Κι ήρθε η Αθηνά σιμά του,
μοιάζοντας νέο πιστικό που πρόβατα φυλάγει,
περίσσια τρυφερόκορμο, και σα βασιλοπαίδι.
Είχε διπλή στον ώμο της καλόφτιαση φλοκάτα,
στα ωραία πόδια σάνταλα, στα χέρια της κοντάρι,
Άμα την είδε χάρηκε και ζύγωσε ο Δυσσέας,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
«Φίλε, που πρώτος έλαχες σ' αυτή τη χώρα ομπρός μου,
γειά σου, και μη μου φέρνεσαι κακόγνωμα· μόν' σώσε
κι ετούτα εδώ κι εμένανε· τι σα θεό μου εσένα
κοιτώντας και δοξάζοντας στα γόνατά σου πέφτω.
Και τούτο τώρα ξήγα μου με αλήθεια, να το ξέρω·
Ποιά γή 'ναι αυτή, και ποιός λαός; τι ανθρώποι εδώ γεννιούνται;
νά 'ναι νησάκι ξάστερο κι αυτό, για μήπως άκρη
της καρπερής είναι στεριάς προς το γιαλό απλωμένη ; »
Τότε γυρνά και του μιλά η θεά η γαλανομάτα·
«Για κούφιος είσαι, ώ ξένε μου, για από μακριά μας ήρθες,
και με ρωτάς γι' αυτή τη γης. Δεν είναι δα και τόσο
στον κόσμο αγνώριστη· πολλοί την ξέρουν κι όσοι ζούνε
προς του ήλιου την ανατολή, κι όσοι στα μέρη ζούνε
που πέφτουν καταπίσωθε προς τ' αχνερά σκοτάδια.
Δεν είναι γης για αλόγατα, παρά γεμάτη πέτρα·
μα πάλε μήτε γης φτωχή, κι απλόχωρη ας μην είναι.
Στάρι περίσσιο και κρασί καλό μας δίνει ο τόπος,
τι πάντα πέφτει εδώ βροχή και μας δροσαίνουν πάχνες·
γίδια και βόδια βρίσκουνε καλή βοσκή εδώ πέρα,
μα και τα δέντρα με νερά ποτίζουνται περίσσια.
Κι έτσι το Θιάκι ακούστηκε κι ως την Τρωάδα ακόμα,
που λένε απ' την Αχαϊκή τη γης μακριά πως είναι.»
Αυτά είπε, κι αναγάλλιασε ο μέγας ο Οδυσσέας,
βλέποντας πως ο τόπος του ήταν η γης εκείνη,
απ' όσα του φανέρωσε του Δία η θυγατέρα.
Και φώναξε την κι είπε της με λόγια φτερωμένα,
αλήθεια όμως δεν έλεγε, παρά το λόγο γύρνα,
πάντα μεγάλες πονηριές στο νου του μελετώντας·
«Και στην απλόχωρη άκουγα την Κρήτη για το Θιάκι,
πέρ' απ' τα πέλαγα· κι εγώ τώρα έρχουμαι απατός μου,
μ' αυτούς εδώ τους θησαυρούς· στα τέκνα μου άλλα τόσα
αφήκα, σάνε σκότωσα το γιό του Ιδομενέα,
το γοργοπόδη Ορσίλοχο, και ξέφυγα αποκείθε.
Κάθε άντρα σιταρόθρεφτο στο τρέξιμο νικούσε
στην Κρήτη αυτός· μα θέλησε τα τρωαδίτικα όλα
να μου κρατήση λάφυρα, που εγώ 'παθα για δαύτα,
και σε πολέμους αντρικούς και στ' άγρια τα πελάγη,
τι του γονιού του ακόλουθος δεν έστεργα να γίνω
στην Τροία, παρά μαχόμουν μ' άλλους δικούς μου πρώτος.
Σιμά στο δρόμο τού 'στησα με φίλο μου καρτέρι,
κι απ' τα χωράφια ερχάμενο τον πήρα με κοντάρι.
Ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια, και κανένας
δεν ένιωσε, μόνε κρυφά του πήρα την ψυχή του.
Και σαν τόνε θανάτωσα με σουβλερό κοντάρι,
πήγα σε πλοίο σε Φοίνικες αρχόντους να προσπέσω,
και δώρα ακριβοπόθητα τους έδινα ζητώντας
μαζί τους να με πάρουνε στην Πύλο να μ' αφήσουν,
ή στην ιερή την Ήλιδα που Επειώτες την ορίζουν.
Όμως του ανέμου η δύναμη τους έσπρωχνε αποκείθε
χωρίς να εν· δε ζήταγαν αυτοί να με γελάσουν.
Και τότες παραδέρνοντας φτάσαμ' εδώ τη νύχτα,
και στο λιμένα μπήκαμε βαρύ κουπί τραβώντας.
Δε συλλογιόμασταν φαΐ, κι ας είχαμέ του ανάγκη·
μόνε απ' το πλοίο βγήκαμε κι αυτού πλαγιάσαμε όλοι.
Στ' αποσταμένο μου κορμί γλυκός κατέβηκε ύπνος,
κι εκείνοι τότες έβγαλαν τα πράματα απ' το πλοίο,
κι απάνω εδώ στην αμμουδιά που κοίτομουν τα θέσαν.
Κατόπι στην ωριόχτιστη κινήσαν Σιδονία,
κι έμεινα εγώ μονάχος μου με την καρδιά θλιμμένη.»
Είπε, και χαμογέλασε η θεά η γαλανομάτα,
κι απλώνοντας το χέρι της τον χάδεψε, και φάνη
σα δέσποινα ώρια και τρανή σ' έργα λαμπρά πιδέξια.
Και φώναξέ τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
«Μαριόλος και παμπόνηρος θά 'ναι όποιος σε περάση
σε κάθε απάτη, μα και θεός αν τύχη νά 'ναι ακόμα.
Σκληρέ και μυριοσόφιστε κι αχόρταγε στους δόλους,
ως και στη γης σου σα βρεθής δεν το αστοχάς το ψέμα,
μήτε τα λόγια τα πλαστά, που αρχήθες τ' αγαπούσες.
Μα τώρα αυτά ας τ' αφήσουμε· σοφοί είμαστε κι οι δυό μας,
πρώτος κι εσύ μες στους θνητούς στη γνώση και στα λόγια,
και πάλε εγώ μες στους θεούς για νου και για ξυπνάδα
είμ' ακουσμένη. Του Διός την κόρη την Παλλάδα,
την Αθηνά δε γνώρισες εσύ, που μερανύχτα
σου παραστέκω, σ' όλα σου τα πάθια φύλακάς σου,
και που έκαμα τους Φαίακες να σ' αγαπήσουν όλοι.
Και τώρα ακόμα βγήκα εδώ, για να συλλογιστούμε
πως να σου κρύψω τα καλά που οι Φαίακες σου δώκαν
καθώς ο νους μου τα όρισε, μαζί σου να τα φέρης.
Μα να σου πω, και τι δεινά στο σπιτικό σου η μοίρα
σου φύλαξε· κι εσύ καρδιά να κάμης ν' απομένης,
και σε κανένα μην ξηγάς ούτ' άντρα ούτε γυναίκα,
πως απ' τα ξένα γύρισες, παρά όσα κι αν παθαίνης
από κακόβουλους θνητούς, αμίλητα να τά 'χης.»
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γυρίζει και της κρένει·
«Δύσκολα ο άνθρωπος, θεά, σε νιώθει ά σ' αγναντέψη,
όσο κι αν ξέρη· γιατί εσύ λογής μοιασίδια παίρνεις.
Τούτο γνωρίζω εγώ καλά, πως πρώτα μου ήσουν φίλη,
όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία.
Μα αφότου εμείς κουρσέψαμε τη χώρα του Πριάμου,
και στα καράβια μπήκαμε, κι ο θεός μας σκόρπισε όλους,
δε σ' είδα μήτε σ' ένιωσα, διογέννητη, από τότες,
μες στο καράβι μου να ρθης και να με διαφεντέψης.
Παρά πλανιόμουν άπαυα με την καρδιά καμένη,
ωσότου από τα βάσανα οι θεοί με λευτερώσαν,
κι εσύ πια με τα λόγια σου στην πλούσια γη τώ Φαιάκων
με γκάρδιωνες, και μ' έφερνες ατή σου μες στη χώρα.
Μα στου γονιού σου τ' όνομα παρακαλώ σε τώρα,
τι δεν πιστεύω νά 'φτασα στο ξάστερο μου Θιάκι,
μόνε πλανιέμαι σ' άλλη γης, κι αυτά θαρρώ που μού 'πες,
με πονηριά μου τά 'πλασες, το νου μου να γελάσης·
λέγε μου, αλήθεια, βρίσκουμαι στην ποθητή πατρίδα ; »
Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη τότες·
«Με τέτοιες πάντα συλλογές το νου σου βασανίζεις·
γι' αυτό κι εγώ στα πάθια σου μονάχο δε σ' αφήνω,
πού 'σαι δα τόσο γνωστικός, καλός κι ανοιχτομάτης.
..."
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ν, στίχοι 220-330. Οδυσσέως άφιξις εις Ιθάκην.
Πρόσεξε τώρα, αναγνωσταρά μου:
Το συγκεκριμένο απόσπασμα, είναι ένα τυπικότατο απόσπασμα του έπους της Οδύσσειας. Ολόκληρη η Οδύσσεια διαπνέεται από τη συγκεκριμένη λογική.
Ποιά λογική δηλαδή?
Την εξής:
Ο Όμηρος ήδη από τον πρώτο στίχο της οδύσσειας "άνδρα μοι έννεπε Μούσα πολύτροπον", ισχυρίζεται πως όσα εξιστορεί του τα έχει εμπνεύσει η Μούσα. Επομένως πρόκειται για θεϊκά λόγια, για έγκυρη και θεϊκή εξιστόρηση των πραγμάτων.
Έλα όμως, αναγνωσταρά μου, που η Οδύσσεια είναι γεμάτη ανιστόρητες τερατολογίες, με ανθρώπους που τρώνε ένα μαγικό φίλτρο και μεταμορφώνονται σε γουρούνια, με ανέμους που ο Αίολος τους χώνει όλους μέσα σ' ένα ασκί, με μονόφθαλμους Κύκλωπες... και γενικά με τέτοιου είδους περιγραφές, που ναι μεν έχουν υψηλή ποιητική αξία, όμως θα ήταν ιερόσυλο ο θεοσεβής Όμηρος να τις φορτώσει στη Μούσα.... θα ήταν σαν να έβαζε τη Μούσα να ψεύδεται ασύστολα.
Βρίσκει λοιπόν ο Όμηρος ένα υψηλότατο ποιητικό τέχνασμα, ώστε και τις ποιητικές τερατολογίες να χώσει μέσα στο έπος, αλλά και η Μούσα να μην βρεθεί ψευδόμενη.
Ποιό είναι το ποιητικό τέχνασμα?
Το εξής:
Ο Όμηρος φορτώνει ένα χαρακτηριστικό στον Οδυσσέα: Το ψεύδος.
Απολύτως κυριολεκτικά, ο Οδυσσέας πουλάει ένα -διαφορετικό κάθε φορά- παραμύθι σε κάθε έναν (γνωστό ή άγνωστο) που συναντά. Μόλις κάποιος ρωτήσει τον Οδυσσέα "φίλε ποιός είσαι κι από που έρχεσαι?" ο Οδυσσέας αρχίζει να πουλάει φούμαρα. Ο Όμηρος περιγράφει έναν Οδυσσέα στα όρια αυτού που θα ονομάζαμε "παθολογικός ψεύτης".
Και είναι ακριβώς αυτός ο παθολογικός ψεύτης που αφηγείται τις ιστορίες με τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, με το μαγικό ραβδάκι της Κίρκης που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια κλπ κλπ τερατολογήματα. Όλα αυτά ο ψεύτης Οδυσσέας τα αφηγείται και όχι η Μούσα -διότι οι θεοί δεν ψεύδονται παρά μόνο προς αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν και ο θεοσεβής ποιητής θα ήταν αδιανόητο να βγάλει τη Μούσα ψευδόμενη: θα ήταν σαν να ισχυριζόταν ο Όμηρος πως η Μούσα θέλει να μας καταστρέψει.
Πρόσεξε όμως αναγνωσταρά μου:
Ναι μεν οι θεοί δεν ψεύδονται (παρά μόνο προς αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν), όμως ο Όμηρος (και κατ' επέκτασιν η Μούσα) μας πληροφορεί πως οι θεοί είναι ανεκτικοί προς τους ανθρώπους, ακόμα κι όταν οι άνθρωποι ψεύδονται.
Και μάλιστα, όχι όποιοι κι όποιοι θεοί, αλλά η ίδια η θεά της φρόνησης και της σοφίας: η Αθηνά.
Σε όλο το έπος, αφ' ενός κυριαρχούν τα απανωτά ψεύδη του Οδυσσέα, αφ' ετέρου όμως -και εξίσου- κυριαρχεί η σκανδαλώδης εύνοια της Αθηνάς προς τον Οδυσσέα.
Με αποκορύφωμα το συγκεκριμένο απόσπασμα, όπου ο Οδυσσέας ψεύδεται ασύστολα, μιλώντας προς στην ίδια την Αθηνά (την οποία δεν έχει αναγνωρίσει).
Και, προς μεγάλη έκπληξη των χριστιανόπληκτων ηθών μας, η Αθηνά όχι μόνο δεν νιώθει προσβεβλημένη από τον ψεύτη συνομιλητή της, αλλά μιλάει γι' αυτόν με καμάρι! "Αγχίνοο" και "εχέφρονα" τον χαρακτηρίζει, δεν τον χαρακτηρίζει μυθομανή ψυχάκια, "άριστο απάντων βουλήι και μύθοισιν" τον χαρακτηρίζει, δεν τον χαρακτηρίζει παθολογικό ψεύτη.
Ίσως η αιτία -αλλά και η εξήγηση- είναι αυτό το γνωστό ρητό "ανάγκα και θεοί πείθονται".
Στα ομηρικά έπη, οι θεοί εμφανίζονται στους ανθρώπους έχοντας πάρει τη μορφή κάποιου ανθρώπου. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ας πούμε, η Αθηνά εμφανίζεται στον Οδυσσέα έχοντας πάρει τη μορφή ενός νεαρού βοσκού.
Εφόσον λοιπόν οι ίδιοι οι θεοί εξ ανάγκης εμφανίζονται στους ανθρώπους με μια μορφή ξένη προς τη θεϊκή τους ουσία, υποθέτω πως δι' αυτής της ανάγκης οι ίδιοι οι θεοί διδάσκονται και αενάως δέχονται την υπενθύμιση πως η ανάγκη κυβερνάει το σύμπαν, επομένως οφείλουν να είναι συγκαταβατικοί προς έναν άνθρωπο που η ανάγκη τον κάνει να ψεύδεται. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά όταν βλέπουν κάποιον να ψεύδεται λόγω ανάγκης με μεγάλη επιτυχία, τον θαυμάζουν κιόλας για την επινοητικότητά του.
Τώρα αν αυτό σημαίνει πως στις μέρες μας οι θεοί θαυμάζουν εκείνα εκεί τα άτομα της συνομοταξίας του Γιωργάκη Παπανδρέου, δεν το ξέρω.
Υποθέτω πως όχι, με δεδομένο πως καμιά ανάγκη δεν τα κάνει να ψεύδονται. Ψεύδονται απλώς από υπέρμετρη φιλοδοξία και από θέληση να υπηρετήσουν τα συμφέροντα κάποιων προϊσταμένων τους -πράγμα που υποθέτω πως οι θεοί το σιχαίνονται.
θα ήθελα να προτεραιοποιήσω,
ΑπάντησηΔιαγραφήότι ενδεχομένως η Οδύσσεια,
χρησιμεύει συμβολικά,
πως ο ικανότερος πολεμιστής
ακόμα και αν αργήσει -λόγω φύσης του- να επιστρέψει
πολύ περισσότερο από όλους τους άλλους,
πάντως θα επιστρέψει !
Πάνυ yeah, θα επιστρέψει !
Σε δεύτερο χρόνο, συμβολίζει προς τους μικρότερους,
ότι λάφυρα, γκόμενες, ξένα πλοία, αγάλματα και χρυσάφια, δεν είναι πρώτιστα και καλό είναι να τα αφήνουμε.
Όμως θα ήθελα επί των παρατηρήσεων πιό πάνω, να διευκρινίσω λίγο, κάποιο πράγμα. Λες :
.... Σε όλο το έπος, αφ' ενός κυριαρχούν τα απανωτά ψεύδη του Οδυσσέα, αφ' ετέρου όμως -και εξίσου- κυριαρχεί η σκανδαλώδης εύνοια της Αθηνάς προς τον Οδυσσέα ....
Μάλλον, εξάγεται το συμπέρασμα, πάντα με βάση τον ελληνικό τρόπο σκέψης, ότι η σύνεση σε ανάλογες καταστάσεις, απαιτεί κατά συνθήκην ψεύδη.
Η σύνεση (Αθηνά) σε ανάλογες καταστάσεις απαιτεί κατά συνθήκην ψεύδη (να η εύνοια ενός χωροχρονικού συνεχούς που ονομάζεται Αθηνά, επομένως οι χαοτικές διακυμάνσεις ρέπουν προς ιδανικότερη εξέλιξη, όταν εκείνος που είναι 10 χρόνια εκτός ειρηνικής ηγεσίας, αποφεύγει να παραδεχτεί ευθέως και με ειλικρίνεια, σε κάθε περαιτέρω κατάσταση, ότι είναι αποκομμένος από τις εξελίξεις που τον αφορούν ως άνθρωπο και σύζυγο και πατέρα και βασιληά λαού, σε σημείο τέτοιο, που εάν χρησιμοποιήσει την ειλικρίνεια, τότε θα πρέπει να περιγράψει άθελά του, μοιραία και άθελά του, την έλλειψη εξέλιξης τού εαυτού του.
Του καθαρά ανθρώπινου εαυτού του.
Σπουδαίος λόγος, που δικαιολογεί το ψεύδος, για τον 1 από τους 3 σπουδαιότερους Έλληνες πολιορκητές, διότι όπως προανέφερα, δεν ήταν πολιορκητής στο δίπλα χωριό, ούτε στην Αθήνα ως Πελοποννήσιος, 2 ώρες δρόμο με καλό άλογο.
Δεν ξέρω κιόλας.
Εντάξει, αλλά ψιλοδιαφωνώ σχετικά με την έλλειψη εξέλιξης του εαυτού του. Μη ξεχνάς το δεύτερο-τρίτο στίχο της Οδύσσειας:
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω.
Τεράστια υπόθεση αυτό το "νόον έγνω", μας πληροφορεί εξαρχής ότι ο μάστορης δεν ήταν απλώς κάποιος πολεμιστής, αλλά ήταν ένας σχεδόν σοφός, ένας που είχε γνωρίσει τον ίδιο τον νου.
Οπότε, έλλειψη εξέλιξης δε νομίζω να υπάρχει, μάλλον πλεόνασμα εξέλιξης υπάρχει.