Κυριακή, Ιανουαρίου 17, 2010

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
(ελληνική αγωγή α-λα prkls
-Μέρος β: Διάφορες καθημερινές έννοιες)

Το σημερινό μας μάθημα θα το ξεκινήσουμε από τη σημαντική λέξη "μούναρχος".
Λέει ο Ηρόδοτος: "...ένα μεν ημέων μούναρχον μηκέτι γενέσθαι. Ούτε γαρ ηδύ ούτε αγαθόν". Που πα να πει κάτι σε στυλ "Να μη γίνει πια ένας από εμάς μούναρχος. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν ούτε γλυκό, ούτε αγαθό".
Πιθανόν θα αναρωτιέσαι καλέ μου αναγνώστη τι κακό έχει το να είναι κάποιος μούναρχος...
Η λέξη "μούναρχος" είναι σύνθετη και σημαίνει "μονάρχης": Το πρώτο της συστατικό προέρχεται από τη λέξη "μούνος" (ιωνικός τύπος της λέξεως "μόνος"). Μούναρχος=ο μονάρχης, λοιπόν.

Τον ιωνικό τύπο "μούνος" τον συναντάμε και στον Ορφικό ύμνο για την Αθηνά:
"Παλλάς μουνογενής, Διός έκγονε σεμνή..."
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με μια άποψη της μυθολογίας, η Αθηνά γεννήθηκε μέσα από το κεφάλι του Δία, ως εκ τούτου είναι "μουνογενής" διότι από το κεφάλι του Δία δεν γεννήθηκε κανένας άλλος. Μονογενής-μουνογενής, λοιπόν, η Αθηνά.

[Οι παλαιότεροι, θα ενθυμούνται τον ιωνικό τύπο "μούνος" να έχει επιβιώσει στις ομιλίες του Χαρίλαου Φλωράκη, όταν ο εν λόγω ρήτωρ συνήθιζε να καταγγέλλει τα "μουνοπώλια"].

Αυτό το ιωνικό "μούνος" το βρίσκουμε και ως πρώτο συνθετικό της λέξεως "μουνόκωλος -μουνόκωλον".
Όπου η λέξη "μουνόκωλος" είναι σύνθετος λέξις, εκ του "μούνος" που μόλις είδαμε, και εκ της λέξεως "κώλον-κώλος" κλπ.

Όπου "κώλον-κώλος" εν προκειμένω είναι μία σημαντική και πολυσήμαντος λέξις, που πα να πει "μέλος του σώματος, σκέλος, χέρι, πόδι, μέλος οποιουδήποτε πράγματος, βλαστάρι, αλλά και τμήμα του λόγου ή του στίχου".

Συχνότατα, "μουνόκωλος" σήμαινε "μονοκόμματος", δηλαδή αυτός που έχει μόνο ένα τμήμα, και είχε φτάσει να θεωρείται πως "μουνόκωλος" είναι ο μονότονος -με αυτή την έννοια οι ρήτορες προσπαθούσαν οι λόγοι τους να μην είναι μουνόκωλοι-μονότονοι, για να μη χασμουριέται το ακροατήριο.
(στο σημερινό κοινοβούλιο, υποψιάζομαι πως αρκετές ρητορείες είναι μουνόκωλες).

Μια άλλη έννοια όμως της λέξεως "μουνόκωλος" σήμαινε αυτόν που είχε ένα μόνο πόδι, που ήταν ανάπηρος δηλαδή.
Υπό αυτή την έννοια, εάν κάποιος αρχαίος ημών πρόγονος έλεγε "κοιτάζω τον μουνόκωλο", τι θα εννοούσε?

Το ρήμα "κοιτάζω" προέρχεται εκ των λέξεων "κοίτη", που σήμαινε βέβαια και την κοίτη του ποταμού, σήμαινε όμως και το κρεβάτι της κρεβετοκάμαρας, και "κοιτών" που σήμαινε το δωμάτιον του ύπνου, την κρεβατοκάμαρα, ας πούμε. Ο κοιτώνας, που λέμε σήμερα.

Κοιτάζω, λοιπόν, σήμαινε "βάζω κάποιον να κοιμηθεί". Κατά προέκταση, "κοιτάζω τον μουνόκωλο" σήμαινε "βοηθάω τον ανάπηρο να ξαπλώσει να κοιμηθεί".
Διότι, μυστηριωδώς, οι αρχαίοι ημών όταν έλεγαν "κοιτάζω" ουδόλως ενοούσαν "βλέπω" ή κάτι παραπλήσιο.

Για το "βλέπω", αναλόγως με τι τρόπο βλέπω, είχαν μπόλικες λέξεις:
Αναλόγως με τι τρόπο βλέπω, ενδέχεται να βλέπω, ή να ορώ, ή να ωπάζομαι, ή να αυγάζω, ή να δέρκομαι, ή να δορκάζω, ή να θεωρώ, ή να θεάομαι, ή πολλά άλλα. Όλα αυτά εμείς σήμερα τα λέμε "βλέπω" ή "κοιτάζω".
Πάντως, για τους αρχαίους, όταν έβλεπα, δεν θα μπορούσε να κοιτάζω: "κοιτάζω" σήμαινε ότι βάζω κάποιον να κοιμηθεί -και μόνο αυτό.

Επιστρέφοντας στη λέξη "κώλος", θα πρέπει να μην τη συγχέουμε με τη λέξη "κόλον" που σήμαινε "το κάτω μέρος του παχέος εντέρου", και υπό αυτή την έννοια είχε να κάνει με την τρέχουσα έννοια της λέξεως "κώλος".

Στην αρσενική του εκδοχή όμως το "κόλον", ήτοι ως "κόλος", η λέξη πήγαζε εκ του "κλάω-κλώμαι" που παναπεί σπάω, κόβω, κομματιάζω κλπ, και με αυτή την έννοια ο ¨κόλος" σήμαινε έννοιες του στυλ κοντός, κολοβός, ημιτελής κλπ. Κάτι σαν κλάσμα, δηλαδή.

Πάντως, αυτή τη λέξη "κόλον-κόλος" δεν θα πρέπει να την θεωρούμε πρώτο συστατικό της λέξεως "κολοσυρτός" που σημαίνει "ταραχή, βαβούρα, βοή". Δεν θεωρείται πως έχει οποιαδήποτε ετυμολογική σχέση.
Ας πούμε, όταν ο Όμηρος λέει ότι ο Ιδομενέας δεν φοβήθηκε τον "κολοσυρτόν επερχόμενον πολύν ανδρών", εννοεί απλώς ότι ο Ιδομενέας έμεινε ατάραχος να αντιμετωπίσει μια ομάδα Τρώες που ετοιμάζονταν να κάνουνε ντου και φώναζαν κάτι σε στυλ "γιούργια", κι έκαναν κολοσυρτό, δηλαδή με τις φωνές τους έκαναν πολλή βαβούρα.
Επί των ημερών μας, η γηπεδική Όλα, έχει όλα τα προσόντα να ονομασθεί ελληνικά "κολοσυρτός" -αλλά δε νομίζω να αρέσει στους χουλιγκάνους.

Επίσης, για τις λέξεις "κολώνα", "Κολωνός" και "Κολωνάκι" θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως δεν έχουν ετυμολογική σχέση είτε με το "κώλος" είτε με το "κόλος".
Όπου, "κολώνα-κολώνη" δεν σημαίνει τη γνωστή κολώνα (αυτή λεγόταν "κίων" συνήθως, άντε και "στήλη" ή "στύλος" καμιά φορά). Κολώνα, όπως και "κολωνός" σημαίνει τον λόφο, το ύψωμα, την τούμπα, όπου η Τούμπα, πέρα από έδρα του ΠΑΟΚ, μας θυμίζει και τον Τύμβο -υπό την έννοια ότι ο τύμβος είναι ένας τάφος σκεπασμένος με χώμα το οποίο χώμα σχηματίζει μια τούμπα, δηλαδή έναν κολωνό, δηλαδή ένα ύψωμα, ένα εξόγκωμα πάνω στη γη.

Όταν όμως μιλάμε για "έδρα του ΠΑΟΚ (ή οποιασδήποτε άλλης ομάδας)", καλό είναι να θυμόμαστε ότι "έδρα" σήμαινε "κατοικία, κάθισμα, τόπος, βάση, αλλά και... κώλος -με την τρέχουσα έννοια". Το λέω αυτό για να συνειδητοποιήσουν οι φίλαθλοι το διφορούμενον της φράσεως "παίζουμε εντός (ή εκτός) έδρας". Όταν το συνειδητοποιήσουν, θα καταλάβουν πως "μακριά απ' την έδρα μας, κι ας παίζουμε όπου να'ναι", ήτοι θα προτιμούν τα παιχνίδια εκτός έδρας.

(Σε κάθε περίπτωση, αυτή η έννοια της λέξεως "έδρα" δικαιώνει τον ποιητή που έγραψε τον νεορρεαλιστικό στίχο "στης βουλής τα έδρανα, αχ κι εγώ να έκλανα" -όπου η λέξη "έκλανα" δεν έχει ετυμολογική σχέση με το "κλάω-κλώμαι": ηχητικά και μόνο, έχει υπό προϋποθέσεις σχέση με τον προαναφερθέντα "κολοσυρτό").
[Συμπληρωματικά, βλέπε και παλιότερο δημοσίευμά μου σχετικά με την ευαγγελική ρήση "έκλασεν ο Ιησούς"].

Πάντως, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ο "κώλος" υπό την έννοια "σκέλος, βλαστάρι" να έχει κάποια μακρυνή συγγένεια με τη λέξη "καυλός-καυλίον" που σήμαινε "βλαστός, κοτσάνι, μίσχος" και κατά προέκταση σήμαινε οτιδήποτε μακρουλό -το άκρο του δόρατος, για παράδειγμα, λεγόταν "καυλός".

Οπότε, εάν κάποιος έλεγε "εξεκαύλωσα" ("ξεκαύλωσα", που λέμε σήμερα) θα εννοούσε κάτι μεταξύ του "τίναξα επιθετικά το δόρυ μου" και του "πήγα και μάζεψα τρυφερά βλασταράκια".
(Είναι φανερό ότι υπήρχε ένας ρομαντισμός τα αρχαία χρόνια: οι άνθρωποι ξεκαύλωναν μαζεύοντας ραδίκια, ας πούμε -ίσως κάπως έτσι προέκυψε ο "πλατωνικός έρωτας").

Σημειωτέον ότι οι "χαυλιόδοντες" που έχουν οι ελέφαντες, κάπου κοντά στο "καυλίον" έχουν τη ρίζα τους, ως "καυλιόδοντες" -αν και μερικοί φιλόλογοι διαφωνούν και προσπαθούν να ετυμολογήσουν τη λέξη από το "χάος" -λογική που δεν με πείθει, εφόσον το χάος δεν νομίζω να έχει σχήμα καυλοειδές όπως έχουν οι χαυλιόδοντες.

Βέβαια, όντως υπάρχουν φορές όπου το χάος έχει σχήμα καυλοειδές.

Μιλώντας για χάος με σχήμα καυλοειδές, το μυαλό μου πήγε στον Υπουργό Οικονομίας και στο χάος που έχει να αντιμετωπίσει. Ας εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να επιστρέψουμε στη λέξη "κώλος" (που αντικειμενικά αντικατοπτρίζει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας).

Στην αρχαιότητα, ο υπεύθυνος του δημόσιου ταμείου, ο υπουργός οικονομίας, ας πούμε, λεγόταν "κωλαγρέτης" -αυτός που "αγείρει τας κωλάς". Δηλαδή, αυτός που μαζεύει τα απαιτούμενα για τη δημόσια θυσία
[εκ του ρήματος "αγείρω" προέρχονται παράγωγες λέξεις όπως "αγορά", "ομήγυρις", "συναγερμός", αλλά και "αγύρτης"].

("κωλή" ήταν το μπούτι και ο "κωλαγρέτης" ήταν επιφορτισμένος να μοιράζει δίκαια το μπούτι -να μη δίνει πολύ στους τραπεζίτες και λίγο στους μεροκαματιάρηδες. Το αντίθετο από σήμερα, δηλαδή.
Βέβαια η "κωλή" πιστευόταν ότι ανήκε στον θεό Ερμή, ο οποίος όσο να'ναι ήταν και "Κερδώος Ερμής" και γεικά εθεωρείτο φίλος των κλεπτών -ήτοι επί των ημερών μας, των καπιταλιστών.
Πέρα από αυτό το θρησκευτικό του καθήκον, ο "κωλαγρέτης" φρόντιζε για την πληρωμή των δημόσιων λειτουργών -κληρωτών δικαστών κλπ- και γενικά για τα έξοδα της πολιτείας.
Τα φράγκα-έσοδα της πολιτείας -από φόρους και τέτοια- τα μάζευαν δέκα τυπάδες που λεγόντουσαν "αποδέκται" και -δημοσίως, για να μη βάλουν κάτι στην τσέπη- τα παρέδιδαν στον κωλαγρέτη για να τα διαχειριστεί όπως τον φωτίσει ο μεγαλοδύναμος.
Κανονικός υπουργός οικονομίας, δηλαδή, ο κωλαγρέτης. Υπό αυτή την έννοια, ο κ. Παπακωνσταντίνου σήμερα είναι κωλαγρέτης).

Βέβαια η λέξη "κωλή" πέρα από "μπούτι" μυστηριωδώς σήμαινε και "πούτσος" ή καλύτερα "ψωλή" (μάλλον λόγω σχήματος και κατ' ευφημισμόν μεγέθους), ενώ βέβαια, πάντα υπήρχαν και τα λογοπαίγνια των αρχαίων που έπαιζαν με τις έννοιες "κώλον" και "κόλον".
["οίμοι δε κωλής ής εγώ κατήσθιον" λέει κάπου στο έργο "Πλούτος" ο τρισμέγιστος Αριστοφάνης -πιθανόν παίζοντας με την "κωλή" που ανήκε στον Ερμή και με την άλλη "κωλή", αυτή που λέμε εδώ].
Από τη σύμπτυξη των ανωτέρω, επικράτησε το εξής: κάποια εκδοχή της θεού Αφροδίτης, ονομαζόταν "Κωλιάς Αφροδίτη" (και είχε ναό κάπου προς το Τροκαντερό ή ίσως τον Άγιο κοσμά ένα πράμα).
[Δεν ξέρω αν ο ναός αυτός της Αφροδίτης εκτίσθη από αγανακτισμένους φορολογούμενους που βλέποντας τους φόρους των να εξανεμίζονται μονολογούσαν "δε γαμιόμαστε λέω εγώ..."].

[Ιστορική σημείωσις: Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σκοτώθηκε κάπου κοντά στο στάδιο Καραϊσκάκη, κάπου προς την Καστέλα ένα πράμα. Και ναι μεν για εμάς τους βάνδαλους χατζηέλληνες η περιοχή λέγεται Καστέλα, αλλά για τον Καραίσκάκη η περιοχή λεγόταν Μουνυχία. Δεν ήξερε καμιά Καστέλα: Τη Μουνυχία ήξερε μόνο.
(Μουνυχία ίσως εκ του "μούνος" και του "νυχία=νύχτα" -και λογικό είναι ότι στη Μουνυχία υπήρχε ναός της Αρτέμιδας Μουνυχίας, ίσως διότι όποιος δεν έχει ζήσει πανσέληνο στην Καστέλα, δεν ξέρει τι θα πει πανσέληνος, οπότε θα μείνει ξύλο απελέκητο: άντε να του εξηγήσεις ποιός είναι ο Έκατος και ποιά η αδερφή του η Εκάτη... you know, the moon ντε!).
Από τη Μουνυχία, λοιπόν, οι Έλληνες του Καραϊσκάκη ήθελαν να πάνε να κάνουν απόβαση κάπου προς το Τροκαντερό -που λέμε εμείς οι βάνδαλοι χατζηέλληνες: διότι οι ίδιοι έλεγαν πως ήθελαν ξεκινήσουν από τη Μουνυχία και να πάνε να κάνουν απόβαση στην Κωλιάδα.
Να φύγουν από την Αρτέμιδα και να πάνε να κάνουν απόβαση στην Αφροδίτη.
Οκέϋ? Έτσι έλεγαν. Και ήταν και αμόρφωτοι.
Ο τελικός τους προορισμός, βέβαια, ήταν να ανηφορίσουν μέχρι την πολιορκημένη Ακρόπολη με τον Παρθενώνα της. Μυστηριωδώς την Ακρόπολη την ονόμαζαν απλώς "Κάστρο". Για Παρθενώνα και τέτοια δεν ήξεραν ή δεν έλεγαν τίποτα -ίσως φταίει που ο "παρθενών" έχει απωθητικό όνομα: δεν έχει πιασάρικο όνομα του στυλ "Μουνυχία" ή "Κωλιάς", που τα λες και γεμίζει το στόμα (και το μυαλό) σου έννοιες που σε προκαλούν για δράση.
Τελικά στη διαδρομή τον ήπιανε: Αποδεκατίστηκαν στη Μάχη του Αναλάτου -ενδεχομένως επειδή η Προμαχος Αθηνά είχε τσαντιστεί που την ξέχναγαν και που δεν την ανέφεραν).

Ανακεφαλαιώνω προς εμπέδωσιν:

μούναρχος= μονάρχης ιωνιστί
μούνος= μόνος ιωνιστί
μουνογενής= μονογενής ιωνιστί
μουνόκωλος= μονοκόμματος, μονότονος ή και μονοπόδαρος ιωνιστί
κοιτάζω= βάζω κάποιον να κοιμηθεί
κώλον= χέρι, πόδι, τμήμα λόγου/στίχου, μέλος ενός πράγματος
κόλον= το κάτω μέρος του παχέος εντέρου, ο σύγχρονος κώλος
κολοσυρτός= βαβούρα, νταμπαντούμπα, αναταραχή
κολωνός= τούμπα, λόφος και ύψωμα
Τούμπα= έδρα του ΠΑΟΚ, τύμβος και κολωνός
τύμβος= τάφος με κολωνό και τούμπα
έδρα= κάθισμα, κατοικία, βάσις, κώλος
καυλός= βλαστάρι, κοτσάνι, κοντάρι, κάτι μακρουλό γενικά
καυλίον= κοτσανάκι, βλασταράκι
ξεκαυλώνω= έχω πάει να κόψω τρυφερά βλασταράκια / κουνάω απειλητικά το δόρυ μου
χαυλιόδοντες= καυλιόδοντες, μακρουλά δόντια σε σχήμα καυλοειδές
κωλαγρέτης= ο υπεύθυνος του δημόσιου ταμείου /ο υπουργός οικονομίας
κωλή= ο μηρός, το μπούτι, αλλά και η κωλή με αρχικό γράμμα "ψ"
Μουνυχία= εκδοχή της Αρτέμιδος
Κωλιάς= εκδοχή της Αφροδίτης

10 σχόλια :

  1. Δώσε τη γάτα για υιοθεσία και βρες μια γυναίκα άμεσα.

    Μα που έβαλα το Prozac ρε γμτ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χωρίς πλάκα....τελείωσες φιλοσοφική ή είναι προϊόν μελέτης ολο αυτό το "απόσταγμα"...όπως και νάχει δεν εκπλήσσομαι πλέον έτσι απο περιέργεια ρωτώ........ο Καραισκάκης δε περιπτωσάρα βωμολόχος και μέγας καλαμπουρτζής,θα έχεις διαβάσει φαντάζομαι την "απολογία" του ενώπιον προεστών μέσα σε ναό απο τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @offshore, δε μου φτάνει μία -θέλω πολλές! :-)
    (άσχετον: τι παίχτηκε στο ευλόγιον?
    -αν θες, απαντάς με μήνυμα που δεν θα δημοσιευτεί)

    @loupasg, μπα, όχι, δεν κατάφερα να τελειώσω τίποτα... :-(
    και ναι -ήτο τεράστιος!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το ξέρεις ότι θα πάς στην Κόλαση (ή κώλαση, ή ψ-...) για αυτά που λές, έτσι?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. :-)
    Μα, Αθηνά, απλώς παραδίδω μαθήματα αρχαίων ελληνικών... Αμαρτία είναι?
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Τα απαλλοτρίωσα όλα δια χρήσιν μελλοντικήν με παραπομπάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ορθώς εποίησες, ω, Φώντα!!!!
    :-)
    Άμα δεν αλληλο-απαλλοτριωνόμαστε, πως θα πάμε μπροστά, ε?
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. @tiktos, "πω πω μάθημα"
    με την καλή ή με την κακή έννοια?
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Mi-la-re,
mi-la-re-si