Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2013

Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ

Ένα από τα ιστορικότερα ρεμπέτικα. 
"Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ".
Τραγούδι του Κώστα Τζόβενου.
Ένα τραγούδι που έγινε γκραν σουξέ 
γνωρίζοντας πολλές και σημαντικές εκτελέσεις. 

Ας θυμηθούμε μερικές εξ αυτών. 
Πρώτα ας απολαύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το απέδωσε ο Γιώργος Κατσαρός με την κιθάρα του.

Αξιοθαύμαστης ομορφιάς όμως και ο τρόπος που το απέδωσε
η Μαρίκα Καναροπούλου.

Και, βέβαια, εξαιρετικής ομορφιάς και η εκτέλεση με τον Αντώνη Νταλγκά! 

Ας ελπίσουμε ότι σε μια μελλοντική αναζωπύρωση του λαϊκού τραγουδιού
θα ξαναγραφτούν τόσο όμορφα τραγούδια
που θα αξιωθούν να γνωρίσουν τόσες σημαντικές εκτελέσεις
από τόσους σημαντικούς ερμηνευτές.

Βέβαια, για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει να γεννηθούν μουσικές προσωπικότητες που θα έχουν την τάση να υψώσουν στη μουσική αιωνιότητα της καθημερινές τους μικρές λύπες και χαρές,
όπως ο Κώστας Τζόβενος ύψωσε στη μουσική αιωνιότητα τους βασικούς τεκέδες της εποχής του
-με τυπικό παράδειγμα τον τεκέ του Μάνθου, που ως φαίνεται υπήρξε ίσως ο μακροβιότερος τεκές στην Αθήνα.

Αντιγράφω από εδώ:

Ο τεκές του Μάνθου: Σύμφωνα με το Γιώργο Κατσαρό ο τεκές του Μάνθου ήταν ένας από τους παλιότερους και ο πιο ονομαστός τεκές δίπλα στον παλιό επιβατικό σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά προς την πλευρά της Δραπετσώνας. Μάλιστα υπήρχε και σχετικό τραγούδι που κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα ανάμεσα στους μάγκες. 
Όμως ο Κώστας Τζόβενος αναφέρει πως το τραγούδι του «Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ» γράφτηκε για άλλον τεκέ, τον τεκέ του Μάνθου Γκραβαρά, που λειτουργούσε σε εξοχικό κέντρο στους Άγιους Αναργύρους. (Η. Βολιώτη Καπετανάκη: Αδέσποτες μελωδίες) 
Αν είναι όπως τα λέει ο Τζόβενος, τότε ο τεκές του Μάνθου Γραβαρά είναι ίσως ο μακροβιότερος, αφού το σχετικό τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1932 (άρα ο τεκές προϋπήρχε) και έχουμε την αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη ότι υπήρχε τουλάχιστον μέχρι την έναρξη το Β’ παγκόσμιου πολέμου: «Μου λέει ο συγχωρεμένος ο Μάρκος, έτσι κι έτσι δεν πάμε δουλειά, μου λέει, δεν πάμε Ραβάρα; Ήτανε μια μπυραρία προς το Μενίδι, την αγορά και ήτανε τεκές. Πήγαμε ήπιαμε κάτι μπύρες εκεί, παίζανε κάτι σαντουρόβιοι λαϊκοί με πιάνο, ξέρω ‘γω, γλεντήσαμε. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, είναι η ώρα 4:30-5:00. Μόλις ζυγώνουμε στην Αθήνα, ακούμε τις σειρήνες….» (Λ. Παπαδόπουλου: Να συλληφθεί το ντουμάνι σελ. 77) 
Γεμάτος θαυμασμό, ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφηγείται: «Τεκές πραγματικός και κανονικός ήταν του Γραβαρά στο Μενίδι, ο οποίος ήταν άμεμπτος τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί. Μέσα είχε το παν. Ότι θα ζητούσες θα το 'βρισκες. Μέσα είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και καθόμαστε στη σάλα. Κατόπι απ’ το μαστούρωμα, το γλυκό ήταν ότι έπρεπε. Κανένα μπακλαβά, κανένα καταίφι, γλύκαινε ο στόμας σου. Όλοι αυτοί οι τεκετζήδες φουμέρνανε. Εκαθότανε κι έκανε δυο, τρεις, πέντε ναργιλέδες, μαστούρωνε κι αυτός.» (Αγγελική Βέλλου-Κάιλ: Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία). 
Ο Γιώργος Μητσάκης λέει ότι ο Μάνθος Γκραβαράς έχει και άλλο τεκέ, Ζήνωνος και Μενάνδρος, κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο, σε κτίριο ήδη μισογκρεμισμένο κατά την κατοχή. (Η. Βολιώτη Καπετανάκη: Αδέσποτες μελωδίες)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Mi-la-re,
mi-la-re-si