ΓΗ ΜΕΛΑΙΝΑ, ΜΗΤΗΡ ΜΕΓΙΣΤΗ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ...
Τις προάλλες δεν είχα τι να κάνω κι είπα να διαβάσω κάνα αρχαίο ποίημα, να περάσει η ώρα.
Υπάρχει ένα ποίημα του Σόλωνα (αυτού που έδωσε το όνομά του στην οδό Σόλωνος) που μας έκανε τη χάρη και το διέσωσε ο Αριστοτέλης στην "Αθηναίων Πολιτεία" του.
(κάποια στιγμή θα ασχοληθώ και με ένα ζόρικο και ιστορικό ποίημα του Αριστοτέλη -διότι και ο Αριστοτέλης ήτο ποιητής και κόντευε να φάει το κεφάλι του- αλλά τώρα ας μιλήσουμε για την ποίηση του Σόλωνα).
Αποσπάσματα του ίδιου ποιήματος του Σόλωνα διασώζουν ο Αίλιος Αριστείδης αλλά και ο Πλούταρχος (όχι ο Γιάννης Πλούταρχος -για τον αρχαίο Πλούταρχο λέμε τώρα), επομένως μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι το εν λόγω ποίημα του Σόλωνα ήταν ευρέως γνωστό.
Θα λέγαμε πως ήταν ένα σουξεδάκι της εποχής.
Σουξεδάκι ιαμβικό τρίμετρο.
Ποιός ήταν όμως ο Σόλων?
Ο Σόλων, όπως σχεδόν όλοι έχουμε ακουστά, ήταν Αθηναίος. Από τη Σαλαμίνα δηλαδή. Πολιτικός, νομοθέτης, ένας από τους ονομαζόμενους "Επτά Σοφούς" του αρχαίου κόσμου.
Γεννήθηκε κάπου γύρω στο 640 π.Χ. και είχε ζόρικη καταγωγή: Ανήκε στο γένος των Κοδριδών, δηλαδή των απογόνων του βασιλιά Κόδρου, οι οποίοι ήταν πλούσιοι άνθρωποι.
(Φαίνεται πως από το ίδιο γένος -δισέγγονο του Σόλωνα- καταγόταν και ο μαλάκας ο Κριτίας, ο μαθητής του Σωκράτη, που έμεινε στην ιστορία για τρεις ηλίθιες και άθλιες αιτίες:
*Εφηύρε την ηλίθια ιστορία της Ατλαντίδας, την είπε στο άλλο χαϊβάνι τον Πλάτωνα, αυτός την έχαψε και την κατέγραψε, και η ιστορία έφτασε ως τις μέρες μας, με τον Χαρδαβέλλα ακόμα να ψάχνει τη χαμένη Ατλαντίδα. Στον μύθο της Ατλαντίδας υποτίθεται πως εμπλέκεται και ο σοφός Σόλων (άμα έχεις τέτοιους απογόνους να σου χαλάνε τη φήμη, τι τους θέλεις τους εχθρούς, που λένε).
*Ο Κριτίας, πέρα από (ή εξαιτίας του ότι ήταν) φίλος του Σωκράτη, υπήρξε επίσης ο πιο αιμοβόρος από τους Τριάκοντα Τυράννους που ταλαιπώρησαν την Αθήνα για ένα φεγγάρι, μέχρι να τους διώξουν κλωτσηδόν οι Αθηναίοι
*Ο Κριτίας, αν και αιμοσταγής τύραννος, υπήρξε και ποιητής: Έγραψε ένα ποίημα-ύμνο προς την αθεϊα ουσιαστικά, που το χρησιμοποιούν ως παντιέρα οι σημερινοί άθεοι, αγνοώντας ότι ο δημιουργός του ποιήματος ήταν ένα κάθαρμα.
Αλλά με τον Κριτία θα ασχοληθούμε σε ένα μελλοντικό κείμενο λυσσαλέας γενικευμένης κριτικής, που θα έχει ως τίτλο "Ο Κριτίας ήτο gtp". Θα πρόκειται για ένα κείμενο-βαριοπούλα. Στο μέλλον όλα αυτά. Προς το παρόν ας επανέλθουμε στον Σόλωνα, που ήταν σοβαρό άτομο και όχι φλούφλης).
Ο Σόλων λοιπόν ανήκε στο γένος των Κοδριδών, που ήταν πλούσιοι άνθρωποι. Όμως ο πατέρας του, ο Εξηκεστίδης, είτε ήταν τζογαδόρος είτε γκαντέμης είτε οτιδήποτε, τα κατάφερε πάντως να είναι σχεδόν φτωχός αυτός και η οικογένειά του, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σόϊ του.
(Σε κάθε περίπτωση, το όνομα "Σόλων, υιός του Εξηκεστίδη" δεν είναι και το καλύτερο εφόδιο για να βγει κάποιος στην κοινωνία, εφόσον από τον Ησύχιο μαθαίνουμε πως "τους ευρυπρώκτους Εξηκέστους έλεγον"... εξ ου και κάτι λογοπαίγνια του Αριστοφάνη σχετικά με το όνομα "Εξηκεστίδης". Διότι "υιός του Εξηκεστίδου" θα σήμαινε κάτι σε στυλ "εγγονός του ευρύπρωκτου". Όπου "ευρύπρωκτος" μάλλον δεν είχε την σημερινή έννοια "κωλόφαρδος", αλλά πρέπει να είχε την έννοια "πούστης" στο περίπου).
Η οικογενειακή φτώχεια ανάγκασε το Σόλωνα να ασχοληθεί με το εμπόριο προκειμένου να βγάλει κάνα σοβαρό φράγκο. Και όταν εκείνη την εποχή μίλαγαν για εμπόριο, εννοούσαν μια επίπονη και δύσκολη δουλειά: Δεν εννούσαν να έχεις ψιλικατζίδικο στο Σύνταγμα, ας πούμε.
Η δουλειά συμπεριλάμβανε το να ανοίξεις παρτίδες με τίποτα Φοίνικες, τίποτα Εβραίους, τίποτα Φρύγες και λοιπά φυντανάκια, να έχεις κονέξια και κολλεγιές με τίποτα Αιγύπτιους, τίποτα Λυδούς, Πέρσες και άλλους μορφωμένους, που προσπαθούσαν, εκμεταλλευόμενοι τη μόρφωσή τους, να σε δαγκώσουν εμπορικά.
Ήταν δύσκολο πράμα το εμπόριο, δεν ήταν όπως σήμερα...
Ο Σόλων όμως τα κατάφερε: Έβγαλε κάμποσα φράγκα ενώ παράλληλα τσίμπησε από δω κι από κει, από όσους συναναστρεφόταν, κάμποση μόρφωση και γνώση.
Γύρω στα 45 του, πετυχημένος μπίζνεσμαν, άρχισε ν' ασχολείται με τα κοινά, πείθοντας τους Αθηναίους να κάνουν ένα ντου και να επανοικειοποιηθούν την πατρίδα του τη Σαλαμίνα, που την κατείχαν οι Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι τον άκουσαν, και ενθουσιάστηκαν με την πάρτη του μόλις είδαν την σχετικά εύκολη επιτυχία του εγχειρήματος.
Πάντα η εδαφική επέκταση σκορπάει ενθουσιασμό στο πόπολο.
Αλλά τι να την κάνεις την εδαφική επέκταση όταν πεινάς? Διότι καλή η Σαλαμίνα, αλλά δεν τρώγεται.
Στην Αθήνα οι ταξικές αντιθέσεις ήταν οξυμμένες:
Οι πάραλοι (προφανώς οι ψαράδες και ναυτικοί του Ποσειδώνα) την είχαν δει να συγκρούονται με τους πεδιείς (προφανώς τους οπαδούς της Αθηνάς, εξ ου και η μυθική κόντρα Αθηνάς και Ποσειδώνα -"και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας" όπως λέει κι ο Ανδρέας Κάλβος).
Άλλες φορές, από κοινού πεδιείς και πάραλοι την έπεφταν στους ανερχόμενους διάκριους (οι οποίοι μπορεί και να έμεναν σε καμιά Πάρνηθα ή σε κανέναν Υμηττό εκτρέφοντας πέτρες, και από τους οποίους λίγο αργότερα ξεπήδησε ο τύραννος Πεισίστρατος -για τον οποίο φυσικό είναι να μην έχω καλή άποψη, αλλά ας μην τα πούμε εδώ αυτά).
Βέβαια, η βασικότερη και ουσιαστικότερη ταξική αντίθεση στην Αθήνα της εποχής του Σόλωνα, ήταν η ίδια που υπήρχε παντού και πάντοτε: Η αντίθεση ανάμεσα στους "πολλούς" και τους "ολίγους". Όπου ως "ολίγοι" εννοούνται οι χοντροκοιλαράδες πάμπλουτοι, ενώ ως "πολλοί" εννοούνται όλοι οι υπόλοιποι, που ήταν στο έλεος των αρπακτικών διαθέσεων των "ολίγων".
(Συχνά από κάποιους συγγραφείς, στην Αθήνα οι ολίγοι λεγόντουσαν "αστοί" ενώ οι πολλοί λεγόντουσαν "δήμος". Υπήρχε λοιπόν η διαχρονική αντίθεση ανάμεσα στους "αστούς" και τον "δήμο". Αντίθεση που επιβιώνει ως τις μέρες μας, μέσα από το σύνθημα
"Βραστούς-βραστούς θα φάμε τους αστούς
και τους γραφειοκράτες στο φούρνο με πατάτες"
Αν τύχει να το ακούσετε από τίποτα αμεσοδημοκράτες ανάρχες στην οδό Σόλωνος, σκεφτείτε ότι μερικά πράγματα είναι διαχρονικά όταν έχουν να κάνουν με πείνα...)
Μετά λοιπόν την κατάκτηση της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι αφού είδαν ότι παρ' όλη την ανύψωση του εθνικού φρονήματος συνεχιζόταν η όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, προφανώς υιοθέτησαν τη λογική σκέψη που προφανώς κάποιος συμπολίτης τους θα είχε πρώτος:
"Ρε συ, λέω να κάνουμε Άρχοντα αυτόν εκεί το Σόλωνα που μας έλεγε να πάρουμε τη Σαλαμίνα -και που είναι παιδί όλων μας: Αφενός κατάγεται από μια γενιά "ολίγων", αφετέρου έχει ζήσει πολλά χρόνια σαν ένας από τους "πολλούς". Χώρια που φαίνεται και σοφός... Ε, του δίνουμε την διακυβέρνηση της πόλης εν λευκώ, και αυτός θα βρει τρόπο να καλυτερέψει τα πράματα..."
Κάπως έτσι, δυο χρόνια μετά την κατάληψη της Σαλαμίνας, ο Σόλων γίνεται Άρχων.
Είμαστε στο 594 π.Χ.
Ο Σόλων δέχτηκε, και πιθανώς τους έκανε πλάκα προφητεύοντάς τους τον περίφημο στίχο του Εμπειρίκου "Άνευ ορίων, άνευ όρων". Τέτοια εξουσία ήθελε προκειμένου να κάνει τις μεταρρυθμίσεις του. Συμφώνησαν τόσο οι "πολλοί" όσο και οι "ολίγοι".
Βέβαια αυτοί που το μετάνιωσαν πρώτοι ήταν οι "ολίγοι". Και να γιατί:
Οι "όροι", διαχρονικώς, είναι κακό πράμα. Πονηρό. Γι' αυτό ο Σόλων, το πρώτο πράγμα που ήθελε να καταργήσει ήταν οι "όροι".
Βέβαια, η μορφή των όρων αλλάζει ανάλογα με την εποχή.
Σήμερα, ας πούμε, όταν κάποιος είναι να υπογράψει τα χαρτιά για να πάρει δάνειο από μια τράπεζα, συνήθως του λέμε "να προσέχει τους όρους, τα ψιλά γράμματα της συμβάσεως".
Σήμερα οι όροι είναι στα "ψιλά γράμματα". Οι τράπεζες ντρέπονται να τους βάζουν φόρα-παρτίδα και τους χώνουν με ψιλά γράμματα στο χαρτί της συμβάσεως.
Την εποχή του Σόλωνα, μάλλον δεν υπήρχαν τράπεζες, ή κι αν υπήρχαν ήταν πιο ξετσίπωτες από σήμερα. Παράδειγμα:
Πήγαινες να πάρεις ένα δάνειο κι έκανες την εξής συμφωνία: Με το που έπαιρνες το δάνειο, ερχόταν ένα συνεργείο του δανειοδότη και έμπηγε-μόστραρε έξω από το σπίτι σου ή μέσα στο χωράφι σου έναν "όρο".
Ο όρος αυτός, γραμμένος με μεγάλα-καθαρά γράμματα, εξηγούσε στους περαστικούς ότι το σπίτι ή το χωράφι σου είναι υποθηκευμένα, ότι ουσιαστικά δεν σου ανήκουν, κι ότι άμα κάνεις κανένα αστείο και δεν ξοφλήσεις το δάνειο, ο δανειοδότης θα έχει δικαίωμα να σου τα "δημεύσει". Κι αν δεν του φτάνουν τα φράγκα από τη δήμευση, έχει το δικαίωμα να σε κάνει δούλο.
(Φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο δανειοδότης είχε το δικαίωμα μέχρι και να σε πουλήσει στην ξενιτειά ως σκλάβο).
Αιωνίως κουφάλες οι δανειοδότες.
Ο Σόλων, σαν σοφός που ήταν, το φιλοσόφησε το θέμα και είδε πως από αυτό πήγαζαν όλα τα δεινά των Αθηναίων: Η ασυδοσία των δανειοδοτών ήταν η πηγή του κακού (όπως καλή ώρα συμβαίνει στις μέρες μας). Εκεί έπρεπε να χτυπήσει, αν ήθελε να κάνει κάτι σωστό: Έπρεπε να καταργήσει τους "όρους", κι ας μην ήταν οι όροι τότε ψιλά γράμματα.
Έφτιαξε λοιπόν ένα νόμο, τη θρυλική "σεισάχθεια", που βασική της διάταξη ήταν ότι καταργούσε τους "όρους". Κατά συνέπεια καταργούσε και τη δήμευση της περιουσίας για χρέη, καταργούσε και τη δουλεία για χρέη.
Επόμενο ήταν να κατσουφιάσουν οι δανειοδότες "ολίγοι". Αντίθετα, οι "πολλοί" μπορούμε να υποθέσουμε ότι άνοιγαν σαμπάνιες για να το γιορτάσουν.
(Μια μαρτυρία του Πλούταρχου, βέβαια, μας λέει ότι στην τελική ο Σόλων δεν ικανοποίησε κανέναν, όχι απολύτως, τουλάχιστον. Οι πλούσιοι είδαν τα οφειλόμενα προς αυτούς να διαγράφονται -και σκούζουν άσχημα οι πλούσιοι όταν αρχίζουν την κλάψα- κι άρχιζαν να ψάχνουν για κανένα Πεισίστρατο. Από την άλλη, οι φτωχοί, μάταια ζούσαν με την ελπίδα ότι θα τους επιστραφούν ΟΛΑ τα χωράφια που τους είχαν αρπάξει οι αετονύχηδες πλούσιοι.
Αλλά ο Πλούταρχος ήταν Ρωμαίος. Ζούσε σε εποχή με άλλες αξίες.
Εμείς που ζούμε σε εποχή με αξίες ίδιες με αυτές της εποχής του Σόλωνα, κάλλιστα μπορούμε να κατανοήσουμε ότι οι ευνοημένοι της "σεισάχθειας" ήταν οι "πολλοί" και χαμένες ήταν οι τράπεζες... εχμμμ... οι "ολίγοι" ήθελα να πω).
Κάποια στιγμή ο Σόλωνας, αφού ολοκλήρωσε το νομοθετικό του έργο (το οποίο βέβαια δεν αποτελείτο μόνο από τη "σεισάχθεια", ωστόσο αυτή ήταν η ναυαρχίδα, το βαρύ πυροβολικό του νομοθετικού του έργου. Αλλά νομοθέτησε και για περί άλλων ζητημάτων, ας πούμε, μείωσε τα φράγκα που τσέπωναν οι ολυμπιονίκες σε βάρος του προϋπολογισμού της πόλης), σαν σοφός που ήταν κατάλαβε ότι είχε έρθει ο καιρός να φύγει για ταξίδι μακρυνό και ν' αφήσει τους Αθηναίους να κάνουν μόνοι τους παιχνίδι.
Προφανώς είχαν αρχίσει να ακούγονται μουρμούρες από τους πλούσιους και ενδεχομένως δεν ένιωθε και πολύ σταθερό το κεφάλι στους ώμους του.
(Παίζει βέβαια και να φοβόταν άλλα πράγματα, δεδομένης της ανόδου του Πεισίστρατου. Όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο, "ένιοι φασίν ερωτικώς τον Πεισίστρατον ασπαζομένου του Σόλωνος", οπότε ο Σόλων μπορεί να μην έφυγε για να γλυτώσει απλώς το κεφάλι του, αλλά για να γλιτώσει από τον ανερχόμενο Πεισίστρατο. Ο Πλούταρχος τα λέει, που ήταν και ιερέας στους Δελφούς, δεν τα λέω εγώ).
Εν πάση περιπτώσει, το σίγουρο είναι πως έφυγε. Μερικοί λένε πως πήγε ταξίδι γενικώς, άλλοι λένε πως πήγε ταξίδι στην Κύπρο, άλλοι λένε πως πήγε στους Σόλους και έμαθε τους ντόπιους να "σολοικίζουν" (εξ ου και η λέξη "σολοικισμός"). Μπορεί και να τους έμαθε να σολάρουν... δεν ξέρω.
Το σίγουρο είναι ότι έφυγε.
Προφανώς, κάποια στιγμή εκεί στα ξένα, έκατσε κι έγραψε και το ποίημα που λέγαμε στην αρχή. Υποθέτουμε πως το έγραψε σαν απολογισμό του έργου του.
Αλλά, μέσα από αυτό το ποίημα, μπορούμε να διαβλέψουμε τα κίνητρα που υπήρχαν πίσω από το πολιτικο-νομοθετικό έργο του Σόλωνα.
Και μπορεί εμείς σήμερα να είμαστε πεζοί και ν' αφιερώνουμε ώρες επί ωρών για να θέσουμε ένα ποίημα του Σόλωνα μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του (και καλά κάνουμε στην τελική), αλλά η πλάκα είναι ότι, όπως θα δούμε, ο ίδιος ο Σόλων τη βλέπει αλλιώς τη δουλειά:
Σαν σοφός που ήταν, μοιραία ήταν -όφειλε να είναι- και λάτρης των θεών και μελετητής των θείων ζητημάτων.
Σαν τέτοιος, μας άφησε ένα ποίημα που είναι πέρα από την εποχή του, διαχρονικό.
Και ως τέτοιο θα το μελετήσουμε.
(συνεχίζεται-
μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά θα ασχοληθούμε, επιτέλους, με το ποίημα)
Τετάρτη, Απριλίου 22, 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Mi-la-re,
mi-la-re-si