μες στις πόλεις τριγυρίζει.
Η κτίσις δεύρο πάσα
τους εξοδίους θρήνους
προσοίσωμεν τω κτίστη.
Ω, ήδιστον μου έαρ,
γυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος.
Η Δάμαλις τον Μόσχον
εν ξύλω κρεμασθέντα
ηλάλαζεν ορώσα
Αι γενεαί νυν πάσαι
επιταφίους ύμνους
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Και ξαφνικά, σαν άρσις μιας νεφέλης, σαν αλλαγή του θυμικού σε μια περίπτωση κυκλοθυμίας, και άλλες φωνές ακούονται, φωνές χαράς μεγάλης:
Ο Άγγελος εβόα,
τη Κεχαριτωμένη
αγνή Παρθένε χαίρε
και πάλιν ερώ χαίρε.
ο Σος υιός ανέστη
τριήμερος εν τάφω.
Και λίγο πάρα κάτω, ως είσοδος λευκού μπαλλέτου αγγέλων:
Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα , ω Πάσχα λύτρον λύπης!
Και ακόμη- ακούστε, ακούστε- φωνές μέσα στη νύκτα:
-Αγνή παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Αγάπη μου, σε λατρεύω!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Σκατά στα μούτρα σας, χαϊβάνια!
- Χαίρε, παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Γαμόσταυροι, τι περιμένετε!
- Αγνή παρθένε, χαίρε!
- Φύλακες, γρηγορείτε!
- Εμπρός, γαμόσταυροι, εμπρός!
- Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλι ερώ, χαίρε!
- Α, Θεέ μου! Όχι αυτό!…Σας ικετεύω…
- Γαμόσταυροι, μη σταματάτε!
- Γλυκό κορίτσι, χαίρε! Και πάλιν ερώ, χαίρε!
- Βοήθεια! Βοήθεια! Σώστε με, ελάτε…
- Γαμόσταυροι, γαμήστε την, μη σταματάτε! Το εν τούτω νίκα της ζωής το υπέρτατον είναι αυτό. Άγιοι Γαμόσταυροι, μην, γλυκειές παρθένες, φίλτατα αδέρφια σύντροφοι, μη το ξεχνάτε. Χριστός ανέστη σήμερον, θανάτω θάνατον πατήσας! Πάσχα Έρως- Χριστός ο λυτρωτής! Πάσχα ημίν τας Πύλας του Παραδείσου ανοίξαν! Άγιοι γαμόσταυροι, γλυκειές παρθένες, σύντροφοι, μην το ξεχνάτε!
Τέλος από ένα υπόγειον με ανοικτούς φεγγίτες, σαν πίδακες αγαλλιάσεως, σαν πίδακες ουρανομήκεις, και άλλες φωνές μέσα στην νύκτα:
"Γαμώ, γαμώ σε, ως τα έγκατα της γης! Γαμώ σε, ως τ’ αστέρια!".
Και εις απάντησιν από τον ίδιον χώρον, με οίστρον καταφάσεως, με οίστρον ταυτίσεως απολύτου με το θείον:
"Ναι! Ναι! Γάμα με! Γάμα με, αδελφέ! Του Παραδείσου νοιώθω γλύκα!"
Και ξαφνικά, στο γύρισμα ενός δρόμου- ω σείς που νύκτωρ διασχίζετε τις πόλεις, προσέχετε και συχνά θα ακούσετε να αναπηδά, σαν σίφουνας από έναν λαιμό σε καρμανιόλα, που όλος κόκκινος με ορμήν τα αίματα ξερνά, εκεί που λίγο πριν βρισκόταν η κεφαλή του καρατομημένου, προσέχτε, ω εσείς που νύχτα διαβαίνετε στις πόλεις, προσέχτε και σίγουρα θα ακούσετε συχνά, όχι των υπογείων καφωδείων τα «Αμάν!» που με αυταρέσκεια μικρά ή ψεύτικα σεκλέτια γλυκερά σταλάζει, μα το διάτορον, το τρομερόν, το μη περαιτέρω, το εκ βαθέων του απελπισμένου ανθρώπου «ΑΜΑΝ!» που τους βαρύτερους, τους πλέον ασήκωτους καημούς, σαν αίμα ψυχής μες στο σκοτάδι αδειάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si