Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2012

ΣΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Υπάρχουν μερικά κείμενα που περιέχουν σκέψεις (μη σου πω και προτάσεις) κατάλληλες για πολλαπλή σκέψη και πολλαπλή χρήση.  Πολλαπλή με την έννοια ότι ενώ μοιάζουν να αναφέρονται σε κάτι συγκεκριμένο, στην πραγματικότητα αναφέρονται στα πάντα.
Ένα τέτοιο κείμενο αλίευσα περιδιαβαίνοντας από το methexis erratum και είπα να το αναδημοσιεύσω και εδώ, έτσι, για να υπάρχει.
Την ώρα που φτάνεις στο αδιέξοδο. Εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς πως το ήξερες από πριν. Δεν ήρθε απότομα. Το ήξερες πολλές στροφές πριν πως θα καταλήξεις εδώ. Μόνο που περίμενες κάποιος άλλος να το έχει καταργήσει το αδιέξοδο. Ήθελες πολύ να έχει κάποιος αλλάξει την πραγματικότητα, τόσο πολύ που το πίστεψες. Τώρα αναρωτιέσαι.
Ακόμα και τώρα, ρίχνεις την ευθύνη σ’ αυτόν τον άλλο. Σ’ αυτόν που δεν έκανε κάτι ώστε να μην καταλήξεις στο αδιέξοδο. Μα πως μπόρεσε; Πως σε άφησε να εκτεθείς έτσι; Και στο κάτω κάτω τι ζήτησες ρε γαμώτο; Κάποιος να αλλάξει τη διαδρομή, κάποιος να ακυρώσει το αυτονόητο. Τόσο δύσκολο ήταν; «Φτάνει πια με τους αλήτες», σκέφτεσαι.
Μπροστά σου ακόμα όμως, το αδιέξοδο. Το μυαλό σου καίει. Τι κάνεις τώρα; Κοιτάς το τέλος και δεν έχεις ιδέα. «Να γύριζα πίσω;», σκέφτεσαι, «πόσο ωραία θα ήταν να ξαναγύριζα στην αρχή». Μα δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις το δρόμο. Το ξέρεις. Το πίσω τελείωσε. Κάθε βήμα σου ακύρωνε το προηγούμενο. Το πίσω πέρασε, δεν ξαναγίνεται.
Κοιτάς πάλι μπροστά. Αφουγκράζεσαι. Κανείς. «Μα που είναι οι άλλοι;». Θυμάσαι αμυδρά πως στην αρχή ήσασταν πολλοί. Μα σε κάθε στροφή χανόταν κι από ένας. Ο καθένας πήρε το δρόμο για το δικό του αδιέξοδο. Ο καθένας μόνος του. Όλοι ήξεραν. Όλοι. Τώρα; Φόβος. Ξαφνικά σε κυριεύει πανικός. Είσαι μόνος.
Δοκιμάζεις να σπρώξεις το φράγμα που σου κλείνει το δρόμο. Κουνιέται. Ελάχιστα. Αλλά κουνιέται. Προσπαθείς ξανά. Μάταια. Αν ήταν λίγοι ακόμα εδώ, θα έπεφτε. Σίγουρα, θα έπεφτε. Φωνάζεις. Παρακαλάς. Κλαις. Κανείς. Γιατί; Μα μόνο λίγοι χρειάζονται ακόμα. Γιατί δεν υπάρχει κανείς; Σε πνίγει το άδικο. Τρελαίνεσαι.
Κάπου εκεί το παίρνεις απόφαση. Δεν θες άλλο να παλέψεις. Ζαρώνεις στη γωνιά σου και μυξοκλαίς. Βρίζεις όλους όσους λείπουν. Καταριέσαι την τύχη σου. Την μοναξιά σου. Το σύστημα. Το δρόμο. Τους τοίχους. Τους άλλους. Τους άλλους. Παράδοση. Υποταγή. Στάση. Τέλος.
——–
Λίγο πιο πέρα, στον ίδιο λαβύρινθο, κάποιοι λίγοι πορεύονται ρίχνοντας τους φραγμούς. Έναν έναν. Σιγά σιγά. Προχωράνε. Δεν υπάρχει αδιέξοδο γι’ αυτούς. Είναι μαζί. Αντέχουν. Συνεχίζουν λυπημένοι. Πολύ λυπημένοι που δεν είσαι μαζί τους. Αν ήσουν, ξέρουν, θα έπεφταν οι φραγμοί ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο αποτελεσματικά. Θα προλάβαιναν περισσότερους σαν κι εσένα. Πριν παραιτηθούν. Πριν το Τέλος. Λυπούνται. Προχωράνε. Παλεύουν. Σε ψάχνουν. Που είσαι;
Μουσική. Κιθάρες. Μη με ρωτάς ποιος είναι ο στιχουργός και τι πράττει την σήμερον. Δεν γνωρίζω. Σημασία έχουν οι στίχοι του στιχουργού, όχι ο στιχουργός αυτός καθαυτός. Οι στιχουργοί έρχονται και παρέρχονται, οι στίχοι τους όμως διαρκούν αρκετά περισσότερο απ' όσο διαρκούν οι ίδιοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Mi-la-re,
mi-la-re-si