Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30, 2015

Τρις να δις!

Οκέυ, αυτό με τα 600 δις ομολογώ πως το είχα ξανακούσει -και είχα γελάσει τόσο όσο αξίζει να γελάσει κάποιος με κάποιους που πιστεύουν πως έχουν ένα μικρο μερίδιο σε 600 δις.

Όμως τώρα... γκαγκάν-γκαγκάν!!!

απ' τους λογαριασμούς των 600 δις καθώς και απ τα συνολικά ποσά των 115,5 τρις των καταπιστευματικών λογαριασμών στα οποία είμαστε όλοι οι Έλληνες πολίτες συνδικαιούχοι.

Τόσο απλά τα λέει εδώ, καλέ μου αναγνώστη.
Τόσο απλά.
115,5 τρις λέει.
115,5 τρισεκατομμύρια λέει.
115,5 ψωροτρισεκατομμύρια.

Τι να πει κανείς...
Θλίβομαι.

Ελπίζω μόνο να γίνει σύντομα αντιληπτό ότι το σύνολο των καταπιστευματικών λογαριασμούς στους οποίους είμαστε όλοι οι Έλληνες πολίτες δικαιούχοι, είναι πολύ μεγαλύτερο από 115,5 τρις.

Πρόχειρα το υπολογίζω σε 254,8 τετράκις εκατομμύρια.

Αχ, μάνα, που ζω?
Μα να που ζω!

Δικλίδες

Με αφορμή τη σημερινή Εφημερίδα των Συντακτών που θα κάνει πολλούς να μονολογήσουν "μα καλά, πόσο ανορθόγραφοι είναι αυτοί οι συντάκτες"...
... είναι ευκαιρία να σταματήσει πια αυτό το θέμα με το υποτιθέμενο "ει" της δικλίδας που την κάνει δικλείδα ενώ κανονικά είναι δικλίδα. Διότι αν το γκουγκλίσεις λίγο, έχει γεμίσει ο τόπος δικλείδες ασφαλείας ενώ σπανίζουν οι γνήσιες, οι ορίτζιναλ, δικλίδες ασφαλείας. 

Δικλίδα λοιπόν, από το ομηρικό δικλίς (δις+κλίνω) και όχι δικλείδα από το κλειδί το οποίο κλειδί δεν έχει καμία σχέση. 

κληισταὶ δ᾽ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,
δικλίδες·

που λέει κι ο παππούς ο Όμηρος, δηλαδή -και ο οποίος αν με διαβάζει τώρα (πράγμα ολωσδιόλου απίθανο, βέβαια) ίσως να κουνάει το κεφάλι του μονολογώντας "μα κι εσύ το κάνεις αυτό το λάθος μερικές φορές όταν τη γραφή σου την παρασέρνει η ταχύτητα". 

Τι να πω... 

Πάντως το google έχει γεμίσει δικλείδες κι είναι πια καιρός να γεμίσει με δικλίδες. Εγώ μόνο αυτό ξέρω.


Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2015

Αποδελτίωση έτους

είναι μέρες που ξυπνάς και βλέπεις μπροστά σου να σηκώνεται ένα ψηλό βουνό που πρέπει να σκαρφαλώσεις για να βγάλεις τη μέρα σου και η αλήθεια είναι πως συμβιβάζεσαι με αυτό γιατί τόσα χρόνια έμαθες καλά το μονοπάτι συνήθισες τις γρατζουνιές από τα φρύγανα στα πόδια και πάνω που το παίρνεις απόφαση πως έτσι θα είναι για πάντα η ζωή σου έρχεται αναπάντεχα εκείνη η μέρα που ξυπνάς και βλέπεις να απλώνεται ένα ηλιόλουστο γαλάζιο πέλαγος επιτέλους χαμογελάς τι ωραία που είναι η ζωή λες κι αμέσως γδύνεσαι και βουτάς βιαστικά στα γαλανά νερά σκίζεις το νερό με κραυγή ευτυχίας αλλά ωχ δεν ξέρεις μπάνιο δεν είναι αλήθεια κουνάς τα χέρια σου άτσαλα μα δεν μπορείς να βγεις στην επιφάνεια δεν είναι δυνατόν παλεύεις με το υγρό κενό κερδίζεις λίγους πόντους βγαίνουν λίγο τα μάτια σου στην επιφάνεια αλλά τα μάτια δεν αναπνέουν μόνο βλέπουν στιγμιαία μέσα από τους αφρούς έναν τύπο να έχει σκάσει στα γέλια από τη στεριά μα ούτε βοήθεια δεν προλαβαίνεις να φωνάξεις γιατί σε ξαναπαίρνει μέσα ο βυθός τα χέρια σου ελαττώνουν την προσπάθεια ώσπου χάνεις οριστικά τις δυνάμεις σου δε προβάλλεις καμία αντίσταση παραδίνεσαι στο θαλάσσιο ρεύμα που σε ξεβράζει νεκρό στην ακτή και τότε σε βουτάει απ' τα μαλλιά ο άλλος εαυτός σου απ' το βουνό σε σέρνει νεκρό μέχρι την κορυφή νοτίζοντας το μονοπάτι γιατί ακόμα στάζεις και μόλις φτάνει απάνω ανοίγει την πόρτα της πέτρινης καλύβας και σε στοιβάζει σε μια ντάνα από πτώματα των προγενέστερων ονειροπαρμένων εαυτών σου.

Είναι μια ασθμαίνουσα πρόταση, ένα ασθμαίνον κείμενο που έγραψε ο Σαμσών Ρακάς -σου ορκίζομαι ότι δεν άλλαξα ούτε ένα ιώτα αντιγράφοντάς το- και δεν ξέρω ρε φίλε αναγνώστη, αλλά πάντως πολύ με άγγιξε δοθέντος του κλίματος των ημερώνε.

Τραγούδι. 
Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Σάββατο, Δεκεμβρίου 26, 2015

Πρόσφυγας

Φτιάχνοντας πιτάκια με κάτι που θα μπορούσε να είναι πάππου προς πάππο και γιαγιάς προς γιαγιά μυητική συνταγή και τραγουδώντας τον Πρόσφυγα ίνα υπογραμμιστεί η εξ ανατολών καταγωγή του όλου εγχειρήματος, του οποίου το μυστικό έχει να κάνει με την ψιλοκομμένη κάπαρη, το ψιλοκομμένο προσούτο και το πατέ ελιάς.

Εν πάση περιπτώσει, Πρόσφυγας.
Διόλου ανεπίκαιρον και καθ΄όλα εορταστικόν.
Σε συνδυασμό δε με το γεμάτο φεγγάρι και το φημολογούμενο μεγάλωμα της μέρας, τι να σε πω...!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2015

Αχ, τα κάλαντα...

Αχ, τα κάλαντα... 
Πόσες και πόσες νοσταλγικές αναμνήσεις ξυπνούν...
Πόσες και πόσες μνήμες 
της παιδικής ηλικίας... 
Αλλά και πόση κυριαρχία της παράδοσης σημαίνουν,
 πόση πλουσιοπάροχη απόδειξη παρέχουν 
περί του ότι η παράδοση ζει και βασιλεύει... 

Ωστόσο,
τα κάλαντα 
δύνανται να μεταβληθούν σε ένα δυνατό όπλο,
 σε μια δύναμη σφοδρής εκδίκησης 
στα χέρια ενός διαμένοντος σε πολυκατοικία. 

Για παράδειγμα, 
αντιπαθείς την κυράτσα του τρίτου 
ή τον ηλίθιο του πέμπτου 
ή τον αχώνευτο διαχειριστή στον δεύτερο? 

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα ήλθαν και παρήλθαν. 
Αν τα άφησες ανεκμετάλλευτα, τι να πω... 

Όμως τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι καθ' οδόν.
Να η ευκαιρία σου: 

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2015

Λυσίου Λόγοι -Προς Σίμωνα Απολογία (με σάουντρακ μπουζούκι)

Στον Λόγο του Λυσία "Προς Σίμωνα Απολογία",  η υπόθεση είναι η εξής:

Ο Σίμων είχε ως ερωμένο ένα νεαρό (πιθανότατα πολύ νεαρό) αγόρι. Τον Θεόδοτο. Ο Θεόδοτος ήταν από τις Πλαταιές της Βοιωτίας. Με βάση το εδάφιο 33 του λόγου, μερικοί μελετητές πιθανολογούν ότι ο Θεόδοτος ήταν δούλος (στην Αθήνα μόνο οι δούλοι επιτρεπόταν να υποστούν βασανιστήρια κατά τη διάρκεια ανάκρισης σχετικής με ιδιωτικές υποθέσεις. Άλλοι όμως μελετητές αντιτείνουν ότι η έννοια του βασανισμού είναι σχετική, επομένως ίσως ο Θεόδοτος δεν ήταν δούλος. Το πράγμα είναι ασαφές). Όπως και να 'χει, ο Αθηναίος Σίμων είχε ως ερωμένο τον νεαρό Θεόδοτο από τις Πλαταιές.

Κάποια στιγμή, το "μειράκιον", δηλαδή ο νεαρός Θεόδοτος παράτησε τον Σίμωνα και επέλεξε ως νέο του ερωμένο έναν άλλο Αθηναίο, πιο εύπορο από τον Σίμωνα. (Το όνομα του άλλου Αθηναίου μας είναι άγνωστο, παρ' όλο που αυτός ο άλλος Αθηναίος είναι το πρόσωπο γι το οποίο γράφτηκε ο λόγος και το οποίο εκφωνεί τον λόγο στο δικαστήριο).

Ο Σίμων, λυσσάει που βλέπει τον Θεόδοτο στα χέρια (και όχι μόνο στα χέρια) του άλλου Αθηναίου. Μαζί με κάτι φίλους του πάνε και μεθάνε και όλοι μαζί επιτίθενται στον άλλο Αθηναίο προσπαθώντας ν' αρπάξουν διά της βίας τον νεαρό Θεόδοτο. Γίνεται συμπλοκή και ο Σίμων τραυματίζεται μάλλον σοβαρά. Ο άλλος Αθηναίος θα είχε κάθε λόγο να κάνει μήνυση στον Σίμωνα: υπήρχαν μάρτυρες στο επεισόδιο (το οποίο λογικά -βάσει των εδαφίων 11-13 του λόγου, πρέπει να έγινε κάπου κοντά στη σημερινή οδό Πειραιώς προς το Γκάζι) οι οποίοι θα μπορούσαν να περιγράψουν ότι ο μεθυσμένος Σίμων και η μεθυσμένη παρέα του ήταν οι επιτιθέμενοι, ενώ ο Θεόδοτος και ο άλλος Αθηναίος ήταν οι αμυνόμενοι. Όμως ο "άλλος Αθηναίος" ήταν, όπως είπαμε, αρκετά εύπορος, μέλος της καλής κοινωνίας των Αθηνών και φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο (βλέπε εδάφιο 3 του λόγου) που θα υφίστατο εάν δημοσιοποιούντο οι λεπτομέρειες σχετικά με τη μάχη που έδωσε για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου.

Πέρασαν 4 χρόνια και ο "άλλος Αθηναίος" έμπλεξε σε κάτι δίκες για οικονομικά ζητήματα, δίκες τις οποίες πιθανότατα έχασε. Και όπως πάντα, όταν κάποιος χάνει σε οικονομικές δίκες, αφ' ενός υποβιβάζεται στα μάτια της κοινωνίας και αφ' ετέρου, βέβαια. αποδυναμώνεται οικονομικά.

Ο Σίμων λοιπόν, βλέποντας σε δυσχερή θέση τον ερωτικό του αντίπαλο, αποφάσισε να τον αποτελειώσει: Με αφορμή τον σοβαρό τραυματισμό του κατά τον προ τετραετίας τσαμπουκά για τα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, καταγγέλλει τον "άλλο Αθηναίο" ότι ήταν αυτός που επιτεθηκε στον Σίμωνα και μάλιστα επιτέθηκε με σκοπό να τον σκοτώσει για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και κατά ττη διάρκεια αυτής της επίθεσης ο "άλλος Αθηναίος" τραυμάτισε "εκ προνοίας", δηλαδή εκ προμελέτης, τον Σίμωνα. Απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης που θα λέγαμε σήμερα. Σε τέτοιες δίκες στην Αθήνα, αν καταδικαζόσουν σε εξόριζαν απ' την Αθήνα και σου δήμευαν την περιουσία (τη μισή την έπαιρνε το δημόσιο και την άλλη μισή την έπαιρνε το παρ' ολίγον θύμα σου).

Ο κατηγορούμενος "άλλος Αθηναίος", λοιπόν, ανέθεσε στον Λυσία να γράψει έναν λόγο με επιχειρήματα τέτοια που θα έπειθαν το δικαστήριο ότι δεν επρόκειτο για απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης αλλά επρόκειτο για άμυνα απέναντι στην επίθεση μιας ομάδας σουρωμένων φίλων ενός ερωτικά πληγωμένου ανθρώπου.

Ο λόγος ξεκινά με τον "άλλο Αθηναίο" να δηλώνει ότι είναι ψεύτικη η καταγγελία του Σίμωνα (εδ. 1), και να δηλώνει επίσης ότι απέφυγε να κάνει μήνυση επειδή το αρμόδιο δικαστήριο θα ήταν η Ηλιαία (που είχε αρμοδιότητα για να δικάζει τσακωμούς στο δρόμο) και δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στην κρίση της Ηλιαίας. Όμως τώρα που βρίσκεται να δικάζεται από τον Άρειο Πάγο νιώθει βέβαιος για την ορθή κρίση του δικαστηρίου. Καλοπιάνει το δικαστήριο, δηλαδή. (Αυτό είναι, ουσιαστικά, το νόημα του εδαφίου 2).

Στα εδάφια 3 και 4 δηλώνει ότι ντρέπεται για τον γεροντοέρωτά του ("παρὰ τὴν ἡλικίαν τὴν ἐμαυτοῦ" λέει χαρακτηριστικά) και το πάθος του προς τον νεαρό Θεόδοτο, όμως καλεί το δικαστήριο να αναλογιστεί λίγο-πολύ όλοι επιθυμούν νεαρούς Θεόδοτους... ολοι έχουν τα πάθη τους... όμως το βασικό είναι κάποιος, παρ' όλο το πάθος του να μη δώσει δικαιώματα να τον κράξει η πόλη ("ἐπιθυμῆσαι μὲν ἅπασιν ἀνθρώποις ἔνεστιν, οὗτος δὲ βέλτιστος ἂν εἴη καὶ σωφρονέστατος, ὅστις κοσμιώτατα τὰς συμφορὰς φέρειν δύναται", λέει χαρακτηριστικά).

Στα εδάφια 6-9 περιγράφει μια παλιότερη σκηνή, όπου κάποιο βράδυ ο -πάλι μεθυσμένος- Σίμων με μερικούς φίλους του,  έκανε ντου στο σπίτι του "άλλου Αθηναίου" σπάζοντας την πόρτα του σπιτιού και μπαίνοντας μέσα όπου βρήκε μόνο την αδερφή κι τις ανηψιές του "άλλου Αθηναίου" να κοιμούνται (μέγα σκάνδαλο το να δεις γυναίκα με το νυχτικό της εκείνη την εποχή, άρα πολύ επιβαρυντικό για την κρίση των δικαστών) και στη συνέχεια ο Σίμων αφού έμαθε σε ποιό μαγαζί ξενυχτούσαν ο "άλλος Αθηναίος" και ο Θεόδοτος, πήγε εκεί και είπε στον άλλο Αθηναίο "έβγα έξω ρε αν είσαι μάγκας", ο "άλλος Αθηναίος" βγήκε, έπαιξαν ξύλο για τα όμορφα μάτια του νεαρού Θεόδοτου, στον καυγά πάντοτε ηττάται ο περισσότερο μεθυσμένος και εν προκειμένω περισσότερο μεθυσμένος ήταν ο Σίμων, ο οποίος αναγκάστηκε να παει πιο πέρα και να αρχίσει να πετάει πέτρες προς τον άλλο Αθηναίο, ωστόσο είναι κανόνας πως ο μεθυσμένος δεν σημαδεύει σωστά, εν προκειμένω ο Σίμων πετώντας μια πέτρα έσπασε το κεφάλι ενός φίλου του, του Αριστόκριτου. Ο νυν κατηγορούμενος λεει στο δικαστήριο πως και γι' αυτή την υπόθεση θα μπορούσε να έχει μηνύσει τον Σίμωνα, όμως και τότε, επίσης,  φοβήθηκε το σκάνδαλο και το κράξιμο ("ἠνειχόμην, καὶ μᾶλλον ᾑρούμην μὴ λαβεῖν τούτων τῶν ἁμαρτημάτων δίκην ἢ δόξαι τοῖς πολίταις ἀνόητος εἶναι... ἐμοῦ δὲ πολλοὶ καταγελάσονται τοιαῦτα πάσχοντος τῶν φθονεῖν εἰθισμένων, ἐάν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστὸς εἶναι" λέει χαρακτηριστικά).

Στα εδάφια 10-14 περιγράφει τον τσακωμό για τον οποίο βρίσκεται σήμερα κατηγορούμενος:

Ο "άλλος Αθηναίος" είχε έναν φίλο που λεγόταν Λυσίμαχος. Με την ελπίδα πως ο πανδαμάτωρ χρόνος θα γιατρέψει τις ερωτικές πληγές του Σίμωνα, ο "άλλος Αθηναίος" μαζι με τον νεαρό Θεόδοτο φεύγουν απ' την Αθήνα με πλοίο και πάνε διακοπές (ίσως στις Κυκλάδες) να περάσουν όμορφα. Επιστρέφοντας, ο μεν Θεόδοτος φιλοξενείται στο σπίτι του προαναφερθέντος φίλου Λυσίμαχου, ενώ ο "άλλος Αθηναίος" για καλό και για κακό δεν έρχεται στην πόλη αλλά μένει στον Πειραιά και στην πόλη έρχεται κρυφά, μόνο στο σπίτι του Λυσίμαχου για να συναντά τον νεαρό Θεόδοτο.

Όμως ο Σίμων γνωρίζει πως ο Λυσίμαχος είναι φίλος του "άλλου Αθηναίου", υποψιάζεται πως αργά η γρήγορα τα δυο πιτσουνάκια θα πάνε στο σπίτι του Λυσίμαχου, και κάνει το εξής: Νοικιάζει σπίτι με θέα στη γειτονιά του Λυσίμαχου και εγκαθίσταται εκεί με κάτι φίλους του, όπου απ' την ταράτσα παρακολουθούν το σπίτι του Λυσίμαχου.

Κάποια στιγμή ο "άλλος Αθηναίος" εμφανίζεται, μπαίνει στο σπίτι του Λυσίμαχου, κάνουν ό,τι κάνουν και σε λίγο βγαίνει με τον νεαρό Θεόδοτο να πάνε μια βόλτα. Με το που τους βλέπουν και όντες δυο έναντι πολλών και σουρωμένων, το βάζουν στα πόδια, ο μεν "άλλος Αθηναίος" φορώντας το ιμάτιό του, ο δε Θεόδοτος χωρίς ιμάτιο (εδω που τα λέμε το ιμάτιο δυσκολεύει το τρέξιμο).

Και φέρνει μάρτυρες ο "άλλος Αθηναίος" που πιστοποιούν ότι τα πράγματα έγιναν έτσι.

Στα εδάφια 15-20 ο κατηγορούμενος συνεχίζει λέγοντας πως ο νεαρός Θεόδοτος (δίχως ιμάτιο) κατέφυγε σε ένα "γναφείο" (κάτι σαν βυρσοδεψείο, δηλαδή) μπας και βρει κανένα ρούχο να φορέσει, ενδεχομένως, όμως οι διώκτες του μπούκαραν στο γναφείο και τράβηξαν έξω τον Θεόδοτο, μαζεύτηκε κόσμος, άρχισε να πέφτει ξύλο, ξαφνικά εμφανίζεται ο "άλλος Αθηναίος", γενικεύεται ο καυγάς, ο Θεόδοτος ως πιο νέος και αδύναμος παει πιο κει κι αρχίζει να πετάει πέτρες, το αίμα τρέχει, "ἐν τούτῳ τῷ θορύβῳ συντριβόμεθα τὰς κεφαλὰς ἅπαντες" λεει χαρακτηριστικά ο "άλλος Αθηναίος", κι από τότε έχουν περάσει 4 χρονια, καταλήγει, οι σουρωμένοι φίλοι του Σίμωνα μου ζήτησαν συγγνώμη αλλά ο Σίμων μου την είχε φυλαγμένη.

Και  φέρνει νέους μάρτυρες να πιστοποιήσουν ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι ακριβώς.

Στα εδάφια 21-46 αντικρούει μεθοδικά τα επιχειρήματα του Σίμωνα. Π.χ, καταρρίπτει το επιχείρημα πως ο Σίμων εξαγόρασε με 300 δραχμές τις υπηρεσίες του Θεόδοτου ("εδω δεν έχει να φάει ο Σίμων, σιγά μην έδωσε 300 δραχμές στον Θεόδοτο", λέει χαρακτηριστικά: "τὴν γὰρ οὐσίαν τὴν ἑαυτοῦ ἅπασαν πεντήκοντα καὶ διακοσίων δραχμῶν ἐτιμήσατο. καίτοι θαυμαστὸν εἰ τὸν ἑταιρήσοντα πλειόνων ἐμισθώσατο ὧν αὐτὸς τυγχάνει κεκτημένος").Και γενικά χρησιμοποιεί λογικα επιχειρήματα προκειμένου να αναδείξει και αποδείξει τον παλιο-χαρακτήρα του Σίμωνα.

Μάλιστα, στο εδ. 45 φτάνει να αναφέρει ότι ο Σίμων όταν είχε παει φαντάρος το 394 π.Χ. ήταν τόσο απείθαρχος ώστε ο στρατός τον έδιωξε δίνοντάς του το Ι5 της εποχής.
Κλείνοντας, στα εδ. 46 έως 48 ζητάει την επιείκεια του δικαστηρίου, υπενθυμίζοντας ότι, στο κάτω-κάτω, σε αντίθεση με τον Σίμωνα, ο ίδιος υπήρξε καλός φαντάρος άρα προσέφερε περισσότερα στην πατρίδα (συν τους περισσότερους φόρους που πλήρωσε ως πλουσιότερος που ηταν απ' τον Σίμωνα) και κλείνει ξανα-δηλωνοντας ότι ντρέπεται που αναγκάστηκε να πάει στο δικαστήριο για τέτοιες υποθέσεις ("ἠναγκάσθην ἐκ τοιούτων πραγμάτων εἰς τοιούτους ἀγῶνας καταστῆναι" είναι η τελευταία του φράση).

Ο Κ.Θ. Αραπόπουλος αναλύοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία συμπεραίνει: "Αν τώρα αποβλέψωμεν εις τα επιχειρήματα του λόγου και τον χρόνον που επέρασε και την δικαίαν και αμερόληπτον κρίσιν των Αεροπαγιτών, δεν θα έχωμεν αμφιβολίαν ότι ο κατηγορούμενος ηθωώθη..."

Πιο πριν, βέβαια, ο Κ.Θ.Αραπόπουλος έχει συμπεράνει πως ο εν λόγω λόγος του Λυσία "...μας διδάσκει και περί της τότε ηθικής καταστάσεως εν Αθήναις. Γνωρίζομεν ότι εις τας Αθήνας έκαστος νέος εξέλεγε κάποιον σπουδαίον άνδρα, προς τον οποίον ήθελε εξομοιωθή, και η σχέσις του ανδρός προς τον νέον δεν ήτο αξιόμεμπτος. Αλλ' ο νέος περι του οποίου πρόκειται ητο ξένος, Πλαταιεύς, και αι προς αυτόν ερωτικαί σχέσεις ουδεμώς διέφερον των προς εταίρας, διότι ουδένα υψηλόν σκοπόν επεδίωκον, αλλ' απέβλεπον μόνον εις αισχράν σαρκικήν ηδονήν".

Εγώ, καλέ μου αναγνώστη, δεν έχω άποψη. Απλώς, διαβάζοντας τον συγκεκριμένο λόγο του Λυσία, μου ήρθε στο νου ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει μια από τις εμβληματικότερες μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού, ο Κώστας Ψυχογιός.

Τα μονοπάτια μου και τα περάσματά μου
με ποιο δικαίωμα εσύ τα περπατάς? 
Σήκω και φύγε στα γρήγορα, ρε φίλε!
Είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς!

Μη μου κουράζεις το παιδί, τον άνθρωπό μου, 
άλλαξε πόρτα γιατί άδικα χτυπάς, 
δε θα σ’ αφήσω δηλαδή να μου χαλάσεις τη ζωή, 
είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς.

Το `χω στα χέρια μου μη βρέξει και μη στάξει, 
τρέμει η καρδιά μου μην τυχόν μου πικραθεί, 
και δε θ’ αφήσω κανείς να μου πειράξει
τον άνθρωπό μου, το δικό μου το παιδί.

Μη μου κουράζεις το παιδί, τον άνθρωπό μου, 
άλλαξε πόρτα γιατί άδικα χτυπάς, 
δε θα σ’ αφήσω δηλαδή να του χαλάσεις τη ζωή, 
είναι δικό μου το παιδί που κυνηγάς.

Διαχρονικές αξίες...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2015

Μια σημαντική επιστημονική επετειος

Μεγάλη μέρα η σημερινή για την Επιστήμη!
Σήμερα 22 Δεκεμβρίου, η παγκόσμια επιστήμη τιμά μια σημαντική επέτειο!
Σαν σήμερα το 1939 αναγνωρίστηκε το σημαντικό επιστημονικό έργο του Ιωσήφ Στάλιν. 
Σαν σήμερα το 1939, ο Ιωσήφ Στάλιν ανακηρύχθηκε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ.

Κοντογιάννης, Με ιπτάμενο δίσκο.
Επιστήμη και τεχνολογία λέμε.

Στο Ημεροβίγλι

Ουφ, πέρασε κι αυτό το άγχος.
Τη σκαπούλαρε η Σαντορίνη. Οι δε βρωμο-κρόνιοι, οι Άτλαντες, οι οξαποδώ και οι αλουμινάτοι δεν τόλμησαν να την αγγίξουν.
Κανονισμένο ήταν, αλλά δεν το τόλμησαν.
Μαλακία τους πάντως.
Είχα εφοδιαστεί με ποπ-κορν άφθονο και κοκα-κόλες κι είχα στηθεί να περιμένω το υπερθέαμα με τους Τουρκαλάδες να αποβιβάζονται στον Αθηνιό, ας πούμε, ή στην Οία.
(κλικ)
Σπάστηκα λίγο, μπορώ να σου πω, που (κυριολεκτικά) δεν έλαβε χώραν το υπερθέαμα. Αλλά δε βαριέσαι, εμείς να 'μαστε καλά.
Κι άσε τους Κρόνιους και τους Άτλαντες και τον Κθούλου τον ίδιο αυτοπροσώπως μη σου πω, να τραβάνε τις κωλότριχές τους.
Όσο παραμένει ελληνική η Σαντορίνη, όσο στο dress code του κυρα-Θήρα δεν περιλαμβάνεται φέσι ή μαντήλα, θα μπορούμε να απολαμβάνουμε τετραήμερα στο Ημεροβίγλι.


Αμφιλεγόμενο πανηγυρικό άσμα 
που μυητικώς προέβλεψε 
την κατάληψη της Σαντορινης από τους Κρόνιους.
Ο προσεκτικός ακροατής θα εντοπίσει τον στίχο
"Τι κι αν πέρασε καιρός, Κρόνος είναι ο θεός".
Τελικά, όμως, οι Κρόνιοι δεν τόλμησαν.


Εν  τω μεταξύ μια μασονική σέχτα (η γνωστή μασονική σέχτα των μασονικών σεχτών, δηλαδή η μασονική σέχτα που κρύβεται πίσω απ' όλες τις μασονικές σέχτες και της οποίας μερικοί λένε πως είμαι απλό μέλος ενώ οι υπόλοιποι λένε πως είμαι ο μέγας της διδάσκαλος), μου έστειλε το εξής μήνυμα:

"Ρε μαλάκα, θυμάσαι που εσύ τα είχες γράψει στο μανιφέστο του εκτρελανσισμού? Γιατί δε σε διαβάζουν ρε μαλάκα? Μιλάμε είχες δώσει αναλυτικές οδηγίες προς εκκολαπτόμενους φιδέμπορες! Μιλάμε, κοίτα τι είχες γράψει -κι αυτοί... ντιπ!
Άκου τι έγραφες:

 Ας δούμε μερικά παραδείγματα εφηρμοσμένων μελλοντολυτικών ιδεών:

Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι οπαδοί της εκτρελανσιστικής αιρέσεως των Μαρξιστών - Λενινιστών, οίτινες συνεχίζουν να προσδοκούν μετά πίστεως και πεποιθήσεως την νομοτελειακά επερχόμενη μελλοντόλυση - προλεταριακή επανάσταση, η οποία, αφού πρώτα περάσει μερικά αναγκαία στάδια παρολιγονικίας, στο τέλος θα καταστρέψει τους αποδιοπομποιημένους καπιταλιστές και θα γεμίσει ευωχία τους εξουτοπικευμένους προλετάριους στα πλαίσια μιας εξουτοπικοποιημένης κοινωνίας. Προσωπικά θαυμάζω τους Μαρξιστές-Λενινιστές για το κουράγιο και την επιμονή τους. Εις την θέσιν των θα είχα πάει για ψάρεμα.

Μια άλλη αίρεσις εκτρελανσιστών, οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά», αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν, εφόσον έκαναν λάθος χρήση της μελλοντολύσεως: Τοποθέτησαν χρονικά την μελλοντόλυση, αρχικά στο 1914 και στη συνέχεια σε άλλα έτη του 20ου αιώνα, με αποτέλεσμα να διαψευστούν οικτρά, εφόσον υποτίμησαν το γεγονός ότι η μελλοντόλυσις ονομάζεται και «θεωρία του ορίζοντος»: Κύριον συστατικόν της οφείλει να είναι το ότι “όσο την πλησιάζουμε, τόσο αυτή απομακρύνεται προκειμένου να μας εξάπτει”. 
Λογικά σκεπτόμενοι, υποθέτουμε πως την ίδια κακή χρήση της μελλοντολύσεως κάνουν σήμερα και μερικοί προσφάτως εμφανισθέντες εκτρελανσιστές της εκτρελανσιστικής αιρέσεως των Έψιλον, οίτινες προσδιορίζουν την μελλοντόλυση ως λαμβάνουσα χώραν το 2012 μ.Χ. Συνοδοιπόροι τους εις τον ολισθηρόν δρόμον της διαψεύσεως, είναι και οι διάφοροι μυστήριοι άλλων εκτρελανσιστικών αιρέσεων, που επίσης -αν και για άλλους λόγους- προβλέπουν ότι η μελλοντόλυσις θα λάβει χώραν το 2012. 
Στατιστικά, είναι βέβαιο πως θα διαψευστούν οικτρά, διότι χαρακτηριστικόν της μελλοντολύσεως είναι το ότι ανταμείβει πλουσιοπάροχα με κουράγιο όσους την χρησιμοποιούν σωστά (τους Μαρξιστές-Λενινιστές, ας πούμε) ενώ τιμωρεί με οικτρή διάψευση όσους την χρησιμοποιούν με λανθασμένο τρόπο.





Παρασκευή, Δεκεμβρίου 18, 2015

Στ' Αναβρυτά τα μέρη

Πόσες και πόσες φορές τα τελευταία λίγα χρόνια έχω περάσει μπροστά του (κανα-δυο φορές έχω μπει και μέσα για κάτι χαρτιά εδώ που τα λέμε) και δεν ήξερα ότι είναι της Ντιάνας το καστέλο. 

(Ξέρεις ποιάς Ντιάνας, έτσι και το δεις από κοντα και το φανταστείς πως ήταν πριν καμιά πενηνταριά χρόνια δε θα χρειαστεί και πολύ μυαλό).

Αλλά που μυαλό... Μας το έχουν αλλοτριώσει και απαλλοτριώσει οι ορθολογιστές.

Έχει πήξει ο τόπος με δαύτους ρε φίλε. Γεμίσαμε ορθολογικούς ορθολογιστές που μας έχουνε χαλάσει το παραμύθι. Και όχι μόνο μας το έχουνε χαλάσει το παραμύθι αλλά -πράγμα χειρότερο- μας εμποδίζουν έστω και μόνο να το μάθουμε το καημένο το παραμύθι. Να το πληροφορηθούμε ρε φίλε, να πάρουμε χαμπάρι έστω και μόνο την ύπαρξη του παραμυθιού. Θαρρείς και φοβούνται οι ορθολογιστές ότι αν πληροφορηθούμε την ύπαρξη του παραμυθιού θα δούμε με άλλα μάτια τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Στη σημερινό φύλλο της Αμαρυσίας ο Δημητρης Μασούρης δημοσίευσε κι εγώ διάβασα αυτό το όμορφο χριστουγεννιάτικο κατά τα άλλα παραμύθι που στην επόμενη οδοιπορική βόλτα μου, θα μου χαρίσει μια νέα οπτική γωνία για να βλέπω τα πράγματα:

Στο ύψος πέρα του Κουφού 
ο Αυγερινός πετιέται 
κι η Πούλια η πεντάμορφη
στ’ Αναβρυτά τα μέρη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος, μεροκαματιάρης εργάτης. Δούλευε στα χωράφια του χωριού. Χρήματα δεν του έδωναν, γιατί δεν είχαν οι χωριανοί του. Πληρωνόταν μονάχα σε είδος από ό,τι έβγαζε το χωράφι. Μικροπράματα. Λίγα κολοκύθια, λίγες μελτζάνες, λίγες πατάτες. Έτσι για την πόρεψή του. Ζούσε σ’ ένα όμορφο ασβεστωμένο σπιτάκι μέσα στο δάσος, εδώ να! με τη γυναίκα του και τα δυο όμορφα παιδιά τους. Το Γιάννο και τη Μάρω, που μεγάλωναν καλά και αγαπημένα. Όμως μια μέρα η γυναίκα του εργάτη αρρώστησε και πέθανε και αυτός ξαναπαντρεύτηκε μια πολύ κακιά γυναίκα.

Αυτή η δεύτερη γυναίκα, η μητρυιά, ζήλευε πολύ τα παιδιά, γιατί ’τονε και όμορφα και έξυπνα. Δεν τα ήθελε γιατί ’τονε και ξένη γέννα όπως έλεγε. Μια μέρα το λοιπόν, της μπήκε στο μυαλό να πουλήσει στους γύφτους τη Μάρω, γιατί παραπονιόταν στον άντρα της πως δεν είχαν να τα ζήσουν και τα δύο παιδιά. Ο Γιάννος έβαλε φυτί (=αυτί) και άκουσε τη μητρυιά του παρακαλετά να λέει στον πατέρα του, πως έπρεπε να την πουλήσουν στους γύφτους. Τρέχει και το μηνάει στην αδερφή του.  
– Μάρω αδερφή μου, η μητρυιά μας θέλει να σε πουλήσει στους γύφτους. Μόνε σκέψου τι θα κάνουμε.

Τότενες τα δυο παιδιά που πολύ αγαπιόντουσαν μεταξύ τους πάνε σε μια γειτόνισσά τους, γριά που ήξερε πολλά μαντζούνια και τέτοια μαγικά πράγματα, να τα συμβουλέψει, τι να κάνουν. Και η γριά τούς είπε:

- Παιδιά μου, πρέπει να λακίσετε, να φύγετε από κοντά της, όσο είναι καιρός. Το λοιπόν ακούστε για˙ την ώρα, που σε χτενίζει,  Μάρω, και πάει να πάρει την κοκκάλινη στέκα να κρατήσει τα μαλλιά σου, ο Γιάννος ν’ αρπάξει για χωρατό τάχα τη στέκα και να βγει όξω από το σπίτι. Ξοπίσω του να τρέξεις και συ τάχα μου για να πάρεις τη στέκα. Η μητρυιά σας θα τρέξει κι αυτή να σας προφτάξει. Τότενες θα της πετάξεις αυτό το κουβάρι, Μάρω μου, θα μπερδευτούν τα πόδια της και θα πέσει χάμω, έτσι δα θα κερδίσετε χρόνο στο φευγιό. Και ως, ότου σηκωθεί και αρχίσει πάλε το τρέξιμο, πάρε αυτή την τουλούπα με το μαλλί και πέταξέ την στα πόδια της. Τότενες θα γίνει ένα μεγάλο δάσος από δέντρα πυκνά, που θα αργήσει να το περάσει, αλλά θα σας φτάξει. Αμέσως σκόρπα αυτή τη χούφτα το αλεύρι και θα γίνει ένας μεγάλος ποταμός. Ε! αυτό τον ποταμό δε θα μπορέσει να τον διαβεί, γιατί δεν υπάρχει πέρασμα και θα ξεμείνει ρέστη. 

Η γριά γειτόνισσα έδωκε στα παιδιά το κουβάρι, την τουλούπα και το αλεύρι, να πράξουν, όπως τα δασκάλεψε.

Σα γύρισαν τα παιδιά στο σπίτι φώναξε η μητρυιά τη Μάρω να τη χτενίσει. Κι άρχισε τις ψεύτικες μαλαγανιές της και τις γαλιφιές της. Τότενες ο Γιάννος αρπά τη στέκα και τρέχει όξω από το σπίτι. Ξοπίσω του και η Μάρω, πίσω απ’ αυτήν και η μητρυιά. Αμέσως η Μάρω ρίχνει το κουβάρι, μπερδεύτηκαν τα πόδια της μητρυιάς και πέφτει. Όμως μετά από λίγο σηκώνεται κι αρχίζει πάλε το τρέξιμο. Να! Φτάνει τα παιδιά. Τότενες η Μάρω ρίχνει την τουλούπα με το μαλλί και γίνεται ένα μεγάλο δάσος από δέντρα απέραστο. Η μητρυιά της όμως το διαβαίνει και η Μάρω ρίχνει το αλεύρι και γένηκε ένας μεγάλος ποταμός. Ε, αυτόν η μητρυιά δεν μπόρεσε να τον περάσει, διάβα δε βρήκε.
Έτσι δα, η μητρυιά στάθηκε όρθια έβγαλε τη μαντίλα της, ξέπλεξε τα μαλλιά της και καταράστηκε τα παιδιά. 

- Ευτού που θα πάτε, δίψα να σας κόψει και να πιείτε νερό απ' τις πορπατησιές, όποιου ζώου βρείτε κι όμοιο ζώο να γίνετε. Σκυλολόι, μορταρία, αχάριστα χαμίνια, ού να μου χαθείτε. Απαλλάχτηκα. Έφτυσε χάμω και ξανάβαλε τη μαντίλα της.

Έφυγαν τα δύο παιδιά μακριά κι ο Γιάννος λέει στη Μάρω: 
- Διψάω θέλω να πιω νερό!
- Πορπάτα, του λέει αυτή, σε λίγο φτάνουμε στην πηγή στα Ράθια και θα πιείς. Έκαναν κάμποσο δρόμο. Κι ο Γιάννος λέει στη Μάρω. 
– Δε μπορώ να πορπατήξω, λίγο νεράκι θέλω. Κι εκεί στο δρόμο, που είχε χαραγιές απ’ τους τροχούς του κάρου του λατομείου του Λέκκα από μια πατούσα αλόγου με πέταλο –σε μιαν οπλειά– είχε ξεμείνει λίγο, νερό, σκύβει και πίνει. Κι αμέσως ο Γιάννος έγινε άλογο, ένα όμορφο καφετί άλογο με άσπρη βούλα σαν άστρο στο κούτελο.

Μπρος η Μάρω πίσω τ’ άλογο φτάσανε στις πέντε καμάρες του γιοφυριού της Ντουκέσσας. Η Μάρω κουράστηκε. Τότε το άλογο γονάτισε και την πήρε στην πλάτη του.

Προχώρησαν, προχώρησαν, προχώρησαν φτάσανε στο Πάτημα. Και πριν περάσουν τη ρεματιά του Κορού κοντά στο λόφο του Κουφού, τους έπιασε μια βροχή, μα τι βροχή. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Αέρας, αστραπόβροντα, χαλασμός. Ποτάμι πήγε το νερό απ’ τη ρεματιά, φούσκωσε και η Μάρω πιάστηκε απ’ τον κορμό ενός κυπαρισσιού για να μην πνιγεί και όσο το νερό ανέβαινε τόσο κι αυτή ανέβαινε στην κορφή του κυπαρισσιού. Όμως ο Γιάννος παρασύρθηκε από το νερό, και μέσα στ’ αστραπόβροντα δύο φωνές ακούγονταν. 

- Γιάννο, Γιάννο, πού ’σαι αδερφέ μου; 
- Μάρω καλή μου αδερφή κρατήσου καλά. Κι εγώ κρατιέμαι από τη ρίζα χιλιόχρονης ελιάς μα η ορμή του ποταμιού είναι πολύ μεγάλη:
Σωθήκαμ’ απ’ την άγρια, 
ματιά της μητρυιάς μας
Πνιγόμαστε στη ρεματιά 
άμοιροι, ατυχιά μας.
Μάρω μου τι’ναι ο χαλασμός, 
γιατί η καταιγίδα 
Απ’την οπλειά (το κοίλωμα 
απ' την οπλή τ’ αλόγου πάνω στο χώμα) 
εχάθηκε η πάσα μας ελπίδα.

Ξάφνου νέο αστραπόβροντο έφερε ρούφουλα ψηλά στον ουρανό κι άρπαξε απ' το κυπαρίσσι τη Μάρω και το Γιάννο άλογο, που ’χε φρακάρει στη ρίζα της ελιάς, υψώνοντάς τους πάνω στα νέφη. 

Η Μάρω έβγαλε μια φωνή πλανταχτερή:

Έχετε γεια λεβέντες γυιοί 
της παντρειάς κοπέλες
απ’ τσι ουρανούς σας χαιρετώ 
με έξε κατσιβέλες (=νεράιδες)

Κι ο Γιάννος:

 - Καλή αντάμωση, αδερφή,
όποτε τούτο γίνει
τ’ άστρο τ’ αλόγου μου φορώ 
να διώχνω το μπουρίνι
οι δρόμοι μας αταίριαστοι
στα Ράθια ’γω ανατέλλω
και σύ ψηλά στ’ Ανάβρυτα
στης Ντιάνας το καστέλο.

Από τότες τα δυο αδέρφια δε ξανασυναντήθηκαν. Μακριά ξέχωρα ψηλά στον ουρανό σαν άστρα λάμπουν. Ο Γιάννος πουρνό – πουρνό (πρωί) πριν ανατείλει ο ήλιος την αυγή, προμηνάει τη μέρα στην Ανατολή, για τούτο και Αυγερινό τον ονοματίζουν και αποσπερού (=την εσπέρα) σαν ο ήλιος πέσει ολόλαμπρος στη Δύση θα φανεί σαν Αποσπερίτης. Κι η Μάρω, Πούλια σταθερή οπλειά (οπλιά, πλειάδα) τη λένε), απ’την οπλή – πατημασιά του άλογου, που ’πιε νερό ο Γιάννος, χαρωπή σέρνει μαζί της κι άλλα έξε (=έξι) αστέρια και κείνη εφτά φέγγει στην άλλη άκρια τ’ ουρανού. Χαιρετιούνται και σαν αδέρφια αγαπιούνται. Τέτοιαν αγάπη παιδιά μου, και σεις να έχετε και ο ένας τον άλλο να βοηθάει στους δύσκολους καιρούς μας, και αυτό ο Χριστός ζητάει από μας, που γεννιέται απόψε:
Παιδιά μου τώρα θε να πώ
σ’ όλους καληνύχτα
Και λευτερώστε το σκυλί,
το βράδυ ψες αλύχτα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραμύθι αυτό με τις γλωσσικές ιδιοτυπίες το διηγήθηκε ο Μιχαήλ Μίμηνας ετών 72 (1953) από τα Αλάτσατα, βοσκός στο επάγγελμα, που μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και δούλευε ως εργάτης στα χωράφια και στο χτήμα του Συγγρού. Στο παραμύθι διακρίνεται η μικρασιατική προέλευση του παραμυθιού από τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του και, όπως απέδειξε ο καθηγητής μου της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αείμνηστος Γεώργιος Μέγας, η υπόθεσή του επιχωρίαζε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με πολλές παραλλαγές. Στο Μαρούσι ο απέραντης μνήμης στα πάτρια και ποιητάρης Μίμηνας το προσάρμοσε γεωγραφικά στις περιοχές της πόλης μας και τις παραδόσεις της, όπως π.χ. της Ντιάνας το καστέλο = το παλάτι του Συγγρού που λέγαν μερικοί πως εκεί κατοικούσε μια πλούσια αρχόντισσα, που έβγαινε το δειλινό με την άμαξά της στο δάσος περίπατο και άλλοι πως ήταν η θεά Άρτεμη (=Ντιάνα), που έβγαινε για να κυνηγήσει… ή κατσιβέλες, όπως ονομάτιζε τις νεράιδες με σεβασμό ο Μίμηνας...


Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2015

Συμβολή στη δημιουργία χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας

Αχ, πλησιάζουν χριστούγεννα! 
Ούτε έμπνευση έχω να γράψω κάτι στο μπλογκ
-σκυλοβαριέμαι κιόλας- 
ούτε εδώ που τα λέμε βλέπω γύρω καμιά εορταστική ατμόσφαιρα 
που να με συνεπάρει 
κι γενικώς δεν κουνιέται φύλλο.

Οπότε, 
προκειμένου να δημιουργηθεί μια εορταστική ατμόσφαιρα σε αυτό εδώ το μπλογκ 
βάζω τούτο εδώ το άξιο ακροάσεως τραγουδάκι 
στο ρυθμό και στη μελωδία του πασίγνωστου 
jingle bell rock.




Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2015

Από βραδύς ξεκίνησα

Ακολουθώντας το παραπάνω πρότυπο που διδάσκονται τα δόλια τα ελληνόπουλα, 
ας κλίνουμε το επίθετο 
βραδύς. 

Αρσενικό

Ο βραδύς
του βραδιού / του βραδύ
τον βραδύ
- βραδύ

Οι βραδιοί
των βραδιών
τους βραδιούς
- βραδιοί 

Θηλυκό

Οι βραδιά
της βραδιάς
τη βραδιά
- βραδιά

Οι βραδιές
των βραδιών
τις βραδιές
- βραδιές

Τραγούδι. Λιλιπούπολη. Σακκάς. 
Μια βραδιά στο Πόρτο Λίλι


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 07, 2015

Να'σαν λέμε!

Ορέ συ αναγνώστη μου, κοιτάζω αυτή τη φωτογραφία που τράβηξε χτες στο κέντρο ο Μάριος Λώλος και ρε φίλε μια χαρά είναι που έχω ακόμα την υγειά μου, δε λέω, άλλοι στην ηλικία μου χρειάζονται εφτά γιατρούς και τρεις μαστόρους, αλλά ρε φίλε όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, περίεργο πράμα και δεν ξέρω πως γίνεται, αυθόρμητα μου ανεβαίνει στα χείλη -περίπου εν είδει μουσικής υπόκρουσης της εικόνας- το γνωστό πανάρχαιο δημοτικό άσμα:

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2015

The Holy Quran Experiment

Μετά την τρομοκρατική επίθεση στο θέατρο Bataclan στο Παρίσι, ένα νέο κύμα αντι-ισλαμικής υστερίας κυρίεψε τη Δύση.

Μία ομάδα Ολλανδών (Sacha Harland, Alexander Spoor, Jeroen de Wijs) αποφάσισε να κάνει ένα πείραμα για να αποδείξει ότι η τρομοκρατία δεν σχετίζεται μόνο με μία συγκεκριμένη θρησκεία.

Τι έκαναν; Αγόρασαν μία Βίβλο (στην Ολλανδική γλώσσα) και την "έντυσαν" με εξώφυλλο από το Κοράνι.

Σταμάτησαν μερικούς πολίτες και τους διάβασαν επιλεγμένα αποσπάσματα όπου αναφέρονται "ομορφιές" τόσο για το ρόλο των γυναικών, όσο και για τους ομοφυλόφιλους.

Στη συνέχεια ρώτησαν τους περαστικούς τι πιστεύουν για όλα αυτά. Έλαβαν απαντήσεις όπως "Όποιος ανατρέφεται με τέτοια κείμενα..." "Πρέπει να καταλάβουν ότι ο κόσμος αλλάζει" και "Είναι απαράδεκτο το τι πιστεύουν για τις γυναίκες!".

Παράλληλα, ζητώντας στους πολίτες να συγκρίνουν αυτά που άκουσαν με τη Βίβλο, εκείνοι απάντησαν ότι η Βίβλος είναι πιο ειρηνική και περιέχει κυρίως θετικές ιστορίες.

Δείτε το βίντεο (με υπότιτλους στα αγγλικά) και τις αντιδράσεις των Ολλανδών όταν συνειδητοποιούν ότι όλα αυτά τα αποσπάσματα που προάγουν τη βία δεν προέρχονται από το Κοράνι αλλά από την ίδια τη Βίβλο.

Για να είμαστε δίκαιοι, στην Ολλανδία, άνω του 50% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν σχετίζεται με καμία θρησκεία, άρα είναι πιθανό να μην έχουν ποτέ ανοίξει τη Βίβλο.

(Κείμενο και βίντεο τα βρήκα στο omniatv. Προσωπική μου γνώμη είναι πως αν και στην Ελλάδα το ποσοστό όσων δηλώνουν χριστιανοί είναι μεγαλύτερο από εκείνο της Ολλανδίας, ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν έστω και μια φορά ανοίξει τη Βίβλο. Στην Ελλάδα, τη Βίβλο περισσότερο την έχουν μελετήσει οι άθεοι και οι μη-χριστιανορθόδοξοι (προκειμένου ν' αντλήσουν επιχειρήματα ή ό,τι άλλο τους φωτίσει ο πανάγαθος)  παρά οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως χριστιανορθόδοξοι. Ως εκ τούτου, μια επανάληψη του πειράματος στην Ελλάδα θα είχε αρκετό ενδιαφέρον). 

Μόλις 99 αναδημοσιεύσεις... Απογοητευτική συγκομιδή...

Τη φράση την έψαξα προ ολίγου στο google και μου έδωσε μόλις 99 αναδημοσιεύσεις. Ήτοι, εκατό παρά ένα ελληναράδικα ευλόγια έχουν αναδημοσιεύσει το κείμενο που εμπεριέχει τη φράση "γιατί αν η μάνα του Πούτιν δεν ήταν Ελληνίδα και φυσικά το ίδιο και ο παππούς του".

Πρόκειται δηλαδή για μια φράση ιστορικώς αδικημένη.

Είπα λοιπόν να την αναδημοσιεύσω κι εγώ προκειμένου η μεγαλειώδης αυτή φράση να πιάσει τη γκουγκλική κατοστάρα που δικαιωματικώς της ανήκει.

Τραγούδι.
Κώστας Καρίπης, Ρίτα Αμπατζή, Τα χανουμάκια

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2015

Τι είναι η πατρίδα μας?

Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είν' οι κάμποι;
Μην είναι τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά;
Μην είναι ο ήλιος της, που χρυσολάμπει;
Μην είναι τ' άστρα της τα φωτεινά;

Μην είναι κάθε της ρηχό ακρογιάλι
και κάθε χώρα της με τα χωριά;
κάθε νησάκι της που αχνά προβάλλει;
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μην είναι τάχατε τα ερειπωμένα
αρχαία μνημεία της χρυσή στολή 
που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα
μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί;

Όλα πατρίδα μας! κι αυτά κι εκείνα,
και κάτι πού `χουμε μες την καρδιά
και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου αχτίνα
και κράζει μέσα μας: Εμπρός παιδιά!

Σωστός ο Ιωάννης Πολέμης. Όλα πατρίδα μας είναι ρε φίλε. Κι αυτά κι εκείνα. Και όλοι πατριωτάκια μας είναι. Κι αυτοί κι εκείνοι. 

Πατριωτάκι μας ήταν και τούτος δω, ο Διογένης ο Οινοανδέας με τ' όνομα, ο οποίος διετύπωσε με σαφήνεια και καρφίτσωσε στο πέτο της αιωνιότητας τη διαπίστωση πως:

"Καθ' εκάστην μεν γαρ αποτομήν της γης, άλλων άλλη πατρίς εστιν, κατά δε την όλην περιοχήν τούδε του κόσμου μία πάντων πατρίς εστιν η πάσα γη και εις ο κόσμος οίκος"

μ' άλλα λόγια:

"Κάθε φορά που διαιρείται η γη με σύνορα, ο ένας βρίσκεται να έχει διαφορετική πατρίδα από τον άλλο. Αν όμως δούμε τον κόσμο συνολικά, τότε μία είναι η πατρίδα όλων μας: Η γη. Και ένα είναι το σπίτι όλων μας: Ο κόσμος".

Βάσει του ανωτέρω αξιώματος που διετύπωσε ο αρχαίος συμπατριώτης μας, καλείται ο γεωμετρημένος αναγνώστης να απαντήσει στα εξής ερωτήματα: 
α) Πόσοι πρόσφυγες και μετανάστες επιτέλους θα έρθουν στην Ελλάδα? 
β) Πόσες ταλαιπωρημένες ψυχές μπορεί πλέον να χωρέσει τούτη η καημένη χώρα?