ΣΗΚΩ ΧΟΡΕΨΕ ΚΟΥΚΛΙ ΜΟΥ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ
(Ανιχνεύοντας Ομηρικές, Πυθαγόρειες και Πλατωνικές επιδράσεις στο λαϊκό τραγούδι)
Μέρος Α - Ο μπαρμπα-Γιάννης σαν ποθάνει
Πάντα με απασχολούσε το γεγονός ότι οι μεγάλοι καλλιτέχνες κάνουν τέχνη -δεν κάνουν "στρατευμένη τέχνη". Καταφέρνουν στο έργο τους να χωρέσουν τα πλέον αντιτιθέμενα στοιχεία, χωρίς το καλλιτεχνικό τους έργο να παίρνει σαφή θέση υπέρ του ενός ή υπέρ του άλλου: Είναι οι μαίτρ της διαλεκτικής -εκθέτουν όλες τις παραμέτρους του ζητήματος, όλες του τις αντιφάσεις και αφήνουν στους μικρότερης εμβέλειας καλλιτέχνες να πάρουν θέση.
Για να γίνει κατανοητό τι λέω, ας πάρουμε για παράδειγμα τον Στέλιο Καζαντζίδη. Μελετώντας το φιλοσοφικό μεγαλείο των τραγουδιών του, μαθαίνουμε πως:
"μια φορά μονάχα ζούμε μες τον ψεύτη το ντουνιά,
πρέπει λίγο να χαρούμε νινανάϊ γιαβρούμ νιναναϊνάϊ"
λέει σε κάποιο του έργο -και εμείς επικεντρωνόμαστε στο "μια φορά μονάχα ζούμε"
και το συγκρίνουμε με το
"Θεέ μου, τη δεύτερη φορά που θα'ρθω για να ζήσω
όσο η καρδιά κι αν λαχταρά, δεν θα ξαναγαπήσω"
στο οποίο αλλάζει τη φιλοσοφική - μεταφυσική του άποψη, υποστηρίζοντας πλέον πως "μες τον ψεύτη το ντουνιά" ζούμε περισσότερες φορές από "μια φορά μονάχα".
Με αυτό τον τρόπο όμως, εμείς τα "νινανάϊ γιαβρούμ", μπερδευόμαστε:
Πότε δηλαδή έχει δίκιο ο καλλιτέχνης? Όταν λέει πως "μια φορά μονάχα ζούμε" ή όταν το αναιρεί και μιλάει για μετενσάρκωση?
Πρόκειται για ζήτημα γνωστό από την εποχή των αρχαίων μας προγόνων -με χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους των δύο απόψεων, τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα. [Βασισμένοι σε αυτό, μπορούμε να πούμε ότι στο πρώτο απόσπασμα, ο Καζαντζίδης "ομηρίζει", ενώ στο δεύτερο απόσπασμα "πυθαγορίζει"].
Αλλά ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά:
Στη λ ραψωδία της Οδύσσειας (τη ραψωδία που είναι γνωστή ως "Νέκυια". Μέσες-άκρες, "νέκυια" θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι κάτι σαν τελετή ένα πράμα, όπου σκοπό έχει την επικοινωνία με τους νεκρούς προγόνους και φίλους, προκειμένου κάποιος να μάθει από τους προσφιλείς νεκρούς πράγματα σχετικά με το μέλλον του -το οποίο αναμφιβόλως είναι να πεθάνει. Η λέξη "νέκυια" πηγάζει από τη ρίζα "νεκ", από την οποία πηγάζει-αναβλύζει και το νέκταρ, ενδεχομένως. Γενικά, η ρίζα "νεκ" έχει να κάνει τόσο με το θάνατο, όσο και με την ανάγκη... και μη γελάμε όταν ακούμε την ηχητικώς γελοία λέξη necessary, οκέϋ? Γενικά, στον παλιόκοσμο που ζούμε, ο θάνατος είναι αναγκαίο να συμβεί, υπό την έννοια ότι θα συμβεί, δεν πα να χτυπιόμαστε κάτω. Παιδιά της γης είμεθα, όπως τα ροδάκινα και τα μαρούλια, τα οποία αποθνήσκουσι για να γεννηθώσι νέα ροδάκινα και μαρούλια. Υπό αυτή την έννοια, η φράση "καλή αντάμωση στα γουναράδικα" είναι αντικειμενικώς ορθή).
Στη λ ραψωδία της Οδύσσειας λοιπόν, ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα είναι η Κίρκη.
Η Κίρκη δεν είναι απλώς μια άσχημη παλιο-μάγισσα εκεί πέρα (όπως κακώς νομίζουν ορισμένοι), αλλά είναι μια πανέμορφη νύμφη-θεά, νύμφη που παναπεί νεόμφη, που όλο και κάτι νέον φαίνει, δηλαδή, αλλά επίσης όλο και κάτι νέον ομφαίνει (όπως όλες οι νύμφες-νεόμφες, άλλωστε).
Στην περίπτωση της συνάντησής της με τον Οδυσσέα, το νέον που του έδειξε ήταν το να του πει να πάει μέχρι τον Άδη και να συναντήσει τους πεθαμένους και τέτοια... Αν ο Οδυσσέας δεν πάει στον Άδη να συναντήσει τους πεθαμένους, δεν πρόκειται να γυρίσει στην Ιθάκη: Ο δρόμος για την Ιθάκη περνάει ξώφαλτσα από τον Άδη.
Αυτή ήταν η βασική βοήθειά της στον κατα-ταλαιπωρημένο λαθρομετανάστη Οδυσσέα.
(κάνας-δυό κουλουράδες στην Ομόνοια -αλλά και κάτι σαλεπιτζήδες, απ' όσο ξέρω, υποστηρίζουν την άποψη ότι αυτό είναι και το κεντρικό μήνυμα της Οδύσσειας:
ότι ο δρόμος προς την Ιθάκη, περνάει ξώφαλτσα από τον Άδη... Ότι η πληροφόρηση για τη μετά θάνατον τύχη συγγενών και φίλων πεθαμένων και η μετάγγιση της περί θανάτου πείρας τους, είναι βασικός σταθμός του δρόμου προς την Ιθάκη.
Ότι "Ιθάκη" είναι το να είσαι. Η κατάσταση όπου είσαι και ίστασαι, μάγκας και θαρραλέος, ας πούμε.
Το να μη φοβάσαι το θάνατο, είναι βασική προϋπόθεση για να ζήσεις, πάντα όμως σε συνδυασμό με την επίγνωση του γεγονότος ότι εδώ έχουμε κάποιες χαρές που δεν υπάρχουν στον Άδη...
Μου φαίνεται πως έχουν δίκιο όσοι τη βλέπουν έτσι τη φάση με την Οδύσσεια.
Και ναι μεν ο άγνωστος λαϊκός μουσουργός έχει σκαρώσει το διάλογο:
-Μπαρμπα-Γιάννη σαν ποθάνεις,
το λουλά τι θα τον κάνεις?
-Θα τον βάλω προσκεφάλι
να φουμέρνω και στον Άδη
όμως αυτό φαίνεται ότι αποτελεί απλώς επιθυμία του μπαρμπα-Γιάννη: Ο μυθικός ήρως Αχιλλεύς, στη Νέκυια της Οδύσσειας, πιθανότατα ανατρέπει, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα όνειρα του μπαρμπα-Γιάννη, βυθίζοντας τον μπαρμπα-Γιάννη στη δυστυχία...
Διότι στη Νέκυια της Οδύσσειας, ναι μεν όσοι εμφανίζονται φαίνεται πως συνεχίζουν να έχουν τις ιδιότητες και τις ασχολίες που είχαν κι εδώ στη ζωή -επομένως ο μπαρμπα-Γιάννης μπορεί να ελπίζει ότι θα "φουμέρνει και στον Άδη"- αλλά τα λόγια του Αχιλλέα υπαινίσσονται ότι ο μπαρμπα-Γιάννης ναι μεν θα φουμέρνει, αλλά δεν θα μαστουριάζει με τίποτα... Πράγμα που απειλεί να ρίξει το μπαρμπα-Γιάννη στη μαύρη δυστυχία...
Δυστυχία από την οποία θα τον βγάλουν μόνο οι ορφικοπυθαγόρειες εικασίες, όπως θα δούμε σε επόμενη συνέχεια).
Εγώ που υπό μία έννοια είμαι συντηρητικός άνθρωπος, πιστεύω ότι αυτό, δηλαδή η λ ραψωδία της οδύσσειας, είναι ένα κόλπο της Μούσας του Όμηρου, ώστε πλαγίως να μας πει "τι γνώμη πρέπει να έχουμε για τη ζωή".
Δηλαδή θέλει να μας πει -να μας μυήσει στην ιδέα- ότι πρέπει να αγαπάμε τη ζωή.
Ότι πρέπει να αγαπάμε το κορμί μας (και τα κορμιά δίπλα μας), ότι πρέπει να εκτιμούμε κάθε κρασοκατάνυξη που συμμετέχουμε, κάθε απόλαυση, κάθε καλό τσιμπούσι, κάθε κραιπάλη, κάθε έρωτα, κάθε μάχη, κάθε ηλιοβασίλεμα, κάθε ρακόμελο στο ορειβατικό καταφύγιο, κάθε αισθησιασμό, κάθε τι.
Να απολαμβάνουμε τη στιγμή, και όχι να το ρίχνουμε στη μεταφυσική μπουρδολογία και στην ηθικολογία.
Είπαμε:
"Μια φορά μονάχα ζούμε μες τον ψεύτη το ντουνιά,
πρέπει να την καταβρούμε, νινανάϊ γιαβρούμ νιναναϊνάϊ".
Για να μας πείσει, η Μούσα μετέρχεται το εξής τέχνασμα:
Βάζει τον νεκρό υπερ-ήρωα Αχιλλέα, να λέει στον Οδυσσέα:
"Για το θάνατο μη με παρηγορήσεις
Θα προτιμούσα να 'μαι ζωντανός κι ας ήμουν χωρικός και δούλος
σε αφέντη άκληρο, φτωχό και με λίγο βιος,
παρά να είμαι εδώ στον Άδη,
ακόμα κι αν ήμουν εδώ ο βασιλιάς των πεθαμένων".
Τον τσαντίζει τον Αχιλλέα το ότι πλέον είναι μόνο μια σκιά και δεν έχει σώμα -θυμάται που στην Τροία είχε φρικάρει όταν πήγε ν' αγκαλιάσει το φάντασμα του φιλαράκου του, του Πάτροκλου, αλλά δε μπορούσε να τον αγκαλιάσει γιατί ο νεκρός πάτροκλος δεν είχε σώμα, και ξέρει πως πλέον οι θνητοί δεν θα μπορούν να τον αγγίξουν, κι αυτό τον πειράζει. Θεωρεί αφόρητο το να ζει δίχως σωματικές απολαύσεις.
Ακριβώς αυτό τον ενοχλεί, διότι:
Οι θνητοί είναι που μετράνε γι' αυτόν.
Τα σώματα μετράνε γι' αυτόν, όχι οι ψυχές.
Δεν μετράνε τα νεφελώματα, αλλά οι καμπύλες.
Ό,τι αγγίζεται, ότι ζουλιέται, ό,τι είναι ζουμερό, ό,τι είναι γιάμ!-γιάμ!, ό,τι βογγάει ερωτικά στο κρεβάτι, έχει άλλη χάρη.
Καλές είναι και οι σκιές, αλλά δεν έχουν τα παραπάνω χαρίσματα.
Έτσι σκέφτεται ο Αχιλλεύς, που -ως νεκρός- είναι σε θέση να ξέρει καλύτερα.
Και αρχίζει να ρωτάει για τους δικούς του πίσω στη Φθία, αγωνιά γι' αυτούς, θεωρώντας εμφανέστατα εξαιρετικά σημαντικό πράγμα το να ζει κάποιος μέσα σ' ένα σώμα. Αυτόν που ζει μέσα σ' ένα σώμα, τον θεωρεί απείρως σημαντικότερο από έναν -όπως ο ίδιος- που δεν έχει σώμα.
Ενδιαφέρεται για τους ενσώματους συγγενείς του. Θέλει να τους βοηθήσει. Θέλει να παρατήσει τον Άδη και τα καλά του (ποιά καλά του δηλαδή, πόσο καλό μπορεί να είναι το σκοτάδι και οι σκιές...) και να πάει πίσω στην πατρίδα του να φροντίσει τους δικούς του.
Βέβαια εγώ δεν τα πιστεύω αυτά -είπαμε, υπό μία έννοια θα μπορούσα να χαρακτηριστώ συντηρητικός πολίτης. Πιστεύω ότι απλώς η Μούσα θέλει να μας πει ότι είναι υπέροχο πράμα να αγαπάμε τη ζωή, και να μην ακούμε τους ηλίθιους που υπόσχονται πιλάφια και γκόμενες και παραδείσους -αλλά και μετενσαρκώσεις- μετά θάνατον. Να μάθουμε πως η ζωή είναι γλυκό όμορφο πράμα, κι ο θάνατος είναι μαυρίλα, αλλά και πως στη μαυρίλα θα συνεχίσουμε να κάνουμε αυτά που κάνουμε εδώ:
Πεθάναμε στη διάρκεια του "κάλλιο είναι μίας μιας ώρας ελεύθερη ζωή",
ή στη διάρκεια του "παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή"?
Ε! αναλόγως θα ζούμε και στο επέκεινα, ως ελεύθεροι αγωνιστές ή ως φυλακισμένοι σκλάβοι.
Πεθάναμε επειδή έπεσε και μας πλάκωσε ένας ογκόλιθος που σπρώχναμε στον ανήφορο?
Ε! ογκόλιθους στον ανήφορο θα σπρώχνουμε αιωνίως, για να μάθουμε να αφήνουμε ήσυχους τους ογκόλιθους και να την πέφτουμε στα γκομενάκια.
"Πρέπει λίγο να χαρούμε, νινανάϊ γιαβρούμ νιναναϊνάϊ"
που λέει κι ο Στελλάρας σιγοντάροντας τη Μούσα.
Η οποία, πρέπει να παραδεχτούμε πως Μούσα είναι, όσο να 'ναι περισσότερα κοννέ έχει, στα ολύμπια δώματα συχνάζει, θεούς βλέπει, θεούς συναναστρέφεται, όλο και κάτι παραπάνω θα ξέρει...
(στο επόμενο:
"μην πιείς νερό και με ξεχάσεις,
μην πιείς νερό της λησμονιάς")
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Ρηξικέλευθη ανάλυση. Περιμένω εναγωνίως τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήαπο τις πιο ευστοχες αναλύσεις της Οδύσσειας, αυτής που βιώνουμε εννοώ, που έχω διαβάσει...
ΑπάντησηΔιαγραφή