Στην Οδύσσεια, μεταξύ άλλων, η ομηρική αφήγηση αρπάζει την ευκαιρία για να υπογραμμίσει μια όχι και τόσο ασήμαντη ιδιότητα των σκύλων. Να υπογραμμίσει δηλαδή το γεγονός ότι οι σκύλοι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα των όντων, σε αντίθεση με τους ανθρώπους οι οποίοι απλώς αντιλαμβάνονται μόνο την επιφανειακή στρώση της πραγματικότητας των όντων.
Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη παριστάνοντας κάποιον τυχαίο ταλαιπωρημένο άγνωστο ξένο. Η θεά Αθηνά τον έχει αγγίξει με ένα ραβδάκι -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- και τον έχει κάνει να δείχνει καραφλός και γερασμένος. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Ούτε η ίδια του η γυναίκα, η Πηνελόπη, ούτε η δούλα που τον μεγάλωσε, η Ευρύκλεια, ούτε ο γιός του, ούτε οι υπόλοιποι στην Ιθάκη. Όλοι τον θεωρούν έναν άγνωστο. Και, για να υπογραμμίσει τη μαύρη τους την τύφλα, ο Όμηρος βάζει μερικούς απ' αυτούς να φτάνουν ένα βήμα πριν να τον αναγνωρίσουν, αλλά τελικά να μην τον αναγνωρίζουν.
Στο τ:380, η Ευρύκλεια του λέει:
πολλοὶ δὴ ξεῖνοι ταλαπείριοι ἐνθάδ᾽ ἵκοντο,
ἀλλ᾽ οὔ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι
ὡς σὺ δέμας φωνήν τε πόδας τ᾽ Ὀδυσῆϊ ἔοικας
που πα να πει
πολλοί ταλαίπωροι ξένοι ήρθαν εδώ,
αλλά δεν είδα άλλον που να μοιάζει τόσο πολύ στον Οδυσσέα όσο εσύ
που του μοιάζεις τόσο πολύ και στο σουλούπι και στη φωνή και στα πόδια.
Βλέπει την ομοιότητα, όμως δεν μπορεί να εννοήσει την ταυτοπροσωπία. Η λογική επεξεργασία των δεδομένων την κάνει να είναι βέβαιη πως ο Οδυσσέας δεν πρόκειται να επιστρέψει. Ως εκ τούτου, δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν πούμε ότι η λογική επεξεργασία των δεδομένων την κάνει να απομακρύνεται από την αλήθεια.
Ώσπου πλένει τα πόδια του Οδυσσέα και ξαφνικά...
αὐτίκα ἔγνω οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
ήτοι
αμέσως γνώρισε την ουλή που κάποτε του είχε κάνει ένας αγριόχοιρος με το άσπρο δόντι του
(τ:393)
Παίρνει χαμπάρι λοιπόν ο Οδυσσέας ότι μόνο αν δουν οι άνθρωποι την ουλή στο πόδι του θα τον αναγνωρίσουν, και στο φ:217-219 δείχνει την ουλή αυτή στους πιστούς του βοσκούς προκειμένου να τους πείσει ότι είναι όντως ο Οδυσσέας:
καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω,
ὄφρα μ᾽ ἐῢ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
δηλαδή
θα σας δείξω κι ένα άλλο σημάδι που τα λέει όλα:
για να με γνωρίσετε και να βεβαιωθείτε:
την ουλή που κάποτε μου είχε κάνει ένας αγριόχοιρος με το άσπρο δόντι του
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν μονάχα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, υπάρχουν οι σκύλοι, οι οποίοι αναγνωρίζουν κάτι άλλο, συνολικότερο.
Ξέρουμε το όνομα ενός τέτοιου σκύλου: Λεγόταν Άργος. Τον συναντάμε στην ρ' ραψωδία, και ο Όμηρος του αφιερώνει σχεδόν 40 στίχους, τους στίχους 290-330 περίπου.
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ' άλλους καιρούς οι νέοι
τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, τ' αυτιά του κατεβάζει,
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση.
(...)
Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.
Νομίζω πως είναι εντυπωσιακή η αντίθεση να μη σε αναγνωρίζουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι -παρ' όλο που αναγνωρίζουν πως μοιάζεις με τον εαυτό σου- και να σε αναγνωρίζει ο σκύλος σου, ο οποίος μάλιστα είναι σε τόσο μεγάλη ηλικία, γερασμένος και με το ένα πόδι στον τάφο...
Διότι είπαμε, οι άνθρωποι περνάνε τα δεδομένα από επεξεργασία και αποκλείουν έτσι μερικές πιθανότητες -πράγμα που συχνά τους οδηγεί σε λάθος πορίσματα. Ενώ οι σκύλοι που δεν το πολυσκέφτονται και δεν το ψειρίζουν το θέμα, φτάνουν πιο εύκολα στο σωστό συμπέρασμα.
Ένα άλλο είδος τέτοιου λανθασμένου ανθρώπινου πορίσματος μας διδάσκει ο Όμηρος στους στίχους 155-165 της π' ραψωδίας. Ο Οδυσσέας είναι στο χοιροστάσιο και συνομιλεί με το γιό του, τον Τηλέμαχο και με τον χοιροβοσκό Εύμαιο. Τόσο ο Εύμαιος όσο και ο Τηλέμαχος έχουν μαύρα μεσάνυχτα σχετικά με το ποιός είναι ο ταλαίπωρος άνθρωπος με τον οποίο συνομιλούν. Κάποια στιγμή ο χοιροβοσκός Εύμαιος φεύγει. Και τότε...
οὐδ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνην
λῆθεν ἀπὸ σταθμοῖο κιὼν Εὔμαιος ὑφορβός,
ἀλλ᾽ ἥ γε σχεδὸν ἦλθε· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικὶ
καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ.
στῆ δὲ κατ᾽ ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσῆϊ φανεῖσα·
οὐδ᾽ ἄρα Τηλέμαχος ἴδεν ἀντίον οὐδ᾽ ἐνόησεν,
οὐ γὰρ πω πάντεσσι θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς,
ἀλλ᾽ Ὀδυσεύς τε κύνες τε ἴδον, καί ῥ᾽ οὐχ ὑλάοντο
κνυζηθμῷ δ᾽ ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν.
δηλαδή
Της Αθηνάς δεν ξέφυγεν ο πηγαιμός του ως τόσο,
μόνε κατέβη η θέαινα, πήρε μορφή γυναίκας
ώριας και μεγαλόκορμης, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρας,
έξω απ' τη θύρα στάθηκε, και φάνη του Οδυσσέα.
Δεν ένιωσε ο Τηλέμαχος ούτε είδε την Παλλάδα
(σσ. επειδή αυτός κοιτούσε από την άλλη πλευρά -"ίδεν αντίον"),
γιατί οι θεοί δεν φαίνονται καθάρια στον καθένα·
μα ο Δυσσέας την γνώρισε και τα σκυλιά την είδαν,
και δίχως γαύγισμα έφυγαν βογγώντας μες στα βάθια
της στάνης.
Ως εκ τούτου ο Όμηρος μοιάζει να θέτει ζήτημα ολοκληρωτικής αχρηστίας των ανθρώπων και της αντιληπτικής τους ικανότητας: Σου λέει, οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση ούτε να αναγνωρίζουν ανθρώπους ούτε να αντιληφθούν την παρουσία των θεών. Κι αυτό συμβαίνει επειδή τα περνάνε από λογικό φίλτρο τα δεδομένα -κι είναι πολύ περήφανοι γι' αυτή τους την ικανότητα- αλλά παραδόξως αυτή η μεγάλη τους ικανότητα τους κάνει να μην αντιλαμβάνονται ούτε ανθρώπους ούτε θεούς.
Όμως, θα ήμασταν άδικοι αν το γενικεύαμε. Άλλωστε ο ίδιος ο Όμηρος, ακριβώς με τις λέξεις που ακολουθούν το αμέσως προηγούμενο απόσπασμα που διαβάσαμε, δηλώνει με σαφήνεια ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις ανθρώπων, όταν μας λέει πως...
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε· νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς
δηλαδή
η (Αθηνά) έκανε νεύμα με τα φρύδια της και εννόησε το νεύμα ο θεϊκός Οδυσσέας
Κατόπιν των ανωτέρω, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως καλή κι ωραία η αντιληπτική μας ικανότητα, όμως αν θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι τα αντιλαμβανόμαστε όλα, καλό θα ήταν να έχουμε μαζί μας είτε τον Οδυσσέα είτε κανένα σκύλο.
Κι επειδή ο Οδυσσέας δεν ζει πια, καλού κακού ας έχουμε σκύλο: είναι ο μόνος αρμόδιος να μας πληροφορήσει αν συνομιλούμε με έναν μεταμφιεσμένο φίλο μας αλλά και αν τυχόν υπάρχει κανένας θεός ή καμιά θεά στην αυλή μας...
Διότι αν είναι να περιμένουμε από τις δικές μας αντιληπτικές ικανότητες, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα -και δεν το λέω εγώ, ο Όμηρος το λέει...
Μπράβο ρε φίλε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου έχω πει πως στην σειρά αυτή είναι οι αγαπημένες μου δημοσιεύσεις ε;
Μπράβο κι από εμένα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάλι πολύ καλή ανάλυση και πάντα με το δικό σου δηκτικό τρόπο!
Ευχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
Μπράβο Φίλε μου αναζητούσα την παρουσία Θεών στον Όμηρο και ο Αίολος του Google με έφερε εδώ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδες τι καλός που είναι ο Αίολος του google?
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)