Μια από τις προηγούμενες σημειώσεις (εκείνη σχετικά με τον Ηρακλή στον Άδη) γράφτηκε απλά για να γίνει γέφυρα προς την παρούσα σημείωση.
Είμαστε στη φ ραψωδία της Οδύσσειας, στη σκηνή όπου η Πηνελόπη ανοίγει το θησαυροφυλάκιο του Οδυσσέα προκειμένου να βγάλει έξω το τόξο του.
Αρπάζει την ευκαιρία ο Όμηρος, προκειμένου να μας πει 5-6 πράγματα σχετικά με την ιστορία του τόξου:
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
τῶν ἕνεκ᾽ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.
Ἴφιτος αὖθ᾽ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,
φῶθ᾽ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ᾽ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
ἵππους δ᾽ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι.
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μέν ῥ᾽ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ᾽ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ
γνώτην ἀλλήλων· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε.
Πάμε να το δούμε σε απλά ελληνικά της εποχής μας, σε μετάφραση Εφταλιώτη:
Είχε και πισοτέντωτο δοξάρι και φαρέτρα,
που μέσα της ήταν πολλές στεναχτερές σαγίτες.
Από τη Λακεδαίμονα τά 'χε ο Δυσσέας φερμένα,
του ομοιόθεου του Ίφιτου, γόνου του Ευρύτου δώρα.
Στου Ορσίλοχου ανταμώθηκαν του αντρείου στη Μεσσήνη,
σαν πήγε ο Οδυσσέας εκεί για χρέος που όλ' η χώρα
του χρώσταγε· τι πρόβατα τρακόσα από το Θιάκι
με τους βοσκούς αρπάξανε και φύγαν Μεσσηνίτες
με πλεούμενα πολύσκαρμα· και μακρινό ταξίδι
πήγε ο Δυσσέας ζητώντας τα, μικρός πολύ κι αν ήταν
τι ο κύρης του τον έστειλε και του Θιακιού οι γερόντοι.
Και πάλε ο Ίφιτος εκεί φοράδες δώδεκα ήρθε
να βρη χαμένες, που γερά βυζάνανε μουλάρια·
αυτές δα που του γίνανε χάρος και μαύρη μοίρα,
κατόπι, στον αντρειόψυχο του Δία το γιό σαν ήρθε,
τον Ηρακλή, το γνωριστή κάθε έργου φημισμένου,
που ο άνομος στο σπίτι του τον έσφαξε, αν και ξένο,
και μήτε θεό δε ντράπηκε, και μήτε το τραπέζι
που τότες του παράθεσε· μόνε κι εκείνον σφάζει,
και τις βαριόνυχες κρατάει φοράδες στο παλάτι.
Αυτές ζητώντας ο Ίφιτος, τον Οδυσσέα ανταμώνει,
και το δοξάρι τού 'δωσε, που ο Εύρυτος ο μέγας
κρατούσε μιά φορά, μα πριν πεθάνη τό 'χε αφήσει
του γιού του στα παλάτια του. Και τότε ο Οδυσσέας
τού 'δωκε κοφτερό σπαθί και δυνατό κοντάρι,
αρχή φιλίας γκαρδιακής· μα οι δυό δε γνωριστήκαν
και σε τραπέζι, γιατί ο γιός του Διός είχε σκοτώσει
τον Ίφιτο το θεόμοιαστο, που τού 'δωκε το τόξο.
Ο Ίφιτος ήταν ένας από τους Αργοναύτες. Ήταν δηλαδή ένα από τα επώνυμα πρόσωπα της γενιάς του -όπως και ο Ηρακλής, άλλωστε.
Οι Αργοναύτες ήταν μια γενιά μεγαλύτεροι από τους ήρωες του τρωικού πολέμου.
Εν προκειμένω, ο Οδυσσέας κάνει αυτό το ταξίδι σε νεαρή ηλικία ("παιδνὸς ἐών", δηλαδή όντας πιτσιρικάς), σταλμένος από τον πατέρα του και τους άλλους διοικούντες την Ιθάκη.
Εκεί στη Μεσσήνη που πήγε ο Οδυσσέας, συνάντησε τον Ίφιτο ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν Αργοναύτης -επομένως ήταν καμιά εικοσαριά-τριάντα χρόνια μεγαλύτερος από τον Οδυσσέα.
Οι δύο τους αντάλλαξαν δώρα: Ο Ίφιτος έδωσε στον Οδυσσέα το τόξο, ο Οδυσσέας έδωσε στον Ίφιτο ένα σπαθί κι ένα κοντάρι.
Αυτή η ανταλλαγή των δώρων εκείνη την εποχή σηματοδοτούσε την "ἀρχὴν", δηλαδή το ξεκίνημα, της "ξεινοσύνης".
Η "ξεινοσύνη" αυτή που λέει ο Όμηρος, θέλει πολλή κουβέντα για να κατανοηθεί, ωστόσο μιας και δεν είναι το θέμα μας εγώ θα περιοριστώ στη φράση που λέει ο Πανδίων σε ένα σχετικό του κείμενο, πως η ξεινοσύνη "καλύτερα κατανοείται με τον όρο τελετουργική φιλία".
Ωστόσο, ενώ ξεκίνησε η ¨ξεινοσύνη" Ίφιτου και Οδυσσέα, δεν πρόλαβε να επισφραγιστεί με το δέον τραπέζωμα του ενός από τον άλλο -και βέβαια με όλες τις σπονδές και τα λοιπά που ταιριάζουν σε τέτοιες περιπτώσεις- επειδή οι δύο τους έπρεπε να χωρίσουν: Ο Ίφιτος έπρεπε να πάει στο σπίτι του Ηρακλή, επειδή ο Ηρακλής, κλεφτρόνι ων, είχε κλέψει κάτι φοράδες και κάτι μουλάρια που ανήκαν στον Ίφιτο. Τώρα που είχε φανερωθεί πως ο Ηρακλής ήταν κοινός κλέφτης, όφειλε να επιστρέψει στον Ίφιτο τα κλεμμένα. Ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει.
Για ποιό λόγο ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει?
Μα, επειδή τόσο ο Ίφιτος όσο και ο Ηρακλής, ήταν Αργοναύτες. Είχαν πάρει και οι δύο μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, επομένως τους συνέδεε και αυτούς "ξεινοσύνη". Ο ένας όφειλε να βοηθά τον άλλο, κι αν καμιά φορά γινόταν καμιά στραβή κατά λάθος, ο φταίχτης έπρεπε να επανορθώνει το λάθος του και ο άλλος όφειλε να μην παρα-θυμώνει. Αυτό σήμαινε -μεταξύ άλλων- η "ξεινοσύνη".
Σε αυτή την ξεινοσύνη βασιζόταν ολόκληρος ο ελληνόφωνος κόσμος εκείνης της εποχής. Η ξεινοσύνη εθεωρείτο θεϊκός νόμος κι όποιος τον παραβίαζε ήταν σίχαμα για τους ανθρώπους και έβρισκε το μπελά του απ' τους θεούς.
Ε, αυτό που μας λέει λοιπόν ο Όμηρος, είναι το εξής:
Ο Ηρακλής έγραψε στα παπάρια του την ξεινοσύνη για την οποία είχε δώσει όρκους ενώπιον των θεών, εμμέσως έγραψε δηλαδή στα παπάρια του και τους θεούς και τους νόμους των ανθρώπων και των θεών, και γι' αυτό ο Όμηρος πέρα απ' το ότι τον περιγράφει ως συνειδητό κλέφτη και δολοφόνο, τον χαρακτηρίζει "σχέτλιο".
Η λέξη "σχέτλιος" είναι μια όμορφη λέξη με (κυρίως) άσχημη έννοια. Τόσο άσχημη, που υπάρχει μια φήμη πως ο Όμηρος όποτε τη χρησιμοποιεί τη βάζει μόνο στην αρχή του στίχου, προκειμένου να φορτίσει τον στίχο.
Η λέξη "σχέτλιος" εκφράζει βέβαια και έννοιες όπως "ανυποχώρητος" ή "καρτερικός", κυρίως όμως εκφράζει έννοιες όπως "άσπλαχνος, άγριος, αποτρόπαιος, ανελέητος, ανόσιος, ασεβής, ελεεινός, άνομος", κι είναι μ' αυτές τις τελευταίες έννοιες που τη χρησιμοποιεί ο Όμηρος προκειμένου να περιγράψει τον Ηρακλή.
Ω ναι, είναι σαφές πως ο Όμηρος ναι μεν θεωρεί δυνατό και γενναίο και Διογενή τον Ηρακλή, ωστόσο τον θεωρεί εξίσου αλογοκλέφτη, ανόσιο και ασεβή.
Και, όσο και να το παλέψει κάποιος μες το μυαλό του, είναι προφανές ότι για τον Όμηρο (και κατά προέκταση για τους Έλληνες της εποχής του Ομήρου) ο Ηρακλής ήταν απλά ένας "σχέτλιος", ένας "ανόσιος αγριάνθρωπος" που όλοι τον απέφευγαν και που αποκλείεται να είχε φτάσει στη θέωση: Κάτι τέτοιοι δεν φτάνουν στη θέωση ακόμα κι αν γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.
Βέβαια, όπως όλοι ξέρουμε, λίγο καιρό μετά από την εποχή του Ομήρου τα πράγματα άλλαξαν και οι Ηρακλειδείς πήραν το πάνω χέρι. Και από τη στιγμή που αφενός η ιστορία γράφεται από τους νικητές ενώ αφετέρου η μυθολογία κινείται έξω από την ανθρώπινη ιστορία στο χώρο των συμβόλων και της αλληγορίας, με το πέρασμα του χρόνου ο Ηρακλής έπαψε να είναι "σχέτλιος" και παραβάτης της "ξείνων θέμιδας" και ανέβηκε στον Όλυμπο -έστω και κατά το ήμισυ (όπως είδαμε στους στίχους που κάποιος λάτρης του Ηρακλέους πρόσθεσε στην Οδύσσεια).
Με αποτέλεσμα, εμείς οι νεώτεροι να τιμούμε τον μυθολογικό Ηρακλή (και δικαίως: τόσα και τόσα καλά χαρακτηριστικά του αποδίδουμε) και να γράφονται ακόμα και επί των ημερών μας για τον Ηρακλή όμορφες δημιουργίες σαν την παρακάτω, που απ' όσο ξέρω είναι ολοκαίνουργια και πολύ μου αρέσει:
Είμαστε στη φ ραψωδία της Οδύσσειας, στη σκηνή όπου η Πηνελόπη ανοίγει το θησαυροφυλάκιο του Οδυσσέα προκειμένου να βγάλει έξω το τόξο του.
Αρπάζει την ευκαιρία ο Όμηρος, προκειμένου να μας πει 5-6 πράγματα σχετικά με την ιστορία του τόξου:
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
τῶν ἕνεκ᾽ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.
Ἴφιτος αὖθ᾽ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,
φῶθ᾽ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ᾽ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
ἵππους δ᾽ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι.
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μέν ῥ᾽ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ᾽ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ
γνώτην ἀλλήλων· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε.
Πάμε να το δούμε σε απλά ελληνικά της εποχής μας, σε μετάφραση Εφταλιώτη:
Είχε και πισοτέντωτο δοξάρι και φαρέτρα,
που μέσα της ήταν πολλές στεναχτερές σαγίτες.
Από τη Λακεδαίμονα τά 'χε ο Δυσσέας φερμένα,
του ομοιόθεου του Ίφιτου, γόνου του Ευρύτου δώρα.
Στου Ορσίλοχου ανταμώθηκαν του αντρείου στη Μεσσήνη,
σαν πήγε ο Οδυσσέας εκεί για χρέος που όλ' η χώρα
του χρώσταγε· τι πρόβατα τρακόσα από το Θιάκι
με τους βοσκούς αρπάξανε και φύγαν Μεσσηνίτες
με πλεούμενα πολύσκαρμα· και μακρινό ταξίδι
πήγε ο Δυσσέας ζητώντας τα, μικρός πολύ κι αν ήταν
τι ο κύρης του τον έστειλε και του Θιακιού οι γερόντοι.
Και πάλε ο Ίφιτος εκεί φοράδες δώδεκα ήρθε
να βρη χαμένες, που γερά βυζάνανε μουλάρια·
αυτές δα που του γίνανε χάρος και μαύρη μοίρα,
κατόπι, στον αντρειόψυχο του Δία το γιό σαν ήρθε,
τον Ηρακλή, το γνωριστή κάθε έργου φημισμένου,
που ο άνομος στο σπίτι του τον έσφαξε, αν και ξένο,
και μήτε θεό δε ντράπηκε, και μήτε το τραπέζι
που τότες του παράθεσε· μόνε κι εκείνον σφάζει,
και τις βαριόνυχες κρατάει φοράδες στο παλάτι.
Αυτές ζητώντας ο Ίφιτος, τον Οδυσσέα ανταμώνει,
και το δοξάρι τού 'δωσε, που ο Εύρυτος ο μέγας
κρατούσε μιά φορά, μα πριν πεθάνη τό 'χε αφήσει
του γιού του στα παλάτια του. Και τότε ο Οδυσσέας
τού 'δωκε κοφτερό σπαθί και δυνατό κοντάρι,
αρχή φιλίας γκαρδιακής· μα οι δυό δε γνωριστήκαν
και σε τραπέζι, γιατί ο γιός του Διός είχε σκοτώσει
τον Ίφιτο το θεόμοιαστο, που τού 'δωκε το τόξο.
Ο Ίφιτος ήταν ένας από τους Αργοναύτες. Ήταν δηλαδή ένα από τα επώνυμα πρόσωπα της γενιάς του -όπως και ο Ηρακλής, άλλωστε.
Οι Αργοναύτες ήταν μια γενιά μεγαλύτεροι από τους ήρωες του τρωικού πολέμου.
Εν προκειμένω, ο Οδυσσέας κάνει αυτό το ταξίδι σε νεαρή ηλικία ("παιδνὸς ἐών", δηλαδή όντας πιτσιρικάς), σταλμένος από τον πατέρα του και τους άλλους διοικούντες την Ιθάκη.
Εκεί στη Μεσσήνη που πήγε ο Οδυσσέας, συνάντησε τον Ίφιτο ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν Αργοναύτης -επομένως ήταν καμιά εικοσαριά-τριάντα χρόνια μεγαλύτερος από τον Οδυσσέα.
Οι δύο τους αντάλλαξαν δώρα: Ο Ίφιτος έδωσε στον Οδυσσέα το τόξο, ο Οδυσσέας έδωσε στον Ίφιτο ένα σπαθί κι ένα κοντάρι.
Αυτή η ανταλλαγή των δώρων εκείνη την εποχή σηματοδοτούσε την "ἀρχὴν", δηλαδή το ξεκίνημα, της "ξεινοσύνης".
Η "ξεινοσύνη" αυτή που λέει ο Όμηρος, θέλει πολλή κουβέντα για να κατανοηθεί, ωστόσο μιας και δεν είναι το θέμα μας εγώ θα περιοριστώ στη φράση που λέει ο Πανδίων σε ένα σχετικό του κείμενο, πως η ξεινοσύνη "καλύτερα κατανοείται με τον όρο τελετουργική φιλία".
Ωστόσο, ενώ ξεκίνησε η ¨ξεινοσύνη" Ίφιτου και Οδυσσέα, δεν πρόλαβε να επισφραγιστεί με το δέον τραπέζωμα του ενός από τον άλλο -και βέβαια με όλες τις σπονδές και τα λοιπά που ταιριάζουν σε τέτοιες περιπτώσεις- επειδή οι δύο τους έπρεπε να χωρίσουν: Ο Ίφιτος έπρεπε να πάει στο σπίτι του Ηρακλή, επειδή ο Ηρακλής, κλεφτρόνι ων, είχε κλέψει κάτι φοράδες και κάτι μουλάρια που ανήκαν στον Ίφιτο. Τώρα που είχε φανερωθεί πως ο Ηρακλής ήταν κοινός κλέφτης, όφειλε να επιστρέψει στον Ίφιτο τα κλεμμένα. Ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει.
Για ποιό λόγο ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέψει?
Μα, επειδή τόσο ο Ίφιτος όσο και ο Ηρακλής, ήταν Αργοναύτες. Είχαν πάρει και οι δύο μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, επομένως τους συνέδεε και αυτούς "ξεινοσύνη". Ο ένας όφειλε να βοηθά τον άλλο, κι αν καμιά φορά γινόταν καμιά στραβή κατά λάθος, ο φταίχτης έπρεπε να επανορθώνει το λάθος του και ο άλλος όφειλε να μην παρα-θυμώνει. Αυτό σήμαινε -μεταξύ άλλων- η "ξεινοσύνη".
Σε αυτή την ξεινοσύνη βασιζόταν ολόκληρος ο ελληνόφωνος κόσμος εκείνης της εποχής. Η ξεινοσύνη εθεωρείτο θεϊκός νόμος κι όποιος τον παραβίαζε ήταν σίχαμα για τους ανθρώπους και έβρισκε το μπελά του απ' τους θεούς.
Ε, αυτό που μας λέει λοιπόν ο Όμηρος, είναι το εξής:
Ο Ηρακλής έγραψε στα παπάρια του την ξεινοσύνη για την οποία είχε δώσει όρκους ενώπιον των θεών, εμμέσως έγραψε δηλαδή στα παπάρια του και τους θεούς και τους νόμους των ανθρώπων και των θεών, και γι' αυτό ο Όμηρος πέρα απ' το ότι τον περιγράφει ως συνειδητό κλέφτη και δολοφόνο, τον χαρακτηρίζει "σχέτλιο".
Η λέξη "σχέτλιος" είναι μια όμορφη λέξη με (κυρίως) άσχημη έννοια. Τόσο άσχημη, που υπάρχει μια φήμη πως ο Όμηρος όποτε τη χρησιμοποιεί τη βάζει μόνο στην αρχή του στίχου, προκειμένου να φορτίσει τον στίχο.
Η λέξη "σχέτλιος" εκφράζει βέβαια και έννοιες όπως "ανυποχώρητος" ή "καρτερικός", κυρίως όμως εκφράζει έννοιες όπως "άσπλαχνος, άγριος, αποτρόπαιος, ανελέητος, ανόσιος, ασεβής, ελεεινός, άνομος", κι είναι μ' αυτές τις τελευταίες έννοιες που τη χρησιμοποιεί ο Όμηρος προκειμένου να περιγράψει τον Ηρακλή.
Ω ναι, είναι σαφές πως ο Όμηρος ναι μεν θεωρεί δυνατό και γενναίο και Διογενή τον Ηρακλή, ωστόσο τον θεωρεί εξίσου αλογοκλέφτη, ανόσιο και ασεβή.
Και, όσο και να το παλέψει κάποιος μες το μυαλό του, είναι προφανές ότι για τον Όμηρο (και κατά προέκταση για τους Έλληνες της εποχής του Ομήρου) ο Ηρακλής ήταν απλά ένας "σχέτλιος", ένας "ανόσιος αγριάνθρωπος" που όλοι τον απέφευγαν και που αποκλείεται να είχε φτάσει στη θέωση: Κάτι τέτοιοι δεν φτάνουν στη θέωση ακόμα κι αν γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.
Βέβαια, όπως όλοι ξέρουμε, λίγο καιρό μετά από την εποχή του Ομήρου τα πράγματα άλλαξαν και οι Ηρακλειδείς πήραν το πάνω χέρι. Και από τη στιγμή που αφενός η ιστορία γράφεται από τους νικητές ενώ αφετέρου η μυθολογία κινείται έξω από την ανθρώπινη ιστορία στο χώρο των συμβόλων και της αλληγορίας, με το πέρασμα του χρόνου ο Ηρακλής έπαψε να είναι "σχέτλιος" και παραβάτης της "ξείνων θέμιδας" και ανέβηκε στον Όλυμπο -έστω και κατά το ήμισυ (όπως είδαμε στους στίχους που κάποιος λάτρης του Ηρακλέους πρόσθεσε στην Οδύσσεια).
Με αποτέλεσμα, εμείς οι νεώτεροι να τιμούμε τον μυθολογικό Ηρακλή (και δικαίως: τόσα και τόσα καλά χαρακτηριστικά του αποδίδουμε) και να γράφονται ακόμα και επί των ημερών μας για τον Ηρακλή όμορφες δημιουργίες σαν την παρακάτω, που απ' όσο ξέρω είναι ολοκαίνουργια και πολύ μου αρέσει:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si