Παρασκευή, Μαρτίου 12, 2010

ΣΑΠΦΩ
(και Καστοριάδης και Αρβανιτάκη)

Η ανασύνθεση των θραυσμάτων είναι αναζήτηση των δικών μας θραυσμάτων. Και είναι σαν το κυνήγι του θησαυρού. Ξεκινά πάντα με ευτελή υλικά απλών ενδείξεων (φιλοκαλλούμεν μετ' ευτελείας) αλλά οδηγεί σε διαπιστώσεις-διαμαντάκια (φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας). Διότι δεν ήτο μαλάκας ο Καστοριάδης που έκατσε κι ασχολήθηκε με τα θραύσματα -της Σαπφούς εν προκειμένω, που κι αυτή δική μας είναι- κι έκατσε κι έγραψε το παρακάτω όμορφο κειμενάκιον.
Το οποίον αναγιγνώσκεται με συνοδεία όμορφου, αχνιστού διπλού μοσχομυριστού καφέ χωρίς το απαραίτητο τσιγάρο στο χέρι, ενώ από τα ηχεία ακούγεται η ηχητική προσπάθεια ανασύνθεσης των θραυσμάτων της Σαπφούς -άλλο ένα διαμαντάκι, δηλαδή, ηχητικό αυτή τη φορά. Δημήτρης Παπαδημητρίου και Ελευθερία Αρβανιτάκη:


Ι. Μερικές μεταφραστικές δυσκολίες μας οδηγούν στη διαπίστωση πως οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές στηρίζονταν συχνά σ' ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής γλώσσας, κοινό πιθανώς μ' άλλες πρωτογενείς γλώσσες, γνώρισμα που μπορούμε να αποκαλέσουμε αδιαίρετη πολυσημία των λέξεων και των γραμματικών πτώσεων. Οι νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δεν έχουν πλέον αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα, και οι ποιητές προσέφυγαν σε άλλες οδούς προκειμένου να δημιουργήσουν μια συγκρίσιμη εκφραστική ένταση. Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν σε μια εξέταση των οδών της ποιητικής εκφραστικότητας κι ιδιαίτερα της σημασιακής μουσικότητας της

1). Ας αρχίσουμε από τους περίφημους στίχους της Σαπφούς:

Δέδυκε μεν α σελάννα και
Πληιάδες· μέσαι δε
νύκτες, παρά δ' έρχετ' ώρα,
εγώ δε μόνα κατεύδω.

Μια κατά λέξη μετάφραση θα μπορούσε να ήταν η έξης:

Η Σελήνη έδυσε κι η Πούλια·
είναι μεσάνυχτα, η ώρα περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Δέδυκε, του ρήματος δύω, σημαίνει βούτηξε, καταβυθίστηκε. Στην Ελλάδα των διακοσίων κατοικημένων νησιών και των περίπου δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων ακτών, ο ήλιος, η σελήνη και τ' αστέρια δεν πλαγιάζουν, βουτούν στη θάλασσα, βυθίζονται.
Σελάννα είναι βέβαια η σελήνη και δεν μπορούμε ν' αποδώσουμε τη λέξη διαφορετικά. Για έναν αρχαίο Έλληνα όμως, η λέξη σελάννα παραπέμπει άμεσα στο σέλας, το φως· σελάννα είναι η φωτεινή, ο φωστήρ.
Πληιάδες, είναι η Πούλια, είναι οι Πολυάριθμες. Για ένα Γάλλο -ή έναν Ευρωπαίο- χωρίς επαρκή καλλιέργεια, η λέξη δεν λέει τίποτα· και για τον μετρίως καλλιεργημένο Γάλλο, πρόκειται για μια πλειάδα επιφανών Γάλλων ποιητών του 16ου αιώνα, και για μια συλλογή βιβλίων στις εκδόσεις Gallimard. Αλλά για τον Έλληνα αγρότη, τεχνίτη ή ναυτικό της Αρχαιότητας (κι ακόμη ως πρόσφατα), πρόκειται για ένα αστρικό νέφος -διακρίνονται τουλάχιστον επτά αστέρες δια γυμνού οφθαλμού- που ένας σημερινός αστρονόμος θ' αποκαλούσε σφαιρωτό σμήνος μερικών εκατομμυρίων αστέρων, υπέροχος αστερισμός στον ωραιότερο σχηματισμό του νυχτερινού ουρανού, μέσα σ' ένα τεράστιο τόξο του κύκλου που καλύπτει περισσότερο από το μισό του ουράνιου θόλου, αρχίζοντας από την Πούλια, περνώντας από τον Ωρίωνα και τερματίζοντας στον Σείριο. Όταν περί το τέλος του καλοκαιριού εμφανίζεται ο Σείριος, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, οι ωχρές πλέον Πλειάδες έχουν ήδη διαβεί το ζενίθ, πηγαίνοντας προς τα δυτικά. Τη στιγμή που μιλεί η Σαπφώ, οι Πλειάδες έχουν ήδη δύσει, ένδειξη ακριβής και πολύτιμη, στην οποία θα επανέλθω.

Μέσαι δε νύκτες, κατά λέξη: οι νύχτες βρίσκονται στο μέσον τους, είναι μεσάνυχτα. Στο μέσον αυτής της νύχτας, στα μεσάνυχτα κείνης της μέρας, η Σελήνη κι οι Πλειάδες είχαν ήδη δύσει. Ας υποθέσουμε προσωρινά ότι το τέλος του ποιήματος θα μπορούσε να αποδοθεί κάπως έτσι:

... η ώρα περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Εδώ, η ίδια η Σαπφώ ομιλεί, η Σαπφώ που γεννήθηκε γύρω στα 612 π.Χ. στη Λέσβο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ποίημα γράφτηκε γύρω στα 580 π.Χ., ίσως και πριν. Λυρικό ποίημα, όπως λέγομε, που εκφράζει τα συναισθήματα, τη ψυχική κατάσταση του ποιητή, κι όμως, ο μύθος -η αφήγηση, η ιστορία- είναι παρών, νοσταλγικός κι υπέροχος. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, βλέπουμε τον νυχτερινό ουρανό να περιγράφεται, τη Σελήνη και τις Πλειάδες να έχουν ήδη δύσει κι αυτή τη γυναίκα, ενδεχομένως ερωτευμένη με κάποιον που δεν είναι εκεί, ίσως κι όχι, ωστόσο γεμάτη πόθους, που, εν τω μέσω της νυκτός, δε μπορεί να κοιμηθεί και λέγει τη θλίψη της, που στο κρεβάτι της είναι μόνη.

Διαβάζομε ένα αρχαίο ποίημα σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε ένα κόσμο πια χαμένο, ένα κόσμο τώρα σκεπασμένο από την αδιαφορία του 'πολιτισμού' μπρος στα στοιχειώδη και θεμελιώδη. Είναι το μέσον της νύχτας κι η Σελήνη έχει ήδη δύσει. Ένας σύγχρονος μας δεν βλέπει τί σημαίνει αυτό. Δεν φαντάζεται ότι, αφού η Σελήνη έδυσε πριν από τα μεσάνυχτα, βρισκόμαστε μεταξύ της νέας Σελήνης και του πρώτου τετάρτου, στην αρχή συνεπώς ενός σεληνιακού μηνός (μέτρον χρόνου για όλους τους αρχαίους λαούς). Αλλά οι Πλειάδες έδυσαν. Αυτήν την ακρίβεια των αρχαίων ποιητών δεν την ξαναβρίσκουμε παρά μόνο σπάνια στους νεότερους, αφού με αφετηρία αυτήν την ένδειξη θα μπορούσαμε σχεδόν να προσδιορίσομε την εποχή της σύνθεσης του ποιήματος. Βρισκόμαστε στην άνοιξη, διότι την άνοιξη -και μάλιστα στην αρχή της- οι Πλειάδες δύουν πριν από τα μεσάνυχτα· όσο περισσότερο προχωρεί το έτος, τόσο δύουν αργότερα. Η Σαπφώ είναι ξαπλωμένη κι η ώρα περνά.
παρά δ' έρχετ' ώρα, τί είναι η ώρα; Ο μεταφραστής θ' αποδώσει τη λέξη αβίαστα ως (ώρα στα νέα ελληνικά και) heure στα γαλλικά (μέσω του λατινικού δανείου hora). Ώρα όμως στα αρχαία ελληνικά σημαίνει επίσης την εποχή, ήδη στον Όμηρο κι αυτή η έννοια διαρκεί ως σήμερα διά μέσου των αλεξανδρινών και βυζαντινών χρόνων· οι ώρες του έτους είναι οι εποχές. Είναι βεβαίως κι η ώρα, με τη συνήθη έννοια του όρου, όχι η ώρα των ρολογιών, αλλά η ώρα ως υποδιαίρεση της διάρκειας της ημέρας. Ένα από τα περίφημα ποιήματα που η ύστερη Αρχαιότητα απέδιδε στον λυρικό ποιητή Ανακρέοντα αρχίζει ως εξής:

"Μεσονύκτιος ποτ' ώραις",
στις ώρες του μεσονυκτίου.

Ώρα όμως είναι κι η στιγμή κατά την οποία ένα πράγμα "είναι στην ώρα του", που είναι πραγματικά καλό κι "ωραίο", είναι συνεπώς για τους ανθρώπους ο ανθός της νιότης. Στο "Συμπόσιο" όταν ο Αλκιβιάδης αφηγείται πως προσπάθησε να πλαγιάσει με τον Σωκράτη, αλλά σηκώθηκε το πρωί χωρίς να πάθει τίποτα (καταδε-δαρθηκώς...), σα να 'χε κοιμηθεί με τον πατέρα ή τον αδελφό του, καταλήγει:

"Ο Σωκράτης είναι υβριστής, τόσο κατηφρόνησεν της εμής ώρας",

τη νιότη μου, την ομορφιά μου, το γεγονός ότι ήμουν ώριμος να με συλλέξει σαν ένα ωραίο ερωτικό καρπό...

Πρέπει τέλος να κάνω μνεία του συνδέσμου "δε", που σημαίνει τόσο "και" όσον κι "αλλά". Εδώ η επιλογή είναι αναπόφευκτη και θα μεταφράσω απλώς "και". Τί λέγει λοιπόν η Σαπφώ;

Η Σελήνη κι οι Πλειάδες δύσαν,
είναι μεσάνυχτα· ώρα, εποχή, νιότη
παρέρχονται κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Ουδείς νεότερος μεταφραστής, απ' όσο ξέρω, δεν τόλμησε να μεταφράσει τη μοναδική λέξη "ώρα" με τρεις. Όμως η κορύφωση της έντασης του ποιήματος είναι ακριβώς αύτη η λέξη που συνδυάζει περισσότερες της μιας σημασίες, χωρίς να θέλει ή να πρέπει να επιλέξει ανάμεσα τους: την εποχή του έτους, την άνοιξη -το νέο ξεκίνημα του χρόνου μετά τον χειμώνα, την εποχή των ερώτων-, την ώρα που παρέρχεται και τη νεότητα της Σαπφούς που μάταια αναλώνεται, αφού δεν υπάρχει κανείς στο κρεβάτι της. Η μεγαλοφυΐα της Σαπφούς έγκειται και στην επιλογή ακριβώς αυτής της λέξης, που το φάσμα σημασιών της διαφωτίζεται κι εμπλουτίζεται από το υπόλοιπο ποίημα (χωρίς τη μνεία της δύσης των Πλειάδων, η έννοια εποχή/άνοιξη της λέξεως ώρα θα ήταν πολύ λιγότερο επιτακτική).


Μια πληρέστερη μορφή του καστοριάδειου κειμένου -με πολλά άλλα σχετικά ενδιαφέροντα- υπάρχει εις το Περί Γραφής, ήτοι εδώ.

8 σχόλια :

  1. Πριν λίγες μέρες έψαχνα γι’ αυτό το ποίημα
    και δεν το βρήκα πουθενά, ίσως να μην ήξερα και που να ψάξω
    Και τώρα το βλέπω μπροστά μου ξαφνικά..
    Ευχαριστώ
    Νόμιζα πως ο Σείριος ήταν στο κάτω μέρος του Ωρίωνα
    Το έμαθα κι αυτό
    (θαρρώ πως υπάρχει ακόμα ένα ποίημα που η Σαπφώ μιλάει στο φεγγάρι
    Έχεις τίποτα υπόψη σου;)

    Καλό απόγευμα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σαν κάτι να μου θυμίζει... Θα το κοιτάξω, και ίσως ως αύριο να το έχω βάλει εδώ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οικοδεσπότα, νομίζω πως έχει κι άλλον στίχο!

    Αν θυμάμαι καλα, μετα το "Πληιάδες" λέει (δωρικως) :

    "Φύγεν ά Μυρτίλλα"

    Έφυγε η Μύρτιλλα!

    Ήτοι, το έτριβε αγρίως το πιπέρι η μακαρίτισσα! :-)

    Υγ: Αλλα φοβείμαι ότι τον στίχο τον "έφαγαν" τα αρχικα άρθρα και μπλόγκια λόγω σεμνοτυφίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. εργδημεργ
    Αγαπητέ/η
    Όπως είπα και πιο πάνω δεν ξέρω που ακριβώς να
    ψάξω για ορισμένα πράγματα..
    Μήπως είναι δυνατόν να μου στείλετε στοιχεία
    για τη διαπίστωση που κάνετε για την Σαπφώ;
    Όχι βέβαια ποιήματα που ο καθένας μας τα «ερμηνεύει»
    διαφορετικά… αυτή εξ’ άλλου είναι η ομορφιά του ποιήματος
    Θα σας ήμουν υποχρεωμένη
    Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων

    (Συγνώμη Πρκλς για την ενόχληση)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εργοδότα, τα έχουμε ξαναπεί αυτά εις το βυθισθέν ΜΦ. Η μακαρίτισσα η Σαπφώ, δεν ήτο αυτό που νομίζουμε σήμερον. Εάν ήτο τοιούτη, όλο και κάποιος αρχαίος θα την είχε ψιλοκράξει...

    *Ελίτσα, όταν έγραψα για θραύσματα, εννοούσα ότι μόνο αποσπάσματα της Σαπφούς έχουν διασωθεί -κι ο καθένας τα συνενώνει κατά το δοκούν. Ας πούμε, το τραγουδάκιον της Αρβανιτάκη, κάποιοι άλλοι το έχουν συνενώσει διαφορετικά.
    Πάντως, για ρίξε μια ματιά εδώ, ως πρώτη αρχαιόγλωσση γεύση του συνόλου των θραυσμάτων:
    http://www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Chronologia/S_ante06/Sappho/sap_me00.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. πρκλς
    Και πάλι συγγνώμη
    Ξέρω …έχω διαβάσει ένα βιβλίο με τα θραύσματα
    που λές.
    Ο λόγος που εκνευρίζομαι είναι γιατί οι συμπατριώτες
    μου στηριζόμενοι πάνω σε αυθαίρετες διαπιστώσεις
    κατάντησαν γουρούνια, κάνοντας την Ερεσσό (σ)
    «Μύκονο» .
    Ευχαριστώ για ότι μου έστειλες ..τώρα θα το δώ
    Καλό βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Βρε Ελίτσα εντάξει, ένα αστειάκι είπε ο άνθρωπος ο Εργοδότης. Βέβαια είναι κακό αστειάκι, αλλά εντάξει, ας μη δίνουμε στα αστειάκια υπερβολικό βάρος...
    Βέβαια έχεις δίκιο ότι ο περιβόητος μέσος νεοέλληνας είναι εκνευριστικός (λίαν εκνευριστικός) με τέτοιες εμμονές, ωστόσο άλλο ομέσος νεοέλληνας και άλλο ο Εργοδότης (τον οποιο δεν ξέρω, ξέρω όμως την πέννα του ή μάλλον το πληκτρολόγιό του).
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Παίδες... κρατηθείτε!

    Το πλήρες(; ) ποίημα είχα βρει προ πάααααρα πολλων ετων, ως περίεργον παιδάριον (άνευ επιτηρήσεως), σ' ένα βιβλίο, σε μια βιβλιοθήκη, σ' ένα φιλικο σπίτι.

    Τί βιβλίο; Μια ...σεξολογία της δεκαετίας του 1950!!! (Ναι!) Στο αντίστοιχο κεφάλαιο περι αποκλίσεων της σεξουαλικης συμπεριφορας.

    Εδω το μετέφερα απο μνήμης!

    Υγ: Όντως, στη μνήμη μένουν όσα κάνουν εντύπωση. Άμα ρωτάτε για τίτλο και συγγραφέα, έ, δεν θυμάμαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Mi-la-re,
mi-la-re-si