ΧΥΜΩΔΕΣ ΧΙΟΥΜΟΡ Το χιούμορ των αρχαίων Ελλήνων καταλαβαίνει κανείς αν γνωρίζει πόσο κοντά αισθάνονταν (όπως άλλωστε και είναι) τη χαρά με τη λύπη, την ευτυχία με τη δυστυχία, τη ζωή με το θάνατο (τον οποίο περίμεναν συχνά στην αρρώστια και πιο συχνά στον πόλεμο). Χωρίς να "απωθούν" (με την ψυχολογική σημασία του όρου) τον θάνατο, χαίρονταν τη ζωή
(...)
Από το γεγονός ότι στην αρχαία Ελλάδα δημιουργήθηκαν συγχρόνως η τραγωδία και η κωμωδία, καταλαβαίνει κανείς και το χιούμορ των αρχαίων Ελλήνων. Επιγραμματικά το εκφράζει αυτό το ωραίο απόφθεγμα: "η τραγωδία και η κωμωδία γράφονται με τα ίδια γράμματα" ("εκ των αυτών τραγωδία γίνεται και κωμωδία γραμμάτων").
(...)
Ένα μόνο βασικό χαρακτηριστικό πρέπει να επισημανθεί εδώ, επειδή ανταποκρίνεται περισσότερο από τ' άλλα στο χιούμορ των αρχαίων Ελλήνων: Είναι η σύζευξη των αντιθέτων (αντιλήψεων, καταστάσεων, επιθυμιών κλπ) με διάφορα μέσα, κυρίως (παραστατικές) εικόνες. Η άποψη αυτή προέρχεται από τον Γερμανό συγγραφέα Jean Paul (1763-1825) -στην ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας γνωστό από την επίδραση που είχε στο έργο του Εμμ. Ροϊδη. Την παραθέτει ο S. Freud, μαζί με τα ακόλουθα σχόλια του ίδιου συγγραφέα: "Το αστείο είναι ο μεταμφιεσμένος ιερέας που παντρεύει κάθε ζευγάρι, έτσι ώστε οι προσκεκλημένοι στον γάμο να γελούν" και "Η ελευθερία δίνει το αστείο και το αστείο την ελευθερία", "το αστείο είναι απλώς ένα παιχνίδι με ιδέες".
["Το πρώτο σχόλιο του Jean Paul διαφοροποιεί ένας άλλος Γερμανός συγγραφέας του 19ου αι., ο Th. Vischer, ως εξής: "Το αστείο είναι ο μεταμφιεσμένος ιερέας που παντρεύει κατά προτίμηση εκείνα τα ζευγάρια, οι συγγενείς των οποίων δεν μπορούν να ανεχθούν τη σύζευξη"].
(...)
Η ξένη λέξη "χιούμορ" (αγγλ.-γαλλ. humour, γερμ. Humor) έχει, ως γνωστόν, ελληνική προέλευση αφού η λατινική humor (umor) που αποδίδει προέρχεται από την ελληνική λέξη χυμός. Κατά την Ιπποκρατική Ιατρική "χυμοί" είναι τα τέσσερα υγρά στοιχεία του ανθρώπινου σώματος, δηλ. το αίμα, το φλέγμα, η κίτρινη και η μέλανα χολή, με τη σύμμετρη μίξη των οποίων διατηρείται η υγεία, ενώ αντίθετα επέρχεται η νόσος.
Από τον Γαληνό (δεύτερος αι. μ.Χ.) η θεωρία αυτή έγινε γνωστή στον Μεσαίωνα, εφαρμόσθηκε δε και στην ψυχολογία, με τη θεωρία περί των τεσσάρων τύπων των ανθρώπων, που αντιστοιχούν στον καθένα από αυτούς τους χυμούς (ή umorea), η οποία απαντάται και σε συγγραφείς ακόμη και του 17ου αιώνα.
Στο τέλος του 16ου αι., ο ’γγλος συγγραφέας Ben Johnson (1572-1637) διετύπωσε με τα έργα του (κωμωδίες) "Everyman in His Humor", 1598 και "Everyman Out of His Humour", 1599, την θεωρία ότι η κωμική συμπεριφορά των ανθρώπων οφείλεται στην ανισομερή μίξη των "χυμών" του σώματος.
Για την κατοπινή χρήση της σημασίας στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν μπορεί να γίνει λόγος εδώ, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι το χιούμορ αυτού του ’γγλου συγγραφέα δεν ήταν άσχετο με την αντίθεσή του στην Αγγλικανική εκκλησία.
Θα άξιζε νομίζω τον κόπο να μελετήσει κανείς τη σημασιολογική εξέλιξη της έννοιας όπως και τα διάφορα είδη του χιούμορ που διαμορφώθηκαν στη νεώτερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των αρχαίων Ελλήνων. Ξεχωριστή θέση πρέπει να έχει στη σύγκριση αυτή, η ίδια η γενική αντίληψη που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες για ό,τι ονομάζουμε εμείς σήμερα χιούμορ.
Είναι ένας από τους τρόπους έκφρασης μιας κοινωνικής συμπεριφοράς η οποία έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: την κοινωνικότητα, την πνευματική ευστροφία και την καλαισθησία. Η συμπεριφορά αυτή ονομαζόταν "ευτραπελία" και περιγράφεται μάλιστα από τον Αριστοτέλη ("Ηθικά Νικομάχεια", ΙΙ,7,1108α 23 κ.εξ.) ως "αρετή", δηλαδή ως η ικανότητα να είναι κανείς ευχάριστος με χάρη ("περί το ηδύ εν παιδιά") σε φιλική συναναστροφή, με την οποία αποφεύγονται δύο ακρότητες: η "βωμολοχία" (το να αστεϊζεσαι αδιάντροπα) από τη μια μεριά, η "αγροικία" (το να είσαι άξεστος) από την άλλη.
Την αντίθεση και προς τα δύο δηλώνει επίσης η έννοια "αστείος" (παράγωγο από τη λέξη "άστυ") η οποία σημαίνει τον "πολιτισμένο" κάτοικο της πόλης σε αντιδιαστολή προς τον "άγροικο" (τον άξεστο "χωριάτη"), όπως και το κομψό ("αστείον") ευφυολόγημα, που διακρινόταν από ό,τι προκσλούσε απλώς το γέλιο (και καλούνταν "το γέλοιον" ή "γελοίον").
Αστεϊσμοί που γίνονταν για να πειράξουν λέγονταν συνήθως "σκώμματα". Δύο άλλοι χαρακτηρισμοί -σπάνιοι, ωστόσο ενδεικτικοί- είναι η "μωκία" (η λέξη αποδίδει τον ήχο που παράγει η γκαμήλα) και η "ρωποπερπερήθρα" (ρώποι= μικρής αξίας πράγματα, ψιλικά).
Στην αρχαία Ελλάδα δεν έλλειψε επίσης ο θεωρητικός στοχασμός για το χιούμορ. Διατυπώθηκε σε έργα με τον τίτλο "περί του γελοίου", από τα οποία δυστυχώς μας είναι γνωστά μόνο τα ονόματα των συγγραφέων και ελάχιστα αποσπάσματα. Αν είχε σωθεί το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να γίνει και στην περίπτωση αυτή μια ενδιαφέρουσα σύγκριση με τα πολυάριθμα γενικά έργα που αναφέρονται είτε στο χιούμορ κατά την κλασική αρχαιότητα είτε στο χιούμορ στη δυτική Ευρώπη κατά τη νεώτερη και σύγχρονη εποχή.
-----------------------------------------------
-----------------------------------------------
Ευγενικέ μου αναγνώστη, πρόκειται για αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου "Τρόποι ζωής και χιούμορ των αρχαίων Ελλήνων" (Τόμος Α, Αρχαϊκή και κλασική εποχή), του Ιω. Τουλουμάκου, καθηγητή φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ. Το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "ΖΗΤΡΟΣ".
’Aμα το πετύχεις ποτέ στο διάβα σου, βιβλιομανή αναγνώστη μου, κανόνισε και πράξε τα δέοντα.